ΕΠΙΚΑΙΡΑ

«Ιρανική Άνοιξη» στην ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης 1-5 Μαΐου

Ο σύγχρονος ιρανικός κινηματογράφος, κοινωνικός, πολιτικός, βαθιά ουμανιστικός, επαναπροσδιορίζει βασικές έννοιες, με τη ματιά δημιουργών που δε διστάζουν να γίνουν αιχμηροί όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις, αλλά και συγκινητικοί όταν το επιτρέπει το θέμα τους. Η θέση της γυναίκας στο Ιράν, τα παιδιά, κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές, παραδόσεις, όλα έρχονται στο προσκήνιο, μέσα από το αφιέρωμα «Ιρανική Άνοιξη» που πραγματοποιείται στην Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης.

O κύκλος / Ο άνεμος θα μας πάρει / Τι απέγινε η Έλι; / Persepolis

 Το αφιέρωμα θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 1 Μαΐου έως και την Κυριακή 4 Μαΐου 2014 στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος (Μουσείο Κινηματογράφου – Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α’, Λιμάνι). Στο πλαίσιο του αφιερώματος στο ιρανικό σινεμά, στο βιβλιοπωλείο του φεστιβάλ θα διατίθενται, μεταξύ άλλων, σε προσφορά σχετικές εκδόσεις, όπως οι: Abbas Kiarostami, Abbas Kiarostami: The Roads & Untitled και ένα συλλεκτικό έντυπο της Εβδομάδας Ιρανικού Κινηματογράφου.

* Όλες οι ταινίες του αφιερώματος έχουν αποσπάσει σημαντικά βραβεία σε μεγάλα φεστιβάλ: Ο κύκλος κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας, Ο άνεμος θα μας πάρει κέρδισε το Mεγάλο Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας, το Τι απέγινε η Έλι; Απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ το Persepolis κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών.

* Το Ιρανικό Υπουργείο Πολιτισμού, διαμαρτυρήθηκε έντονα στη Γαλλική Πρεσβεία της Τεχεράνης, ενάντια στην επιλογή της ταινίας Persepolis να προβληθεί στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα στο 60ο Φεστιβάλ Καννών το 2007, διότι «η ταινία παρουσιάζει μια μη ρεαλιστική εικόνα των συνεπειών και των επιτευγμάτων της ισλαμικής επανάστασης».

* Το Τι απέγινε η Ελί, είναι μια συναρπαστική, γεμάτη δραματική ένταση ταινία, ένα «θρίλερ» συναισθημάτων, που καταγράφει το συντηρητισμό, την υποκρισία και τις δυσλειτουργίες της μεσαίας τάξης στη σύγχρονη αστική κοινωνία του Ιράν.

Πρόγραμμα προβολών:

ΠΕΜΠΤΗ 1/5/14:
19.00 Persepolis
21.30 Ο κύκλος

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 2/5/14:
19.00 Τι απέγινε η Έλι;
21.30 Ο άνεμος θα μας πάρει

ΣΑΒΒΑΤΟ 3/5/14:
19.00 Ο κύκλος
21.30 Τι απέγινε η Έλι;

ΚΥΡΙΑΚΗ 4/5/14:
19.00 Ο άνεμος θα μας πάρει
21.30 Persepolis

Ο κύκλος 

Σκηνοθεσία: Τζαφάρ Παναχί (Ιράν, Ιταλία, Ελβετία 2000)
(Χρυσό Λιοντάρι Φεστιβάλ Βενετίας & Βραβείο της Fipresci)

Τρεις γυναίκες βγαίνουν από τη φυλακή με προσωρινή άδεια. Η ανάγκη τους για εξεύρεση χρημάτων, προκειμένου να ξεφύγουν από την ταπεινωτική και εξευτελιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, θα τις οδηγήσει σε απελπισμένες κινήσεις. Η μία, χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα και υποχρεωτική αντρική «συνοδεία» για το ταξίδι που θέλει να κάνει, πρέπει να πει ψέματα και να ικετεύσει, μόνο και μόνο για να μπορέσει να αγοράσει ένα εισιτήριο για το λεωφορείο που θα την οδηγήσει μακριά από την πόλη. Η άλλη, ανύπαντρη, που είναι έγκυος σκοπεύει να κάνει έκτρωση, αλλά αντιμετωπίζει την εκδίωξή της από το πατρικό της σπίτι και απειλές από τα αδέλφια της ότι θα την σκοτώσουν αν το επιχειρήσει.

