Glory (Slava)
Όπως και στην προηγούμενη ταινία τους, Το Μάθημα, έτσι και σε αυτήν, η Κριστίνα Γκρόζεβα και ο Πέταρ Βαλτσάνοφ, σκηνοθέτες από τη Βουλγαρία, ασχολούνται με το ζήτημα της διατήρησης της αξιοπρέπειας σε περίοδο κρίσης. Ήρωας της ταινίας είναι ο Τσάνκο Πετρόφ, εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που κοιτάζει τη δουλειά του, ο οποίος μια μέρα βρίσκει μια σακούλα με χρήματα πεταμένα στις ράγες του τρένου και αποφασίζει να το πει στην αστυνομία. Γίνεται ο απρόθυμος ήρωας που έχει ανάγκη το υπουργείο Μεταφορών για να αυξήσει τη δημοτικότητά του και λαμβάνει μέρος σε μία τελετή που ενορχηστρώνει η υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων του υπουργείου, μία γυναίκα που μοιάζει να ασχολείται περισσότερο με την καριέρα της από ότι με τη φαινομενική επιθυμία της να κάνει παιδί.
Ο Πετρόφ δεν είναι ούτε ο πρόθυμος, ούτε ο ιδανικός ήρωας. Οι δύο σκηνοθέτες φροντίζουν να το τονίσουν αυτό, μέσα από τις σκηνές όπου γίνεται φανερό το πρόβλημα στην ομιλία του. Ο Πετρόφ καταλήγει συνήθως να λέει αυτά που του λένε οι άλλοι να πει, την ώρα που αυτοί γελάνε πίσω από την πλάτη του. Και στις στιγμές που προσπαθεί να ακουστεί καθαρά, κανείς δεν μοιάζει να τον ακούει.
Το υπουργείο του δίνει ένα καινούριο ρολόι ως δώρο για το γεγονός ότι παρέδωσε τα χρήματα, μόνο που η υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων χάνει το παλιό του ρολόι, οικογενειακό κειμήλιο του πατέρα του. Θα ξεκινήσει τότε ένας αγώνας από τον ίδιο τον Πετρόφ για να πάρει πίσω το ρολόι του.
Όπως και στο Μάθημα, ο απλός άνθρωπος στέκεται αδύναμος μπροστά στους θεσμούς και σε δυνάμεις μεγαλύτερες από τον ίδιο (στην προηγούμενη ταινία η κεντρική ηρωίδα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις τράπεζες, εδώ ο «εχθρός» είναι ο κρατικός μηχανισμός).
Οι δύο σκηνοθέτες παρατηρούν μέχρι που μπορεί να φτάσει η υπομονή ενός ανθρώπου που κανείς δεν μοιάζει να σέβεται. Mε τον τρόπο που παρουσιάζουν την ιστορία μοιάζουν να παίρνουν θέση, η οποία μερικές φορές μοιάζει υπερβολικά ηθικά ξεκάθαρη, τουλάχιστον όσον αφορά το δίλημμα καριέρα ή παιδί (ο χαρακτήρας της Μαργκίτα Γκόσεβα παρουσιάζεται ως κάτι παραπάνω από ψυχρός σε αρκετές στιγμές στην ταινία, κάτι που γίνεται φανερό και από την αντίθεσή της με τον μονίμως υπομονετικό και καλόκαρδο σύζυγό της).
Κινούμενοι στους δρόμους του cinema direct, οι δύο σκηνοθέτες φέρνουν σε αντίθεση τους δύο χαρακτήρες: η Τζούλια Στάικοβα (Μαργκίτα Γκόσεβα) φαίνεται να αντιπροσωπεύει τις μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες της Βουλγαρίας, την ώρα που ο Τσάνκο Πετρόφ μοιάζει προσκολημμένος στις παραδόσεις. Οι σκηνοθέτες χτίζουν αυτό το δίπολο εξαιρετικά και στηρίζονται φυσικά στις ερμηνείες των Γκόσεβα και Στεφάν Ντενολιούμποφ: η πρώτη επιδεικνύει μια υπόγεια συγκατάβαση, ο δεύτερος μια παραίτηση.
Έχω μία ένσταση με το φινάλε, το οποίο ουσιαστικά συμβαίνει off camera και υπό τους ήχους χαρούμενης τζαζ μουσικής. Είναι ένα κινηματογραφικά ευφυές χτίσιμο έντασης, αλλά δεν έχω πειστεί ότι δεν γίνεται περισσότερο για λόγους εντυπωσιασμού, αλλά ότι εξυπηρετεί την ιστορία.