Χρωμοπαγίδα
Μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, βραβεία (μεταξύ αυτών και της Best Villain για την Allison Williams), για την ταινία- σκηνοθετικό ντεμπούτο του Jordan Peele με τίτλο GET OUT, η οποία είναι σίγουρα μία πανέξυπνη δουλειά, ένα ευφυές σχόλιο πάνω στα πολλά επίπεδα του ρατσισμού στη σύγχρονη εποχή που είναι πολύ της μόδας η ανεκτικότητα, ο σεβασμός του διαφορετικού και λοιπές ωραίες ιδέες που βγαίνουν απ΄τα στόματα των λεγόμενων middle–class, white liberals, αυτών που θα ψήφιζαν Ομπάμα και για τρίτη φορά αν μπορούσαν, όπως διαβεβαιώνει ενθουσιωδώς, ο Δρ. Ντην Άρμιταζ (πειστικότατος ο Bradley Whitford) τον νεαρό μαύρο φωτογράφο Κρις Γουάσινγκτον (ο ωραίος και συμπαθέστατος Daniel Kaluuya) ενώ οι δυό τους περπατάνε σαν «παλιόφιλοι» στην τεράστια έκταση που περιβάλλει τη σπιταρώνα των Άρμιταζ στην εξοχή.
Ανατριχιαστική μουσική, τρομακτικά ειρωνική εναρκτήρια σκηνή (το τραγουδάκι-παιδικό νανούρισμα που ακούγεται είναι το Run Rabbit Run των N.Gay και R.Butler) και εξαιρετική πρωταγωνιστική ομάδα, αλλά πάνω απ’ όλα πολύ έξυπνο σενάριο, συνθέτουν μία ωραιότατη ταινία-θρίλερ που θολώνει επιδέξια τα νερά ώστε ούτε οι θεατές αλλά κυρίως ούτε ο Κρις να δούν τον απειλητικό καρχαρία που πλησιάζει.
Είναι άραγε αδικαιολόγητα καχύποπτος ο Κρις, τρώγεται με τα ρούχα του, η επίσκεψη στο σπίτι των λευκών γονιών της Ρόουζι μήπως ερέθισε την προαιώνια έχθρα του καταπιεσμένου μαύρου απέναντι στον λευκό κυρίαρχο και τώρα βλέπει παντού περίεργες κινήσεις και απειλή; Το πάρα πολύ ενδιαφέρον στην ταινία του Peele είναι πως ο βασικός χαρακτήρας, ο Κρις, δεν έχει καμία μειονεξία, τίποτα εμφανές τουλάχιστον, που να δημιουργεί την ψυχολογική προδιάθεση στον θεατή για να δικαιολογήσει την όποια καχυποψία και αμυντική στάση του. Επιπρόσθετα, η Ρόουζι (εξαίρετη ως τυπική καλοθρεμμένη μοντέρνα Αμερικανίδα αστή η Allison Williams) δείχνει πολύ άνετη με τον έγχρωμο εραστή της, τον υπερασπίζεται σε κάθε ευκαιρία (προσέξτε το περιστατικό με τον αστυνομικό στο δρόμο) και κυρίως, τον καθησυχάζει ότι οι γονείς της δεν είναι ρατσιστές, αυτοί τρελαίνονται για τον Ομπάμα του λέει, με χέρια και πόδια τον ψήφισαν. Άρα, τί έχει πάθει ο Κρις και βλέπει κινδύνους εκεί που υπάρχει μόνο εγκάρδιο καλωσόρισμα ε; Το επιδέξιο χτίσιμο της απειλής (το ίδιο το ζεύγος Άρμιταζ είναι φοβιστικό με τον τρόπο του− έξοχη η Catherine Keener ως Μίσσι Άρμιταζ, ψυχίατρος στο επάγγελμα), η αλλόκοτα μονίμως γελαστή στάση του αποκλειστικά μαύρου υπηρετικού προσωπικού της οικίας αλλά και όποιου άλλου μαύρου ανθρώπου συναντά ο φρικαρισμένος Κρις, αρχίζουν να βάζουν φυτίλια στον ίδιο και τον θεατή, προετοιμάζοντάς τους για την φρικτή αποκάλυψη