Ο Κύκλος του πολυβραβευμένου Τζαφάρ Παναχί, αποτελεί μια συγκλονιστική μαρτυρία, για την ζωή των γυναικών στο Ιράν. Αυτή η ταινία, βραβευμένη με το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2000 και απαγορευμένη στο Ιράν, περιγράφει τις παράλληλες πορείες τριών γυναικών, στην αστυνομοκρατούμενη και ισλαμοκρατούμενη Τεχεράνη. Οι ηρωίδες, θύματα μιας παράλογης νομοθεσίας, που έχει θέσει ολόκληρο το γυναικείο φύλο σε κατάσταση διωγμού, βγαίνοντας από την φυλακή βρίσκονται εγκλωβισμένες σε μια χώρα που δεν είναι παρά μια άλλη απέραντη «ανοιχτή» φυλακή, αφού όταν είσαι γυναίκα στο Ιράν τα πάντα απαγορεύονται -ακόμα και να καπνίσεις ένα τσιγάρο στο δρόμο. Ποτέ δεν μαθαίνουμε για ποιο λόγο αυτές οι γυναίκες βρέθηκαν στη φυλακή, ούτε ποτέ εξακριβώνουμε την πιθανή ενοχή ή αθωότητά τους, καθώς ζουν σ’ έναν κόσμο διαρκούς επιτήρησης,νομοτελειακής, σχεδόν αρχέγονης ανισότητας και αποκλεισμού. Η κάμερα του σκηνοθέτη με ρεαλιστική δύναμη και αφηγηματική τόλμη (παρ)ακολουθεί τις ηρωίδες του στις αδιέξοδες διαδρομές και συναντήσεις τους, μέσα στους δρόμους της πόλης, την απεγνωσμένη αναζήτηση σημείων διαφυγής από μια κοινωνία ακραίας καταπίεσης και ολοκληρωτισμού. Οι προσωπικές ιστορίες τους καθώς εναλλάσσονται, δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο αδικίας, κοινωνικού αποκλεισμού, διακρίσεων, ανισοτήτων και παροιμιώδους καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Τζαφάρ Παναχί, με μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία, δημιουργεί μέσα από το σχήμα του κύκλου -το οποίο συνεχώς επαναλαμβάνεται μέσα στην ταινία- έναν κλειστό χώρο, εγκλωβίζοντας τις ηρωίδες του σ΄ έναν αποπνικτικό κόσμο που βρίσκεται υπό αδιάκοπη επιτήρηση, με προαιώνιες ανισότητες που επιβάλλουν οι μεσαιωνικοί θρησκευτικοί κανόνες. Αυτός όμως, ο ασφυκτικός κόσμος επιτήρησης και εκφοβισμού δεν μπορεί να εξαλείψει την αδάμαστη θέληση, τη δύναμη και το κουράγιο αυτού του «κύκλου των χαμένων γυναικών». Η ασήμαντη -αλλά τόσο θαρραλέα- πράξη της τελευταίας γυναίκας του «κύκλου», το άναμμα ενός τσιγάρου, είναι μια πράξη εξέγερσης, συνειδητής αντίστασης, ένα μήνυμα ελπίδας. Ίσως τελικά ο αποτρόπαιος κύκλος μπορεί να σπάσει.

 

Ο άνεμος θα μας πάρει

Σκηνοθεσία: Αμπάς Κιαροστάμι, (Ιράν-Γαλλία 1999)
(Mεγάλο Ειδικό βραβείο της Επιτροπής Φεστιβάλ Βενετίας & Βραβείο της Fipresci)

