Get on Up
Όσο και αν δεν ακούς soul, σίγουρα σου είναι οικεία η βραχνή φωνή του Τζειμς Μπράουν και έχεις την μελωδία του I feel Good αποτυπωμένη στην μνήμη σου. Ήρθε λοιπόν η ώρα για την κινηματογραφική αφήγηση της ζωής ενός θρύλου. Ο Τέιτ Τέιλορ, μετά από τις Υπηρέτριες του 2011, εκείνων των έγχρωμων γυναικών που στην δεκαετία του ‘60 ήταν οι ήσυχοι φρουροί των αμερικάνικων νοικοκυριών, και τις οσκαρικές υποψηφιότες από τις οποίες συνοδεύτηκαν, αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να παρουσιάσει την βιογραφία του Τζειμς Μπράουν, του ανθρώπου που βαπτίστηκε Νονός της Σοόυλ, και με τον ακόμα πιο δύσκολο ρόλο της ενσάρκωσης του στην μεγάλη οθόνη να έχει ανατεθεί στον Τσαντγουικ Μπόουζμαν. Και πίσω από την παραγωγή του κατορθώματος, ο Μικ Τζάγκερ!
Όταν όμως έχεις να διαχειριστείς μια προσωπικότητα που όχι μόνο άφησε το στίγμα της στην μουσική ιστορία αλλά άλλαξε την μουσική σκηνή δημιουργώντας νέους ήχους σίγουρα θα βρεθείς αντιμέτωπος και με θέματα όχι τόσο εύπεπτα. Έτσι και το Get on Up δεν αφήνει κρυφά σημεία στην ζωή του James Brown, παρουσιάζει γεγονότα που ίσως ένας θαυμαστής να ήθελε να αφήσει στο πίσω μέρος του μυαλού του, γεγονότα που δεν αφορούν μόνο στην μουσική ιδιοφυΐα του αλλά στην ιδιόρρυθμη προσωπικότητα του.
Ο Μπράουν ξεκίνησε από απόλυτα φτωχός στην Τζώρτζια και κατέληξε σε κυρίαρχος της παγκόσμιας σκηνής. Σαν παιδί δεν γνώρισε την οικονομική ευχέρεια παρά την ενδοοικογενειακή βία και την εγκατάλειψη του από την μητέρα του σ’ έναν αλκοολικό πατέρα. Μεγάλωσε σαν κράχτης οίκου ανοχής και βρέθηκε στην φυλακή για ένα κλεμμένο ψωμί. Η γνωριμία του με τον Μπόμπυ Μπερντ (Νέσλαν Έλις) και η πίστη του τελευταίου στο ταλέντο του Μπράουν θα του δώσουν την ευκαιρία που χρειαζόταν για να πιαστεί και να αρχίσει να ανεβαίνει με μια πορεία που δεν σταμάτησε παρά μόνο με τον θάνατο του (ο Μπράουν έδινε συναυλίες ακόμα και όταν ήταν κοντά στα 70).
Όλη όμως η ενέργεια και το ανήσυχο πνεύμα ενός γεμάτου από ταλέντο ανθρώπου δεν είναι απαλλαγμένη από προβληματικές συμπεριφορές. Η ταινία κάνει γρήγορες και επιφανειακές αναφορές στην σύγκρουση του με τον Μπερντ, στους απλήρωτους μουσικούς του, στις εκρήξεις βίας ενδοοικογενειακής και μη και στην στροφή του στα ναρκωτικά μετά τον θάνατο του γιού του σε τροχαίο ατύχημα. Δεν μένουν εκτός φυσικά και ιστορικά γεγονότα όπως η επίσκεψή του στο Βιετνάμ, αντίδραση του στον θάνατο του Λούθερ Κινγκ αλλά και… η υπεροψία του απέναντι στους νεαρούς μουσικούς που ονομάζονται Rolling Stones (γιατί τι παραγωγός θα ήταν ο Τζάγκερ αν δεν ακουγόταν με κάποιο τρόπο το όνομά του από το «στόμα» του Μπράουν).
Το Get on Up δεν επαναπαύεται στην γραμμική αφήγηση των γεγονότων αλλά μ’ ένα ανήσυχο μοντάζ, που ταιριάζει θα έλεγε κανείς στην προσωπικότητα του πρωταγωνιστή, ανακατεύει τις στιγμές της ζωής του σαν να θέλει να αποδείξει ότι δεν είναι οι στιγμές αυτές καθ’ αυτές που έχουν σημασία αλλά το σύνολο τους, γιατί όλες μαζί είναι ο Μπράουν. Η αφήγηση βάζει τα γεγονότα όχι τόσο να εξιστορήσουν αλλά να αλληλοεπιδράσουν μεταξύ τους. Η ερμηνεία του Μπόουζμαν ξεχωρίζει, από την πρώτη στιγμή είναι μέσα στον αλαζονικό αλλά και με απόλυτη αυτοπεποίθησή Μπράουν. Με αρκετή εξάσκηση στις χορευτικές κινήσεις, στις κινήσεις του στόματος αλλά και στις εκφράσεις μοιάζει να δίνει με ικανοποιητική απόδοση την μορφή του Μπράουν. Ο χρόνος κυλάει και οι πρωταγωνιστές γερνάνε φυσιολογικά μπροστά στα μάτια μας, αποτέλεσμα μιας πολύ καλής επιμέλειας σε επίπεδο μακιγιάζ. Και προσοχή, αν σου προκαλεί αμηχανία ο Άντεργουντ στο House of cards όταν σου μιλάει απευθείας μέσα από τον φακό της κάμερας που να δεις τώρα που θα σου χαμογελά ο «ίδιος» ο Μπράουν και θα σε κοιτά μες στα μάτια με αντίστοιχης νοοτροπίας πλάνα!