Αγώνες Πείνας: Φωτιά
Και όμως. Μερικές φορές αρκεί ένας τεχνίτης σκηνοθέτης για να κάνει τη διαφορά. Ο Φράνσις Λόρενς ήταν, θεωρώ, ο ιδανικός για να αναλάβει το σίκουελ των Αγώνων Πείνας. Με θητεία στις μεγάλες παραγωγές (είχε κάνει και το I Am Legend με τον Γουίλ Σμιθ) φαίνεται να γνωρίζει τόσο από εφέ και ταινίες μεγάλης κλίμακας, όσο και από σεναριακή οικονομία.
Το σίκουελ, λοιπόν, αποτελεί μία σπάνια περίπτωση και αποδεικνύεται καλύτερο από την πρώτη ταινία. Όχι ότι η πρώτη ταινία ήταν εξαιρετική (σε σχέση με το αρχικό υλικό, το βιβλίο), αλλά η εταιρεία παραγωγής και οι συντελεστές δεν επαναπαύτηκαν στην επιτυχημένη συνταγή. Αντιθέτως, προσπάθησαν να προχωρήσουν την ιστορία ένα βήμα παρακάτω.
Η υπόθεση
Πού είχαμε αφήσει την Κάτνις μετά την πρώτη ταινία; Νικήτρια των 74ων Αγώνων Πείνας, έχοντας σώσει τη ζωή και του Πίτα. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι ότι η πράξη της (να μη χαρίσει στην Κάπιτολ έναν νικητή, όπως εκείνη όριζε, αλλά δύο) έχει εμπνεύσει πολλούς κατοίκους των περιοχών, οι οποίοι εδώ και χρόνια ζουν υποταγμένοι, πεινασμένοι και αναγκασμένοι να στέλνουν τα παιδιά τους στο θάνατο. Η φωτιά της εξέγερσης σιγοκαίει και χρειάζεται μια σπίθα για να προκαλέσει επανάσταση. Ο πρόεδρος Σνόου θα απαιτήσει από αυτήν να διορθώσει την κατάσταση και να πείσει τις περιοχές ότι η πράξη της να αμφισβητήσει την Κάπιτολ ήταν απλά κίνηση μιας απελπισμένης νεαρής ερωτευμένης κοπέλας. Η Κάτνις θα προσπαθήσει και θα αποτύχει. Ο Σνόου, όμως, έχει ήδη ετοιμάσει την εκδίκησή του…
Οι Σάιμον Μποφόι (Slumdog Millionaire) και Μάικλ Αρντ (Little Miss Sunshine) που έγραψαν το σενάριο επέλεξαν πολύ προσεκτικά τι θα έπρεπε να μείνει και τι να φύγει. Έτσι κάποια περιστατικά μικρότερης αξίας έφυγαν, χωρίς να προκαλέσουν προβλήματα στην πιστή μεταφορά του βιβλίου στην οθόνη.
Η αλήθεια είναι ότι αυτή είναι μια ταινία για τους φαν: για τους φαν της ταινίας ή των βιβλίων. Δεν υπάρχει σύνδεση με τα προηγούμενα και κάποιος που δεν έχει δει ούτε την πρώτη ταινία, ούτε έχει διαβάσει τα βιβλία θα δυσκολευτεί να την παρακολουθήσει. Νομίζω, όμως, ότι μια δυσκολία θα έχει και αυτός που απλά έχει δει την πρώτη ταινία (ειδικά στο θέμα της 13 που απλά αναφέρεται χωρίς άλλες εξηγήσεις -ίσως το φυλάνε για αργότερα).
Οι Αγώνες Πείνας: Φωτιά είναι περιπέτεια με μήνυμα. Είναι πολύ εύκολο να το χάσεις μέσα στην πληθώρα των αδιάφορων μπλοκμπάστερ που βλέπει κανείς, αλλά αυτή είναι μία ταινία που μιλά για εξέγερση, για επανάσταση, για πείνα, για αντίσταση, για τον διαστρεβλωτικό κόσμο της ριάλιτι τηλεόρασης και τη φήμη. Όχι και πολύ συνηθισμένα θέματα για μία «εφηβική» περιπέτεια.
Όλα αυτά λειτουργούν καλύτερα επί της οθόνης σε σχέση με την πρώτη ταινία. Οι μικρές στιγμές των εξεγέρσεων (που θυμίζουν τις πορείες του Occupy), τα αντικαθεστωτικά γκράφιτι στους τοίχους, η κριτική πίσω από τις φράσεις του τηλεοπτικού Σίζαρ Φλίκερμαν (Στάνλεϊ Τούτσι), η παρουσία του προέδρου Σνόου (για τον Ντόναλντ Σάδερλαντ θα μιλήσουμε λίγο παρακάτω).
Σίγουρα υπάρχουν μειονεκτήματα στην ταινία: υπάρχουν στιγμές που οι 2,5 ώρες φαίνονται πολλές, η ερωτική ιστορία καταλαμβάνει περισσότερο από ότι θα έπρεπε, ενώ δεν ξέρω πώς θα φαινόταν η ταινία στους μη φαν των βιβλίων. Υποθέτω -κι αυτό γιατί μιλάω τελείως υποκειμενικά, μιας και τα βιβλία μου αρέσουν πολύ- ότι επειδή το δεύτερο βιβλίο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια επανάληψη των θεμάτων του πρώτου, δεν θα είχε και τόσα πολλά να προσφέρει από άποψη ιστορίας.
Οι ρόλοι είναι ερμηνευμένοι με ευαισθησία. Προτιμούσα την Τζένιφερ Λόρενς στην προηγούμενη ταινία, τη σιωπηλή αποφασιστικότητα με την οποία αποδεχόταν τα πράγματα, όχι ότι σε αυτή την ταινία είναι κακή. Ο Τζος Χάτσερσον είναι καλύτερος από την πρώτη ταινία (και ο ρόλος του θα γίνει πιο απαιτητικός στις επόμενες δύο ταινίες της σειράς), όπως και η Ελίζαμπεθ Μπανκς. Ο Γούντι Χάρελσον εξακολουθεί να είναι μάλλον αδιάφορος, ενώ ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν έχει πολύ μικρό ρόλο και μοιάζει και λίγο κουρασμένος. Ο Στάνλεϊ Τούτσι είναι, επίσης, πολύ καλός, το ίδιο και οι καινούριες προσθήκες (ο Σαμ Κλάφλιν στον ρόλο του Φίνικ Οντέρ, ο Τζέφρι Ράιτ ως Μπίτι και η Τζίνα Μαλόουν ως Τζοάνα Μέισον), αλλά κατά τη γνώμη μου αυτός που ξεχωρίζει είναι ο Ντόναλντ Σάδερλαντ στον ρόλο του προέδρου Σνόου.
Η παραγωγή πολύ σωστά αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το υποκριτικό του ταλέντο και του έδωσε περισσότερο χρόνο επί της οθόνης (κάτι που ευχόμασταν να είχαν κάνει και στην πρώτη ταινία). Προσεγγίζει τον ρόλο του με ψυχραιμία, χωρίς ποτέ να γίνεται ο κλασικός κακός ή να ξεπέφτει σε μια καρικατούρα.
Τελικά να τη δω;
Σίγουρα θα την απολαύσουν όσοι αγαπούν τα βιβλία ή όσοι έχουν δει την πρώτη ταινία και βρήκαν κάτι σε αυτή που τους άρεσε. Περιπέτεια που ναι μεν έχει εφηβικές αναφορές, αλλά μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ενός ευρύτερου κοινού, με θέμα που είναι τόσο επίκαιρο, όσο και σημαντικό.