 Ένα τζιπάκι κατευθύνεται στο Σια Νταρέχ, ένα χωριουδάκι κάπου στο ιρανικό Κουρδιστάν. Το ταξίδι είναι μακρινό και δύσκολο. Οι ταξιδιώτες-ένα τηλεοπτικό συνεργείο- έχουν ως σκοπό να καταγράψουν μια παραδοσιακή κηδεία, την τελετουργία του πένθους και το μοιρολόι αμέσως μετά τον επικείμενο θάνατο μιας γυναίκας εκατό ετών. Όταν φτάνουν στον προορισμό τους, ο Μπεχζάντ, επικεφαλής της ομάδας, λέει στον εντεκάχρονο Φορζάντ, ένα παιδί του χωριού που τους περιμένει και αναλαμβάνει να τους εξυπηρετεί και να τους ενημερώνει για την πορεία της υγείας της υπέργηρης γυναίκας, ότι εάν να τον ρωτήσουν οι συγχωριανοί του τι θέλουν εκεί, να τους πει ότι ψάχνουν κάποιο χαμένο θησαυρό. Όμως, η ετοιμοθάνατη, γυναίκα δε λέει να πεθάνει, και στις μέρες που ακολουθούν, παρακολουθούμε τον Μπεχζάντ, ο οποίος περιμένοντας να συμβεί το μοιραίο, περιπλανιέται άσκοπα, ενώ η ζωή στο χωριό συνεχίζεται αδιατάρακτα με τους κανονικούς της ρυθμούς. Κάποια στιγμή οι υπόλοιποι του συνεργείου αποχωρούν και ο επικεφαλής μένει μόνος. Ο Μπεχζάντ, άνθρωπος της πόλης αδιάφορος και υπερόπτης, προσπαθεί βαριεστημένα να επικοινωνήσει με τους ντόπιους, χωρίς ουσιαστικά να νοιάζεται πραγματικά γι’ αυτό. Επιπλέον, συνεχή τηλεφωνήματα στο κινητό του τον αναγκάζουν να διασχίζει το χωριό προκειμένου να φτάσει στην κορυφή ενός λόφου, όπου βρίσκεται το νεκροταφείο και είναι το μοναδικό σημείο που έχει σήμα. Εκεί, πιάνει κουβέντα μ’ έναν άνθρωπο που σκάβει μια βαθιά τρύπα στο χώμα και τον οποίο δεν βλέπει ποτέ. Ένα πρωί ανακαλύπτει πως ένας όγκος από χώμα έχει πλακώσει τον άνθρωπο που σκάβει. Τρέχει στο χωριό για βοήθεια και παραχωρεί το τζιπ για να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Έχοντας μείνει μόνος στην κορυφή του λόφου, ζητά από έναν ηλικιωμένο άνδρα που είναι γιατρός και περνά με το μηχανάκι του να τον πάρει από κει. Ο Μπεχζάντ συνομιλώντας μαζί του, για πρώτη φορά βλέπει πραγματικά την ομορφιά του τοπίου και μαγεύεται. Ο γερο-γιατρός του απαγγέλλει ποιήματα και του λέει ότι ο άνθρωπος πρέπει να κυνηγά τη στιγμή, να ζει μέρα με τη μέρα, να απολαμβάνει την ομορφιά της ζωής και της φύσης και να μην νοιάζεται για τον θάνατο, αφού τίποτα δεν πεθαίνει, καθώς τα πάντα μετασχηματίζονται σε κάτι άλλο. Ένας πνευματικός και ηθικός επαναπροσανατολισμός συντελείται στο εσωτερικό του Μπεχζάντ.

Λέει ο Αμπάς Κιαροστάμι «…Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εκεί, κατάλαβα ότι αυτό ήταν το μέρος που έψαχνα. Μου πήρε δύο χρόνια για να το βρω. Είχα ταξιδέψει σ’ όλες τις επαρχίες του Ιράν, εκτός από το Κουρδιστάν και ήμουν πολύ περίεργος να δω αυτό που για μένα ήταν μονάχα μια λέξη πάνω στο χάρτη. Εντυπωσιάστηκα όχι μονάχα από το εκπληκτικό σε ομορφιά τοπίο, αλλά και από τη ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής μέσα στην οποία ζούσαν οι άνθρωποι. Δεν είχαν ιδέα τι ήταν ο κινηματογράφος και το μόνο που έκαναν ήταν να εργάζονται-αδιάκοπα. Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες για να τους πείσουμε ν’ αφήσουν, έστω και για λίγο, τη δουλειά στα χωράφια για να ‘’παίξουν’’ στην ταινία… Δεν μπορούσα να διευθύνω τους ‘’ηθοποιούς’’ όπως ήθελα, γιατί ο καθένας σκεφτόταν τις γεωργικές ασχολίες του, τις οποίες θεωρούσε πολύ πιο σημαντικές από τα γυρίσματα. Απ΄ την άλλη μεριά βέβαια, υπήρχε το πλεονέκτημα ότι κανείς δεν νοιαζόταν για την παρουσία της κινηματογραφικής κάμερας. Ήταν όλοι άνετοι και ήρεμοι…»

 

Τι απέγινε η Έλι;

Σκηνοθεσία: Ασγκάρ Φαραντί (Ιράν, Γαλλία, 2009)
(Αργυρή Άρκτος Φεστιβάλ Βερολίνου, Βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ της Tribeca)

Μετά από πολλά χρόνια στη Γερμανία, ο Αχμάντ ξαναγυρίζει στην Τεχεράνη και οι παλιοί φίλοι του και συμφοιτητές από το πανεπιστήμιο, επαγγελματικά βολεμένοι οικογενειάρχες, μεσοαστοί πια, οργανώνουν προς τιμήν του μια τριήμερη εκδρομή στην Κασπία Θάλασσα. Τελικά η παρέα καταλήγει σε ένα παλιό σπίτι δίπλα στη θάλασσα και η διασκέδαση αρχίζει αμέσως, καθώς όλοι συμμετέχουν στο σχέδιο της Σεπιντέχ, που έφερε μαζί της τη νεαρή και όμορφη νηπιαγωγό Ελί, δασκάλα της μικρής κόρης της, με την ελπίδα ότι θα «τα φτιάξει» με τον πρόσφατα χωρισμένο Αχμάντ. Ύστερα από ένα ήρεμο και ειδυλλιακό ξεκίνημα, οι διακοπές μετατρέπονται σε εφιάλτη όταν ξαφνικά η Ελί εξαφανίζεται. Τα μέλη της ομάδας, που φοβούνται πως πνίγηκε προσπαθώντας να σώσει ένα από τα παιδιά που κινδύνεψε στη θάλασσα, αρχίζουν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο και το γεγονός φέρνει μεγάλη αναστάτωση και ταραχή στην παρέα.

 Αυτό που αρχίζει σαν ανέμελη περιπέτεια, καταλήγει σε τραγωδία με απροσδόκητες συνέπειες. Αίφνης, η ταινία από κοινωνική ηθογραφία μετατρέπεται σε δράμα, με επίκεντρο τη γυναίκα και πλαίσιο τον θεσμό της οικογένειας στο σημερινό Ιράν. Η εξαφάνιση της Ελί θα πυροδοτήσει μια σειρά δραματικών εξελίξεων και θα βγάλει στη επιφάνεια μια σειρά από μυστικά και ψέματα που γίνονται μπούμερανγκ, αναδεικνύοντας τις αδυναμίες, τις στρεβλώσεις, τις αγκυλώσεις και τα προβλήματα της ιρανικής οικογένειας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Η αποκάλυψη του μυστικού της Ελί (ότι ήταν αρραβωνιασμένη) και η συνειδητοποίηση πως ήταν εντελώς άγνωστη (κανείς δεν ξέρει το επώνυμό της, ή το τηλέφωνό της, ούτε γνωρίζουν κάτι για την οικογενειακή της κατάσταση) προκαλεί τριβές και συγκρούσεις ανάμεσα στα ζευγάρια της παρέας και βάζουν σε βαθιά κρίση τις αξίες της φιλίας και της εμπιστοσύνης. Κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια της επιτυχίας, της οικονομικής άνεσης και μιας επίπλαστης ευτυχίας κρύβονται βαθιά συντηρητικές δομές, που εμποδίζουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και τους οδηγούν μοιραία στο ψέμα, με καταστροφικές συνέπειες. Το Τι απέγινε η Ελί, είναι μια συναρπαστική, γεμάτη δραματική ένταση ταινία, ένα «θρίλερ» συναισθημάτων, που καταγράφει το συντηρητισμό, την υποκρισία και τις δυσλειτουργίες της μεσαίας τάξης στη σύγχρονη αστική κοινωνία του Ιράν. Η εξαιρετική ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων, η σοφή κλιμάκωση της δράσης και ο δεξιοτεχνικός χειρισμός των σιωπών, των εσωτερικών εντάσεων και των συγκρούσεων ανάμεσα στα πρόσωπα, είναι ένα κινηματογραφικό μάθημα αφηγηματικής οικονομίας, που επιβεβαιώνει το τεράστιο ταλέντο του Ασγκάρ Φαραντί, ο οποίος δύο χρόνια μετά θα κερδίσει πανάξια το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας με τον αριστουργηματικό Χωρισμό. Εξαιρετικές οι ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών.

Persepolis

Σκηνοθεσία: Βίνσεντ Παρονό, Μαρτζιάν Σατραπί (Γαλλία, ΗΠΑ, 2007)
(Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής Φεστιβάλ Καννών, Βραβεία Σεζάρ καλύτερης ταινίας, καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου και καλύτερης πρώτης ταινίας, Βραβεία καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας από το Βρετανικό Ινστιτούτο κινηματογράφου)

 Στην Τεχεράνη της δεκαετίας του 1970, η μικρή Mαρζιάν μεγαλώνει σε μια προοδευτική οικογένεια που επιθυμεί την κοινωνικοπολιτική αλλαγή, παρατηρώντας με την αθωότητα του μικρού παιδιού τα κακώς κείμενα της κοινωνίας της και βιώνει την Ισλαμική Επανάσταση του Χομεϊνί και την ανατροπή του παλιού διεφθαρμένου καθεστώτος του Σάχη. Αρνείται όμως να συμβιβαστεί με τη νέα τάξη πραγμάτων του μισαλλόδοξου θρησκευτικού φανατισμού και στην αρχή της εφηβείας της, φυγαδεύεται στην Αυστρία, για ασφάλεια, από τους ίδιους τους γονείς της. Εκεί, γνωρίζει από πρώτο χέρι τα καλά και τα κακά της ευρωπαϊκής κουλτούρας, μορφώνεται, κινδυνεύει να πεθάνει στο δρόμο και επιστρέφει στο σπίτι της μετά από λίγα χρόνια, πιο συνειδητοποιημένη, για να αντιμετωπίσει εκ νέου τη στυγνή πραγματικότητα της ισλαμικής Τεχεράνης και για να ξαναφύγει απογοητευμένη, ακόμα μια φορά από τη χώρα της, αυτή τη φορά, στο Παρίσι.

Η ταινία κινουμένων σχεδίων Περσέπολις είναι η κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης και αυτοβιογραφικής, κόμικς ιστορίας της ιρανής σκηνοθέτιδας και εικονογράφου Μαρζιάν Σατραπί, που συν-σκηνοθετεί και συν-υπογράφει το σενάριο με τον Βενσάν Παρονό. Μέσω μιας λιτής και ουσιαστικής αφήγησης, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς, και διατηρώντας ακέραιο το χιούμορ της, παρά την τραγικότητα των καταστάσεων που περιγράφονται, η ταινία εξελίσσεται σε μια ιρανική ιστορικο-κοινωνική-πολιτική τοιχογραφία τριών και πλέον δεκαετιών. Ανθρώπινο, αστείο και συγκινητικό, το Περσέπολις εκτός από ένας ύμνος σε πανανθρώπινες αξίες όπως η ελευθερία, η αντίσταση στην φαυλότητα και στην αδικία, η αξιοπρέπεια και η ακεραιότητα είναι ταυτόχρονα μια ειλικρινής και αφοπλιστική ιστορία ενηλικίωσης και γυναικείας χειραφέτησης. Μια ιστορία που είναι πρωτίστως μια εκ βαθέων εξομολόγηση, παρά μια στεγνή πολιτική καταγγελία. Το Ιρανικό Υπουργείο Πολιτισμού, διαμαρτυρήθηκε έντονα στη Γαλλική Πρεσβεία της Τεχεράνης, ενάντια στην επιλογή της ταινίας να προβληθεί στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα στο 60ο Φεστιβάλ Καννών το 2007, διότι «η ταινία παρουσιάζει μια μη ρεαλιστική εικόνα των συνεπειών και των επιτευγμάτων της ισλαμικής επανάστασης». Αυτό βέβαια δεν πτόησε την Επιτροπή από το να βραβεύσει την ταινία με το Μεγάλο Ειδικό της Βραβείο.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *