ΘΕΜΑΤΑΣινέ εμπειρίες

Κινηματογραφικές εμπειρίες: Η αίθουσα, πράξη οικουμενική και άχρονη

Γράφει ο Γιώργος Παπαδημητρίου*

Η εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας είναι συλλογική με τρόπους που υπερβαίνουν την απλή έννοια της συνεύρεσης, της συνύπαρξης και της επικοινωνίας. Για να το θέσουμε πιο απλά, δεν είναι θέμα ατόμων και πλήθους, αλλά ζήτημα ενέργειας, συναισθηματικής ορμής και αρχέτυπων. Η αίθουσα είναι μια πράξη κοσμογονίας και κατάλυσης των καθιερωμένων αντιληπτικών διαστάσεων του μυαλού και της καρδιάς. Είναι μια πράξη οικουμενική και άχρονη, με χροιά θρησκευτική και θεραπευτική. Διότι ακόμη κι αν βρεθείς ολομόναχος σε αυτή την πλατωνική σπηλιά, με τις εικόνες-Ιδέες να ξεδιπλώνουν μια άρρητη αλήθεια, δεν αποκλείεται να σε κατακλύσει ένα συναίσθημα αδιανόητου μοιράσματος, στα όρια της μέθεξης.

Διότι πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι βλέποντας το Πρόσωπα και Ιστορίες της Ανιές Βαρντά, στο έρημο κι ολόαδειο «Φαργκάνη» της Θεσσαλονίκης (ένα απόγευμα με ουρανό και καιρό που θύμιζαν Μόρντορ, σε απογευματινή προβολή των 17:15, στην οποία δεν λειτουργούσε καν το κυλικείο, ενώ στο διάλειμμα ήμουν ο μόνος άνθρωπος στον ευρύτερο χώρο του κινηματογράφου, αφού και η ταμίας είχε εγκαταλείψει το πόστο της), ένιωσα πως συνομιλώ με κάθε άνθρωπο που κατοικεί στον πλανήτη; Δεν ήταν η σπουδαιότερη ταινία που έχω δει στη ζωή μου, αλλά ήταν μια ανέλπιστη σανίδα σωτηρίας σε μια στιγμή προσωπικού πυθμένα. Κι όταν βγήκα από την αίθουσα, ανάλαφρος στα όρια της αιώρησης, ένιωσα πως μόλις είχα αποχωρήσει από ένα φρενήρες πάρτι, έχοντας συνομιλήσει και διασκεδάσει με αμέτρητους φίλους. Έκτοτε, δεν έχω ξαναδεί την ταινία για έναν απλούστατο λόγο: δεν μπορεί να υπάρξει μέτρο σύγκρισης με εκείνη τη στιγμή, η οποία οφείλει να παραμείνει στο μυαλό μου ως (κυριολεκτικά) μοναδική και ανεπανάληπτη.

Παρόμοιο συναίσθημα, αλλά αντίστροφης φοράς, έχει πυροδοτήσει το Χαμένος Παράδεισος του πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμες στο Berlinale Palast του Βερολίνου, στο πλαίσιο της Μπερλινάλε του 2012. Η αίθουσα μεταμορφώθηκε σε μυστική κάμαρη με παραισθησιογόνα μυστικά, τα οποία αποκαλύπτονται σε όποιον πραγματοποιήσει το άλμα πίστης. Ή τουλάχιστον αυτό είχα πείσει τον εαυτό μου στη διάρκεια της προβολής, στο τέλος της οποίας με επισκέφτηκε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα: τα πόδια μου είχαν βιδώσει στο πάτωμα, τα χέρια μου είχαν αγκιστρωθεί στα μπράτσα της καρέκλας. Η δε απροθυμία μου να αποχωρήσω από την αίθουσα είχε μια χροιά σχεδόν υπαρξιακή και πήγαζε από μια δυσοίωνη διαπίστωση: η ταραχή, η παραζάλη, η ονειροπόληση, η απώλεια συντεταγμένων και η απέκδυση ταυτότητας που μόλις είχα βιώσει δεν μπορούσαν να συμβούν παρά μόνο στις μαγικές συντεταγμένες της αίθουσας. Ο έξω κόσμος ήταν ένα κακέκτυπο, ένα ανεπαρκές υποκατάστατο, που δεν μπορούσε να προσφέρει εφάμιλλες συγκινήσεις.

Η μετωπική σύγκρουση με ακατέργαστες προεκτάσεις του εαυτού σου μπορεί, ως γνωστόν, να συντελεστεί σε οποιοδήποτε τερέν. Από την αίθουσα «Λουμιέρ» στις Κάννες, που μοιάζει με κινηματογραφικό ναό διαστάσεων Μαρακανά, μέχρι τη δεύτερη αίθουσα του «Βακούρα» στη Θεσσαλονίκη που περισσότερο φέρνει σε σαλόνι με εκκεντρική διακόσμηση, όπου στη θέση του ενός καναπέ ξεφύτρωσε μια οθόνη. Η κορωνίδα των εμπειριών σε αίθουσα, πάντως, είχε διαδραματιστεί στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές», στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο του 2018, αν δεν με απατά η συνήθως αξιόπιστη μνήμη μου.

Η Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης είχε διοργανώσει μια προβολή της βουβής σοβιετικής ταινίας Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή, του Τζίγκα Βερτόφ. Και καθώς οι εικόνες ξεχύθηκαν στην οθόνη, η ανέλπιστα γεμάτη αίθουσα σταμάτησε να αποτελείται από ξεχωριστές μονάδες, από μεμονωμένες οντότητες. Η αίθουσα, ελλείψει διαλόγων ή άλλων ήχων, βυθίστηκε χωρίς αντιστάσεις σε μια συνθήκη υπερβατική. Μία ανάσα, ένα βλέμμα, ένας χτύπος, ένας παλμός. Μια σιγή στα όρια του ομαδικού διαλογισμού ή της συλλογικής πένθιμης πομπής. Μια σιωπή εκκωφαντική, που ηχούσε στη διαπασών. Για πρώτη (και μάλλον τελευταία) φορά στη ζωή μου βρέθηκα σε μια αίθουσα ασάλευτη, ακούνητη, αμίλητη, καθολικά υπνωτισμένη. Όχι, δεν ήταν όλοι οι θαμώνες, κατά τρόπο ευνοϊκής αστρικής συγκυρίας, ζηλωτές, λάτρεις και μύστες του βωβού σοβιετικού σινεμά. Εντούτοις, όλοι μας, σαν ένα συμπαγές συσσωμάτωμα, γίναμε σιαμαίοι στη μήτρα της σκοτεινής αίθουσας. Και αφεθήκαμε σε ένα ναρκωτικό από το οποίο δεν θέλεις να ξεκόψεις.

* O Γιώργος Παπαδημητρίου είναι αρχισυντάκτης στο κινηματογραφικό site cinedogs.gr, αρθρογραφεί για σινεμά στο typosthes.gr και συμμετέχει με κείμενά του στις ετήσιες εκδόσεις της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *