Συνέντευξη: O Χρήστος Πυθαράς μιλά για την «Ευτυχία»
Τον Σεπτέμβριο, στο 22ο AIFF (Νύχτες Πρεμιέρας), γνωρίσαμε την “Ευτυχία”. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Χρήστου Πυθαρά, εισηγητή των σεμιναρίων του Filmschool. Η “Ευτυχία” αναφέρεται στην ιστορία της Άννας, μιας νέας κοπέλας που σταδιακά χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα και στρέφεται εναντίον των δικών της ανθρώπων. Η “Ευτυχία” συνέχισε το κινηματογραφικό της ταξίδι στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και λίγο πριν την επίσημη έξοδο της ταινίας στις 23 Μαρτίου συζητήσαμε μαζί του για την ιστορία της Άννας και την “ευτυχία” του να κάνεις κινηματογράφο στην Ελλάδα.
Ποιά ήταν η αφορμή για την δημιουργία της “Ευτυχίας”; Τι αποτέλεσε το κίνητρο για να κάνεις μια ταινία που μιλά για την μοναξιά του γυναικείου φύλου;
Η ταινία αυτή ξεκίνησε σαν μια μικρού μήκους, βασισμένη σε ένα σενάριο μιας σελίδας του Γιάννη Μακρυνόρη, με σκοπό να “ξεσκουριάσω” ύστερα από τρία χρόνια περίπου που είχα κάνει την τελευταία μου μικρού μήκους και να σκηνοθετήσω ένα σενάριο που είχα γράψει ο ίδιος, για πρώτη μεγάλου μήκους. Δουλεύοντας το σενάριο και αναπτύσσοντας το, συνειδητοποίησα, ότι για εμένα τουλάχιστον, υπήρχε το υλικό για μια μεγάλου μήκους αφήγηση, στα πρότυπα των ταινιών του Τσιώλη “Μια Τόσο Μακρινή Απουσία” και “…σχετικά με τον Βασίλη”. Παράλληλα, τύχαινε εκείνη την εποχή, να παρατηρώ συχνά στους δρόμους της πόλης, ανθρώπους να μονολογούν και να βυθίζονται σε μια δική τους φαντασιακή πραγματικότητα. Βασανισμένοι άνθρωποι που έμοιαζαν να έχουν βρει μια διαστρεβλωμένη λύτρωση, μέσα στα βάθεια του νου τους. Αυτοί οι χαρακτήρες με γοήτευαν πολύ και πολλές φορές τους ακολουθούσα ή τους έπιανα φιλική κουβέντα σε κάνα παγκάκι. Αυτό που συνειδητοποίησα, ήταν ότι αυτοί, που οι λογικοί, τους λένε τρελούς, δεν τα είχαν χαμένα, αλλά ανά στιγμές και συνθήκες, επικοινωνούσαν μια χαρά μαζί μου, έστω για λίγο, πριν βυθιστούν σε αυτό που μου έμοιαζε εν τέλει ένας προσωπικός τους χώρος ασφαλείας. Και κατάλαβα, ότι αυτό που οδήγησε πολλούς από αυτούς σε αυτήν την κατάσταση, ήταν μια ανυπόφορη μοναξιά, που όταν φτάσει σε ένα συγκεκριμένο όριο πίεσης, ο άνθρωπος αυτός για να προστατευτεί, έχει αυτήν την σχεδόν ενστικτώδη αντίδραση άμυνας, κάνοντας μια βουτιά στο μέσα του. Τα πράγματα μάλλον γίνονται πιο υποφερτά τότε. Απλά, κάποιοι άνθρωποι, είναι πιο ευαίσθητοι και άρα πιο ευάλωτοι. Η μοναξιά σφυροκοπάει το ίδιο γρονθοκόπημα, άντρας είσαι ή γυναίκα. Απλά, στην ιστορία μας, η μικρού μήκους ταινία στην οποία βασίστηκε η “Ευτυχία”, εξ’αρχής είχε μια υποπλοκή που αφορούσε έναν κεντρικό γυναικείο χαρακτήρα που εξυπηρετούσε ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό όχημα.
Η Άννα ξοδεύει πολύ χρόνο στα κοινωνικά δίκτυα. Παίζουν όμως τελικά ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας της Άννας;
Ναι, άμεσα. Πιστεύω, ότι όσο χρήσιμα είναι στην δικτύωση, ανταλλαγή πληροφοριών και ενημέρωση, άλλο τόσο σκευρώνουν την ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου που ασχολείται εκτενώς μαζί τους. Σκεφτείτε μια γυναίκα ή έναν άντρα παλιάς εποχής, να βλέπουν τον σύγχρονο τους, κουλουριασμένο πάνω από μια οθόνη για ώρες. Περίεργο θέμα, καταρχάς και σαν απεικόνιση ανθρώπου.
Η “Ευτυχία” είναι μια ταινία που “παίζει” με το μυαλό του θεατή της. Είναι η αντίδραση του θεατή στο μυαλό του σκηνοθέτη κατά την διάρκεια δημιουργίας της ταινίας;
Όχι. Όχι στο δικό μου μυαλό και όχι στο μυαλό κανενός σκηνοθέτη που μπορώ να σκεφτώ ότι εκτιμώ την δουλειά του. Με την έννοια, του να σκέφτεσαι αν η όποια σου σκηνοθετική απόφαση θα αρέσει ή όχι στον θεατή, και σύμφωνα με αυτήν την παράμετρο να την ορίζεις. Πάντως αυτό που σίγουρα έχω στο μυαλό μου όταν γυρίζω ένα πλάνο ή μια σκηνή, είναι τι θέλω να καταλάβει και / ή να νιώσει ο θεατής, που μπορεί πολλές φορές να είναι τελείως διαφορετικό από την πλοκή που μοιάζει να εξελίσσεται στην σκηνή.
Περιέγραψε μας την “Ευτυχία” με 5 + 1 λέξεις.
Κωμικοτραγική καθημερινότητα
Παράδοξο χιούμορ
Ανάγκη επαφής
Προσκόλληση στο παρελθόν
Θραύσματα ενός παζλ
Υποβόσκουσα απειλή
Ταινίες στην Ελλάδα της κρίσης. Μια αδύνατη αποστολή ή μια πρόκληση;
Πιθανολογώ ότι είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη, που μπορείς να κάνεις την “Ευτυχία”, από το στάδιο του development του σεναρίου ως την διανομή της, με 10.500 ευρώ.
Αυτό σημαίνει, 40+ μέρες γύρισμα, 1 χρόνος μοντάζ, όλο το post, υλικά διανομής και προώθησης. Και αυτό, το μηδαμινό ουσιαστικά budget, να μην αντικατοπτρίζεται στο τελικό φιλμ. Ακούγεται ανήκουστο, αυτή είναι όμως η πραγματικότητα της ταινίας.
Από την μία, αυτό είναι μια κινηματογραφική επίτευξη, βασισμένη σε μια σχεδόν αδυσώπητη επιμονή πολλών ανθρώπων για την ολοκλήρωση της ταινίας, από την άλλη σημαίνει επίσης, άνθρωποι απλήρωτοι έχοντας δουλέψει μέρες και μέρες, άπειρες χάρες, υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Νιώθω πως κάπως, είμαστε το αντικαθρέφτισμα του αμερικάνικου συστήματος. Ταινίες δεν έχει λογική να γίνονται με 10.000 ευρώ και δεν έχει λογική να γίνονται με 100.000.000 ευρώ.
Πώς βλέπεις την πορεία του Ελληνικού Κινηματογράφου;
Σχεδόν συναρπαστική. Για παράδειγμα, είδα στην Θεσσαλονίκη το “Νήμα” του Αλέξανδρου Βούλγαρη και με συγκλόνισε. Η καταβύθιση ενός χαρακτήρα στις μνήμες του και στις ανεπούλωτες πληγές του, με έναν τόσο γαμημένα προσωπικό τρόπο. Και ενώ η προηγούμενη ταινία του ίδιου σκηνοθέτη προσωπικά μου φάνηκε τελείως δύστροπη και απρόσιτη. Δε μπορώ παρά να το σεβαστώ αυτό, την εμμονή στην προσωπική κοσμοθεώρηση των πραγμάτων.
Εκτιμώ πολύ σκηνοθέτες όπως ο Ζουλάφσκι, ο Χάρμονι Κορίν, ο Νίκολας Ρεγκ και ο Ρεϊγιάδας, γατί έχουν υπάρξει ατρόμητοι στην προσωπική τους γραφή.
