Σινεμά

Με λένε Ερνέστο (Infancia Clandestina)

4-popcorn

Τον λένε Ερνέστο, εσένα;

Ένα αθώο παιδικό βλέμμα. Τα παιδιά έχουν πάντα τον  τρόπο… Γύρω του γίνεται χαμός. Κι όμως το βλέμμα του θα μείνει καρφωμένο πάνω μας. Γιατί η ουσία δεν είναι μόνο στο τι θα πει κάποιος, αλλά και στο πως θα το πει. Και αυτή η ταινία είναι το βλέμμα του Ερνέστο.

Έχοντας ρίξει απλά μια ματιά στο τρέιλερ του Infancia Clandestina (Με λένε Ερνέστο) και γνωρίζοντας ότι αποτέλεσε την φετινή πρόταση της Αργεντινής που δεν έφτασε στα όσκαρ, αμφιταλαντευόμουν να πάω να την δω ή όχι. Τελικά αν δεν είχα πάει να γνωρίσω τον Ερνέστο θα είχα χάσει μια πολύ καλή ταινία.

[highlight color=”eg. yellow, black”]Ποτέ δε περίμενα να πεθάνω πολεμώντας πλάι-πλάι με ένα ξωτικό  – Gimli[/highlight]

Αρχικά, πρέπει να σας συστήσω τον Ερνέστο: Ο Ερνέστο δεν υπάρχει!   Έτσι ονομάστηκε ο δωδεκάχρονος Χουάν στα πλαστά έγγραφα που του έφτιαξαν οι γονείς του το 1979, για να μπορέσουν να γυρίσουν στην Αργεντινή της χούντας. Όλη του η οικογένεια είναι μέλη της αντίστασης και μαθαίνει να ζει με το φόβο, την ιδεολογία τους, την διπλή προσωπικότητα που του επιβάλλουν. Στην επιφάνεια όμως πρωταγωνιστεί η παιδικότητα του, οι σχέση του με τους γονείς του, το θείο του, τη γιαγιά του, τους συμμαθητές του, τον πρώτο του έρωτα. Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας “Λαθραία Παιδικότητα” πιστεύω θα ήταν πιο ταιριαστή από την άστοχη βαρύγδουπη απόδοση της “Με λένε Ερνέστο“.

Όπως είναι αναμενόμενο, η ταινία ισορροπεί ανάμεσα στη σκληρότητα και την τρυφερότητα, αλλά το κάνει με τόσο ωραίο τρόπο! Τα εύσημα πρωτίστως πάνε στον σκηνοθέτη-σεναριογράφο, Benjamín Ávila, που έχοντας βάλει αρκετά βιωματικά βιογραφικά στοιχεία στην ταινία κι αρκετό μεράκι έδωσε αυτό το πολύ καλό αποτέλεσμα. Πρέπει να επισημάνουμε ότι πρόκειται για την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, καθώς προηγήθηκαν δυο μικρού μήκους και ένα ντοκιμαντέρ. Έχει αναπαραστήσει πολύ καλά την εποχή, ενώ τα πλάνα του γίνονται ένα πολύτιμο εργαλείο για να μας παρουσιάσει πως αντιλαμβάνεται τα γεγονότα ο νεαρός πρωταγωνιστής και μας βάζει στην ψυχολογία του.

Το παιδί δεν μπορεί να καταλάβει την αναγκαιότητα του αγώνα. Ακούει τους μεγάλους να μιλάνε αλλά δεν μπορεί να αντιληφθεί τι γίνεται με τον Περόν, τους Μοντονέρος, τον στρατηγό Βιντέλα ή τον “βρώμικο πόλεμο“, όπως τον αποκαλούσαν. Θεωρώ από τα πολύ μεγάλα ατού της ταινίας ότι δεν παίρνει θέση. Ο αγώνας των γονιών του μπορεί να θεωρηθεί ιερός για κάποιους ή τρομοκρατία από κάποιους άλλους. Αναπόφευκτα θα υπάρξει μέσα του μια τάση φυγής, να μπορέσει να ζήσει μια φυσιολογική ζωή με την οικογένεια του και ας τον λένε και Ερνέστο και με όποιο όνομα κι αν χρειαστεί. Η αλήθεια είναι ότι με το πέρασμα από αυτή την διαδικασία βγαίνοντας δεν είναι ούτε ο Ερνέστο ούτε ο Χουάν, αλλά και τα δυο. Αρκετά καλή η δύσκολη ερμηνεία του μικρού Teo Gutiérrez Moreno να έχει τόσες εναλλαγές στο βλέμμα του για να χωρέσει όλα αυτά τα συναισθήματα, το ξέγνοιαστο παιδικό χαμόγελο και την αποφασιστική ωριμότητα.

