Το Πεπρωμένο της Τζούπιτερ (Jupiter Ascending)
Η Τζούπιτερ Τζόουνς (Μίλα Κούνις), κόρη ενός Άγγλου επιστήμονα και μίας Ρωσίδας καθηγήτριας, βρίσκεται στο Σικάγο να καθαρίζει σπίτια. Ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή, η οποία δεν είναι και πολύ μακριά… Χωρίς να το ξέρει η ενδοοικογενειακή σύγκρουση μίας πανίσχυρης οικογένειας εξωγήινων για τον έλεγχο της Γης θα οδηγήσει στην… ίδια. Η Τζούπιτερ θα βρεθεί κυνηγημένη, με σύμμαχό της τον Κέιν, έναν τύπου εξωγήινο λυκάνθρωπο και θα μάθει ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για πολύ σπουδαίο πρόσωπο. Το ταξίδι της θα την οδηγήσει από τους δρόμους του Σικάγο σε μακρινούς Γαλαξίες.
Είναι μία από τις ταινίες που δυσκολεύομαι να βαθμολογήσω. Πρόκειται για μία ταινία που παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της; Ο πρότερος βίος των αδελφών Ουατσόφσκι θα έλεγε πως μάλλον ναι, καθώς δεν αυτοσαρκάζονται συχνά. Άλλες φορές είσαι σίγουρος ότι η ταινία σε «τρολάρει». Όπως για παράδειγμα όταν ο Κέιν λέει στην Τζούπιτερ ότι είναι μισός Λύκος και εκείνη του απαντά ότι λατρεύει τα σκυλιά! Ή στην περίπτωση του Έντι Ρεντμέιν, ενός υπέροχα κιτς κακού.
Στην ταινία υπάρχουν ψήγματα και της φιλοσοφίας του Matrix, αλλά και του Cloud Atlas. Η συνέχεια της ύπαρξης, ο χρόνος ως μόνη πολύτιμη συνιστώσα (και εμπορικά) σε μία προηγμένη κοινωνία, ο Εκλεκτός που στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να είναι τίποτα σπουδαίο.
Αντιθέτως, όμως, με το Matrix, το πρόβλημα βρίσκεται παντού: στο σενάριο, τους χαρακτήρες και φυσικά τις ερμηνείες. Ο Νίο και η Τρίνιτι στο Matrix αλληλοσυμπληρώνονταν, δύο δυναμικοί χαρακτήρες, κομμάτια του ίδιου παζλ. Στην περίπτωση του Πεπρωμένου της Τζούπιτερ, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο. Η Τζούπιτερ είναι μία κοπέλα που περιμένει να τη σώσει ο ήρωας. Και πόσες φορές να συμβεί αυτό.
Στην ταινία συμβαίνει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά. Κυνηγάνε την Τζούπιτερ και τον Κέιν, ξεφεύγουν. Η Τζούπιτερ συναντά κάθε ένα από τα αδέλφια Αμπράσαξ, έχει μία συνομιλία/σύγκρουση μαζί τους και στη συνέχεια περιμένει από τον Κέιν να έρθει να τη σώσει.
Φαντάζει σχεδόν παιδική στη σύλληψή της και ίσως με έφηβους πρωταγωνιστές να ήταν πιο ταιριαστή. Βέβαια δεν θα ήταν τόσο καλτ με τα μεγάλα αγάλματα των θεών και τα θέματα του Μπάλεμ (Έντι Ρεντμέιν) με τη μαμά του.
Οπτικά η ταινία είναι ένα υπέροχο ζαχαρωτό με δεκάδες στρώσεις γεύσεων. Τα γαλαξιακά ταξίδια, οι νέοι πλανήτες και οι κόσμοι που έχουν φανταστεί οι αδελφοί Ουατσόφσκι, ακόμα και μεμονωμένες σκηνές (όπως μία σκηνή γάμου που είναι όλη ντυμένη στα λευκά), προκαλούν τον δικαιολογημένο θαυμασμό του θεατή. Μα πώς το έκαναν αυτό; Μετά τις απαιτήσεις του Cloud Atlas, το Jupiter Ascending ήταν μάλλον εύκολο εγχείρημα.
Αν και δεν πρόκειται για ταινία που οι ερμηνείες βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, δεν μπορούμε παρά να σχολιάσουμε: Πόσο γραφικός ο Έντι Ρεντμέιν; Πού να ήξερε ότι η Θεωρία των Πάντων θα διεκδικούσε Όσκαρ και ο ίδιος θα ήθελε να κάψει την κόπια του Τζούπιτερ να μην την δει κανείς από τους ψηφοφόρους της Ακαδημίας. Ο Τσάνινγκ Τάτουμ είναι εντελώς ανέκφραστος (σε σημείο να νομίζεις ότι μπορεί να έπαθε καμιά ψύξη και να μην μπορεί να κουνήσει το πρόσωπό του), ενώ τη Μίλα Κούνις τη βλέπουμε ξανά σε ρόλο καθαρίστριας (την είχαμε δει και στο The Third Person με τον Λίαμ Νίσον) και μοιάζει να μην έχει καταλάβει ότι παίζει σε φαντασμαγορική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αλλά σε φτηνό φωτορομάντσο.
Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, βέβαια, η ώρα περνάει και είμαι σίγουρη ότι σε δέκα χρόνια από τώρα θα λέμε ότι η ταινία είναι καλτ.
Τελικά να τη δω;
Τι να σας πω; Κάντε ό,τι σας φωτίσει ο Θεός… Μπορεί και να το απολαύσετε…