Υπάρχουν πολλοί νέοι σκηνοθέτες στην Ελλάδα, της ηλικίας μου και μικρότεροι, με προσωπικό βλέμμα και θάρρος να ακολουθήσουν άφοβα την δική τους αντίληψη των πραγμάτων. Μια γενιά, και μια παρέα από όσο ξέρω, γυναικών σκηνοθετριών που πρωτοστατούν σε μικρού και πλέον μεγάλου μήκους και άλλοι τόσοι σκηνοθέτες, καθιερωμένοι πλέον, με ενδιαφέρουσες ταινίες που διακρίνονται στο εξωτερικό. “Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού”, “Suntan”, “Interruption”, “Ίκαρος”, “Το μικρό ψάρι”, “Στο Σπίτι”, “Μικρή Άρκτος”, “Limbo”, “Ο Κύριος Π.”, “Μαασάι”. Ενδιαφέρουσες ταινίες, που ανοίγουν διάλογο με το κοινό του εξωτερικού, όπως αρμόζει στην φύσ
η της Τέχνης του Κινηματογράφου.
Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως είμαστε ακόμα ένα κλικ πίσω από τον κινηματογράφο της Ρουμανίας ή του Ιράν λόγου χάρη. Αυτό γιατί, δεν έχουμε βρει τον τρόπο να κρατάμε τα πράγματα απλά και ουσιαστικά στις αφηγήσεις μας. Μα κυρίως, υστερούμε ακόμα στην σκηνοθεσία ηθοποιών, μεγάλο μόνιμο αγκάθι του Ελληνικού Κινηματογράφου κατά την γνώμη μου. Είδα πρόσφατα τον “Εμποράκο” του Φαραντί και το “Άλλη μια χρονιά” του Μάικ Λι, και μου έπεσε το σαγόνι. Καμία ανάγκη για πιστόλια, φονικά, άντρες με κόκκινα μπουφάν και οποιαδήποτε ανάγκη αφηγηματικού οχήματος που ξεπερνά τις καθημερινές μας εμπειρίες. Απλοί άνθρωποι της διπλανή πόρτας και καταστάσεις καθημερινές και οικείες, που η ματιά του σκηνοθέτη και οι ερμηνείες των ηθοποιών τις κάνουν να βρωμάνε και να στάζουν τόση αλήθεια / πειστικότητα, που τις κάνεις τρομερά ενδιαφέρουσες, γιατί μπορείς να τις αντιληφθείς με τις αισθήσεις σου μα και με τις δικές σου εμπειρίες συνάμα.
Ο Ελληνικός Κινηματογράφος όμως είναι και η παραγωγή πίσω από τις ταινίες. Όταν έχεις 7-10 ενεργούς, πρόθυμους, ικανούς παραγωγούς, οι οποίοι συνήθως είναι δεσμευμένοι με 4-5 πρότζεκτ που τρέχουν για τα επόμενα τρία χρόνια, τα πράγματα ζορίζουν. Ένας σκηνοθέτης θέλει να σκηνοθετεί. Όπως στο μπάσκετ π.χ δεν σου αρκεί να παίζεις μια φορά τον μήνα αν αγαπάς το σπορ, και η προπόνηση του αθλήματος και οι συχνοί αγώνες σε κρατούν σε φόρμα, έτσι και στον κινηματογράφο, δεν είναι αρκετό να σκηνοθετείς μια ταινία κάθε τέσσερα χρόνια, αν είσαι τυχερός. Για αυτό στο εξωτερικό και κυρίως στην Αμερική, ο κάθε σκηνοθέτης είναι τόσο βιρτουόζος με την
κάμερα, παρόλο που πολλές φορές η ταινία του δεν έχει κάτι να πει. Τουλάχιστον, ένα μέρος της δουλειάς του τι σημαίνει να είσαι σκηνοθέτης, έχει μάθει να το χειρίζεται άψογα, γιατί εξασκείται διαρκώς πάνω σε αυτό.
Και επίσης, Ελληνικός Κινηματογράφος είναι και οι θεατές του. Εδώ είναι ο μεγάλος μου θυμός. Που δεν σηκώνει το σαρκίο του ο Έλληνας θεατής να πάει να δει τις ελληνικές ταινίες που βγαίνουν. Και τις κράζει χωρίς να τις δει, σαν κουλτουριάρικες και ψαγμένες ή δήθεν, λες και οι τρεις ταινίες για τις οποίες θα κόψει εισιτήριο να δει μέσα στον χρόνο, δεν είναι από απλά καλές και πεπατημένες στον τρόπο αφήγησης τους ταινίες, έως προκλητικά αποστράπτουσες τσιχλόφουσκες. Μέσα στις αδυναμίες του, ο νέος ελληνικός κινηματογράφος επιχειρεί από ταινία σε ταινία, να πραγματευτεί κάτι σημαντικό. Και είναι εξοργιστικό που το ευρύ φάσμα του κοινού, δεν δίνει καν ευκαιρία για να έχει προσωπική κρίση και άποψη. Βγάζω το καπέλο στον Παπακαλιάτη, που καταφέρνει με το μαγικό ραβδάκι του να κόψει 700.000 εισιτήρια, παρόλο που οι ταινίες του δεν μου λένε κάτι. Τον παραδέχομαι τον ίδιο. Απαιτώ όμως από τους 700.000 αυτούς θεατές, όταν βγει η επόμενη ταινία του Οικονομίδη, του Λυγίζου, του Γραμματικού, του Παπαδημητρόπουλου, της Τσαγγάρη, της Εξάρχου, του Αλεξίου κτλ, έστω μια από αυτές, να πάνε να την δουν. Όχι γιατί είναι αναγκαστικά ταινιάρες, σε καμία περίπτωση, μα γιατί εσωτερικά στην δομή τους, οι ταινίες αυτές επιθυμούν να επικοινωνήσουν κάτι που πιστεύουν ότι αφορά όλο το κόσμο. Αν ο Παπακαλιάτης κάνει 700.000 εισιτήρια λοιπόν, τότε οι προαναφερθέντες σκηνοθέτες πρέπει να κάνουν 70.000 με ασφάλεια. Δεν συμβαίνει όμως αυτό, ούτε κατά προσέγγιση. Για την “Ευτυχία”, σύμφωνα με τα δεδομένα της χώρας μας και της βιομηχανίας μας, το να κάνουμε 2.000 εισιτήρια μέσα σε μια εβδομάδα στην αίθουσα που θα ανοίξουμε, θεωρείται τρομερή επιτυχία. Από την άλλη, νοιώθει πολύ φτωχό αυτό, κατ’ εμέ. Αν αναλογιστούμε ότι αφιερώνουμε 3-4 χρόνια, σε μια απόπειρα να επικοινωνήσουμε κάτι που θεωρούμε σημαντικό (αυτόν τον πυρήνα που κουβαλά η ταινία, που υπερβαίνει την προσωπική ματαιοδοξία του κάθε δημιουργού της), το να ανοίξεις διάλογο με 2.000 ανθρώπους, δεν μοιάζει τόσο ικανοποιητικό στο τέλος της ημέρας. Σωστά;
Διδάσκεις τα τελευταία επτά χρόνια στο Filmschool.gr. Μετά την εμπειρία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας, ποια θα είναι η συμβουλή που θα έδινες στους νέους δημιουργούς.
Αφού δίνω και συμβουλές θα έλεγα “Κάντε αυτό που θέλετε, και πιέστε το να συμβεί, μέχρι να ματώσετε. Μα να ξέρετε τι θέλετε.” Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αν το νιώθετε, ότι αυτό είναι, αν σας κάνει να νιώθετε καλά, επιμείνετε μέχρι να συμβεί. Στο τέλος της ημέρας, μόνο εσείς θα ξέρετε.
Μα η πιο ώριμη συμβουλή μου, προτροπή μου, επιλέξτε τους κατάλληλους ανθρώπους για συνεργάτες. Αυτοί θα δώσουν μορφή στην ταινία σας. Αν η επιλογή σας είναι σωστή, το ταξίδι προβλέπεται αρκετά ομαλό και ευχάριστο συνάμα.
Η “Ευτυχία” θα προβάλλεται απο τις 23 Μαρτίου στον Κινηματογράφο Αλεξάνδρα Europa Cinemas, Πατησίων 77.