η οποία αυτή καθεαυτή, μπορεί να θεωρηθεί πιστεύω μία πανέξυπνη σάτιρα, όχι μόνο των ρατσιστών μέχρι το κόκκαλο, αλλά και των φανατικών υποστηρικτών της φυλετικής ισότητας, που τυφλωμένοι ίσως, απ΄τις προοδευτικές ιδέες τους κάνουν τελικά περισσότερο κακό στον μαύρο πληθυσμό, παρά καλό (ιδίως όταν επιδεικνύουν έναν μασκαρεμένο πατερναλισμό−η σεκάνς στο σπίτι των Άρμιταζ κατά τη διάρκεια της ετήσιας μάζωξης των φίλων τους είναι χαρακτηριστική και κορυφαία, όπως κι αυτή του παιχνιδιού bingo : ο συνδυασμός τους, μας αποκαλύπτει την τρομακτική αλήθεια και τις αληθινές προθέσεις των Άρμιταζ έναντι του Κρις, και κατ’ επέκταση των λευκών έναντι των μαύρων : ο σεβασμός των μαύρων, η ισότιμη αντιμετώπισή τους τάχα μου, είναι απλώς ένα προσωπείο, μία πρόφαση, μία καλοσχεδιασμένη παράσταση [όπως παράσταση φαίνεται να είναι όλη η συμπεριφορά της Ρόουζι] με στόχο την πλήρη εργαλειοποίηση/ εκμετάλλευση του μαύρου πληθυσμού).
Το ενδιαφέρον ακριβώς στην περίπτωση Άρμιταζ, είναι πως δεν έχουν τα στερεότυπα των ρατσιστών, δεν περνάνε για ρατσιστές, αυτά όμως που λένε και πράττουν, τελικά, αποτελούν εν τοις πράγμασιν ρατσισμό και τους κάνουν εξίσου, αν όχι πιό επικίνδυνους, επειδή ακριβώς σε χτυπάνε και δε ξέρεις από πού σού ‘ρθε− όπως η παμπόνηρη Δρ. Μίσσι Άρμιταζ «χτυπάει» τον ανυποψίαστο Κρις (καταπληκτική η σκηνή της «θεραπείας» του).
Η επιπόλαιη, ίσως, κρίση για την ταινία είναι πως αποτελεί ένα κινηματογραφικό μανιφέστο της δικαιολογημένης έχθρας και καχυποψίας ανάμεσα σε λευκούς –μαύρους : ό,τι κι αν λένε οι λευκοί, γιαυτούς οι μαύροι θα είναι πάντα υποδεέστεροι, οπότε ας μην περιμένει τίποτα η μαύρη κοινότητα απ΄αυτά τα καθάρματα. Είναι όμως επιπόλαιη κι αβάσιμη κρίση,όταν η εξέλιξη της ιστορίας που αφηγείται αποδεικνύει ακριβώς αυτό; Σημειώστε πως το φινάλε που προβάλλεται τελικά δεν είναι αυτό που είχε αρχικά επιλέξει ο σκηνοθέτης, προτίμησε για λόγους που είχαν να κάνουν με πολλά περιστατικά που αφορούσαν μαύρους, ένα ευτυχισμένο τέλος όπως είπε.
Η ατάκα του τυφλού γκαλερίστα που μιλάει με τον Κρις είναι ενδεικτική «σκοτίστηκα που είσαι μαύρος», εννοώντας πως δεν ήταν αυτό το μείζον που τράβηξε το ενδιαφέρον του. Συνεπώς θα μπορούσαμε να δούμε την όλη ιστορία σαν εξαίρετη αλληγορία περί υποδούλωσης (ο ίδιος ο [μαύρος] σκηνοθέτης δήλωσε πως η ταινία αφορά τη δουλεία), εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, ασχέτως χρώματος. Το αν οι θεατές, κριτικοί την ερμηνεύουν ως αλληγορία της εκμετάλλευσης των μαύρων αποκλειστικά, είναι θέμα ερμηνευτή, και πρόσληψης της ταινίας απ’ τον καθένα. Άλλωστε, όπως είπε κι ο Pesoa “αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε αλλά αυτό που είμαστε»…