Η Δικιά Μας Οικογένεια (Belles Familles)
O Ζερόμ μένει χρόνια στη Σαγκάη με την αραβωνιαστικιά του αλλά χρειάζεται να επιστρέψει στο Παρίσι, επ’ευκαιρίας μιας επαγγελματικής συνάντησης. Μιλώντας με τη μητέρα του μαθαίνει ότι έχει ξεσπάσει δικαστική διαμάχη γύρω από το πατρικό του σπίτι, ξυπνώντας αναμνήσεις από τον πατέρα του που τους είχε παρατήσει για να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Στην πορεία θα μπλεχτεί σε ένα μύλο γεγονότων και αποκαλύψεων που θα τον κάνουν να αναβάλλει συνεχώς την επιστροφή του.
Είναι μια ταινία που πρωτοκυκλοφόρησε το 2015 και είδε το αθηναϊκό κοινό στο περσινό 17ο φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου.
Διαθέτει αρκετά ωραία στοιχεία και καλούς ηθοποιούς που πλαισιώνουν τον Ματιέ Αμαλρίκ, που έχει τον κεντρικό ρόλο του Ζερόλ, κάνοντας το χρόνο να κυλά ανάλαφρα. Μας περιγράφει μια κρίση της μέσης ηλικίας, παράλληλα με οικογενειακά μυστικά που θα βγουν στην επιφάνεια. Από την άλλη, δεν έχει δώσει την απαραίτητη έμφαση στο κωμικό στοιχείο, που δείχνει ότι σε στιγμές θα το χρειαζόταν, ενώ σεναριακά προσπαθεί, αλλά δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τις «παγίδες» που το κάνουν να θυμίσει έντονα σαπουνόπερα (στοιχείο που το βρίσκουμε ακόμα και στην αφίσα της ταινίας, με τους ηθοποιούς να κάθονται στημένοι σε παράταξη).
Παρακολουθούμε, λοιπόν, τον Ζερόλ, έναν μεσήλικα άντρα που αρχικά δείχνει να βιάζεται να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του στη γενέτηρά του και να επιστρέψει όσο πιο γρήγορα γίνεται πίσω στην καθημερινότητα του, τη δουλειά του, τη σύντροφό του. Όμως από τη μια βαθιά κρυμμένα μυστικά που ίσως ούτε κι ο ίδιος θέλει να αντιμετωπίσει, αλλά και η ελκυστική παρουσία της Λουίζ τον κάνουν να αναβάλει συνεχώς την αναχώρηση του. Μοιάζει σαν μια μεθυστική ανάπαυλα που ίσως την χρειαζόταν, αλλά που νοιώθει την ανάγκη αυτή η παύση να συνεχιστεί, μέχρι να επέλθει μέσα του η ισορροπία.
Το ερωτικό στοιχείο στην ταινία, χτίζεται κυρίως πάνω στην αισθησιακή και αισθαντική παρουσία της Λουίζ (Μαρί Βασθ), ο Αμαλρίκ κάνει πάνω κάτω αυτό που κάνει σε όλες τις ταινίες που πρωταγωνιστεί -παρόλο που εγώ ανήκω σε αυτούς που αρέσκομαι να τον βλέπω στο φακό κι ας επαναλαμβάνει σαν μανιέρα τους ρόλους. Το σενάριο είναι αυτό που πάσχει περισσότερο, θα μπορούσε να έχει περισσότερο ενδιαφέρον, στην πλοκή ή στην κατάληξη, ενώ δε «τολμά» να παίξει όσο θα μπορούσε με την ιδέα της ετεροθαλούς αδερφής.
Ο σκηνοθέτης Ζαν-Πολ Ραπενώ, που δε βιάζεται να κάνει ταινίες και που προηγουμένως έχει σκηνοθετήσει υπέροχα την Ντενέβ στο Σκάνδαλο του Πράσινου Πύργου (1966), τον Ιβ Μοντάν στο Όλο Φωτιά, Όλο Φλόγα (1982), τον Ζεράρ Ντεπαρτιέ στο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1990) και τη Ζιλιέτ Μπινός στον Ουσσάρο στη Στέγη (1995), ξέρει να κρατά ωραία τους αφηγηματικούς ρυθμούς του και το ενδιαφέρον και το μυστήριο γύρω από τους κεντρικούς χαρακτήρες του, τους οποίους κινηματογραφεί και αποτυπώνει ωραία. Αν και τελικά μένει δέσμιος του ελαφρού σεναρίου του. Φαίνεται όμως ότι και αυτός «μεγάλωσε» και ο πανδαμάτωρ χρόνος -ίσως- ευθύνεται και αυτός λίγο για το ύφος τηλεοπτικής σειράς που αποπνέει η ταινία του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παρακολουθείται ευχάριστα.
Σε συμπρωταγωνιστικούς ρόλους εκτός του Ματιέ Αμαλρίκ, βρίσκουμε την πανέμορφη Μαρίν Βασθ (Jeune et Jolie), τον Ζιλ Λελούς που αναλαμβάνει τον ντόπιο αντίποδα του χαρακτήρα του Αμαλρίκ, αλλά και την Καρίν Βιάρ που μας είχε τιμήσει με την παρουσία της στη χώρα μας, στο 16ο φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου.