Η σκηνοθέτις του «Ξα Μου», Κλειώ Φανουράκη μάς ξεναγεί στη δική της Κρήτη
Πριν από περίπου έναν χρόνο την είδαμε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ο λόγος για την ταινία Ξα Μου, ένα ερωτικό γράμμα στην Κρήτη και τους κατοίκους της από τη σκηνοθέτιδα Κλειώ Φανουράκη. Η ταινία προβλήθηκε ανά την Ελλάδα και επιστρέφει για μία ακόμα προβολή στην Αθήνα και συγκεκριμένα στον κινηματογράφο Τριανόν (την Παρασκευή στις 19:00), στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Τέχνης που διοργανώνει ο Διαδραστικός Επιστημονικός Καλλιτεχνικός Κύκλος.
Με αφορμή την προβολή αυτή, οι Cinepivates συνομιλούν με τη δημιουργό της ταινίας για την Κρήτη, τους μύθους της και τους ανθρώπους της…
Τι σημαίνει «Ξα Μου» και πώς επιλέξατε αυτόν τον τίτλο για την ταινία;
Ξα μου σημαίνει «στην εξουσία μου». Σε μια πιο ελεύθερη απόδοση, στον κρητικό προφορικό λόγο το «Ξα μου» σημαίνει «άστο πάνω μου, δικό μου θέμα τι θα κάνω, ξέρω εγώ, θα το φροντίσω», και έχει να να κάνει με το φιλότιμο. Η τελική επιλογή του τίτλου, ήρθε κατά την ολοκλήρωση της ταινίας και ακολουθεί τον χαρακτήρα του Τζώνη (Γιώργος Χωραφάς) που ψάχνει «την εξά» του και πώς να την ορίσει ξανά.
Η ταινία αποτελεί μια ερωτική επιστολή στο νησί της Κρήτης. Ποιο είναι το αγαπημένο σας σημείο του νησιού;
Η Κρήτη σε όλο της το μήκος. Με μια μικρή αδυναμία στο Λουτρό και στα Αστερούσια. Και μια μεγάλη σε ένα μπαλκονάκι της Πλατείας των Λιονταριών του Ηρακλείου, με θέα τη Λότζια, τη Βικελαία και μια αίσθηση της θάλασσας και του Κάστρου. Ωστόσο, η ταινία εστιάζει στην ενδοχώρα, στην Κρήτη των αμπελιών, όχι απαραίτητα στην παραθαλάσσια…
Δίνετε μεγάλη σημασία στον μύθο σε συνδυασμό με τον τόπο. Μιλήστε μας για μερικούς από τους μύθους που ακούμε στην ταινία.
Ο μύθος του Δία και της Αμάλθειας, της κατσίκας-τροφού του Δία που τον μεγάλωνε μέσα σε μια σπηλιά… την οποία γεωγραφικά διεκδικούν 2-3 περιοχές του νησιού! Όλες με πολύ ενδιαφέρον και επιχειρήματα. Το «κέρας της Αμάλθειας», λειτουργεί στην ταινία ως σύμβολο αφθονίας, μέσα από τον ομώνυμο μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας έσπασε κατά λάθος το κέρατο της Αμάλθειας, όταν ήταν μικρός, και για να την ευχαριστήσει έκανε το σπασμένο κέρατο να είναι πάντα γεμάτο με ό,τι ζητούσε ο κάτοχός του. Ο μύθος του Βασιλιά της Κρήτης είναι ένας δικός μου μύθος πάνω στον οποίο ξεδιπλώνεται η ιστορία.
Με ποιες τρεις λέξεις θα χαρακτηρίζατε:
-Τους ανθρώπους της Κρήτης:
Πληθωρικοί, ακούραστοι, με ιδιαίτερο χιούμορ.
-Τον Γιώργο Χωραφά:
Ψυχή, Θάλασσα, Ιδιοφυής
-Τη Σοφία Χιλλ:
Νηρηίδα, Αρχέγονη ρίζα, Μαγική Φωνή
-Το νησί της Κρήτης:
Ανεξάντλητη, Γυναίκα-Φύση, Λαβυρινθώδης-Θελκτική
Ποια είναι η ανταπόκριση του κοινού στην ταινία;
Είναι πολύ θερμή η ανταπόκριση του κοινού στις προβολές που έχουν γίνει στην Ελλάδα και ακόμη περισσότερο ενδιαφέρον έχουν οι συζητήσεις που κάναμε στη συνέχεια με τους θεατές με την παρουσία του Γιώργου Χωραφά, του Λευτέρη Ελευθερίου και δημιουργικών συντελεστών της ταινίας.
Πόσο δύσκολο ήταν να γυριστεί η ταινία υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες;
Ήταν δύσκολο και είναι…, ο ενεστωτικός χρόνος διαρκεί ακόμη για μια ολοκληρωμένη ταινία του 2016 και εύχομαι η υπομονή όλων των συντελεστών στο θέμα της χρηματοδότησης να ξεπεράσει την έννοια της αξίας της υπομονής. Σε κάθε περίπτωση, όσο γραφικό ή κλασικό κι αν ακούγεται, το «τρέξιμο» ναι, είναι ατελείωτο, ίσως και απερίγραπτο.
Ο κεντρικός χαρακτήρας σας είναι ένας άνθρωπος που είναι άνεργος και αναζητά δουλειά. Η ταινία μοιάζει να παίρνει ξεκάθαρη θέση απέναντι στο πώς θα μπορούσε ο καθένας ατομικά και η Ελλάδα συνολικά να ξεπεράσει την κρίση. Εσείς πώς πιστεύετε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Η ταινία αγγίζει τον χώρο του «τι μπορείς να κάνεις» μετά την κρίση, όχι του τι έχει γίνει και πώς, πιάνοντας έναν από τους πιθανούς άξονες προοπτικής, δίχως να υπογραμμίζει ότι αυτό είναι και η λύση για όλους. Στην πορεία των προβολών, έχω ακούσει ιστορίες πολλών ανθρώπων που μου λένε ότι ταυτίζονται με το Ξα μου, ενώ δεν είχαν πριν καμία σχέση με τα αμπέλια ή τα προϊόντα του τόπου τους. Άλλος με τα μανταρίνια του, άλλος με τις ελιές, άλλος στον τοπικό Σύλλογο του χωριού του. Γιατί τώρα; Μέσα από την εμπειρία μου από την ταινία και τη συμμετοχή σε συζητήσεις δημιουργών, αγροτών, εξαγωγέων και στελεχών επιχειρήσεων, οι οποίες προέκυψαν από τις δικές τους ερμηνείες της ταινίας, έχω αντιληφθεί ένα παραθυράκι που ανοίγει με τη συνύπαρξη όλου αυτού του δυναμικού σε θέματα εξαγωγής όχι μόνο προϊόντων αλλά και του ίδιου του πολιτισμού και της ιστορίας της χώρας. H σεναριακή ματιά μου στο Ξα μου δεν στοχεύει στην λύση μέσω της «επιστροφής» αλλά στο «είναι» ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού που κάπου ξέχασε να βλέπει από πού ήρθε, τι έχει γύρω του και σε ποιον τόπο ζει ή πιστεύει ότι ζει. Όλα τα άλλα, είναι μύθος…;