Πολύ πετυχημένη προσθήκη των κόμικ στην ταινία θέλει να περάσει ένα ωραίο νόημα από τον σκηνοθέτη: Στην ταινία δεν υπάρχουν σκληρές σκηνές. Οι σκιτσαρισμένες σκηνές αντικαθιστούν κάθε σκηνή βίας. Οι σκηνές είναι χαραγμένες στο παιδικό βλέμμα και στα πρόσωπα των συμπρωταγωνιστών του. Στέκομαι σε αυτό το σημείο ιδιαίτερα διότι είναι κάτι που μας έχει προβληματίσει ιδιαίτερα τελευταία, με την είσοδο όλο και πιο άσχημων σκηνών βίας σε ταινίες.  Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν προσθέτουν κάτι, παρά μάλλον στερούν στο τελικό αποτέλεσμα. Ομοίως, γνωρίζετε την άποψη μου για τις ταινίες που βασίζονται στείρα σε αληθινά γεγονότα κάνοντας την λεπτή γραμμή ταινίας και ντοκιμαντέρ σχεδόν απροσδιόριστη. Θεωρώ προτέρημα του έργου ότι παρόλο που είχε σαν έναυσμα προσωπικά βιώματα του σκηνοθέτη άφησε ανοιχτό το παράθυρο της φαντασίας για να βγει ως αποτέλεσμα κάτι πολύ πιο πάνω από μια απλή αυτοβιογραφία.

Τέλος, δυο στοιχεία που ανεβάζουν το έργο είναι οι συνολικά καλές ερμηνείες και η μουσική. Σημαντικός παράγοντας οι πολύ καλές ερμηνείες των “περιφερειακών” ρόλων, πέραν του νεαρού (Teo Gutiérrez Moreno), της μητέρας του (Natalia Oreiro) και του πατέρα του (César Troncoso). Θυμηθείτε να παρατηρήσετε την εξαιρετική συγκινητική ερμηνεία της γιαγιάς (Cristina Banegas), όσο και την δυνατή ερμηνεία του θείου (Ernesto Alterio), που αποτελεί το ίνδαλμα του παιδιού, τον μέντορα του, ίσως τον ήρωα του, αν θέλετε. Ο θείος Μπέτο εκφράζει το χιούμορ και τη χαρά της ζωής . Ο σκηνοθέτης εστιάζει πολύ στη σχέση του παιδιού με τον θείο, προβάλλοντας μια σημαντική ιδέα, ότι δεν πρέπει να χάνεται καμία ευκαιρία να χαρούν τις στιγμές, γιατί αυτός είναι και ο βασικός λόγος που κάνουν τον αγώνα τους. Αυτό είναι και το βασικό σημείο της αντιπαράθεσης με τον πατέρα του, που προσκολλημένος στις ανάγκες του αγώνα και στην προσπάθεια του να προστατευτούν παραμελεί το ρόλο του ως πατέρας. Η μουσική πάλι, έρχεται ζωντανή να κρατήσει την ταινία μακρυά από το μελόδραμα και συναινεί στην ομαλή εξιστόρηση της ιστορίας του Ερνέστο χωρίς να κάνει κοιλιά ή να κουράσει. Εκφράζει συχνά την αντίθεση των συναισθημάτων, στον μεγάλο πόνο έρχεται να δώσει την ευχάριστη νότα που δίνει κουράγιο και δύναμη στους πρωταγωνιστές.

Σε λένε Ερνέστο, λοιπόν. Χάρηκα πολύ για την γνωριμία!

“Whether by illegal internet download or regular movie ticket, make sure you see this movie. If nothing else, you will learn something you didn’t know before” (Taylor Dolven).

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *