Η Απαγωγή του κυρίου Χάινεκεν (Kidnapping Mr. Heineken)
Το 1983 μία παρέα φίλων αποφάσισε να στραφεί στο έγκλημα και να απαγάγει έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους, τον κληρονόμο της αυτοκρατορίας της μπύρας, Φρέντι Χάινεκεν.
Όπως αγαπάει το σινεμά, η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Η παρέα φίλων δεν καταφέρνει να πάρει δάνειο από την τράπεζα για να στηρίξει την επιχείρησή της και παίρνει μία ακραία απόφαση. Οι ερασιτέχνες απαγωγείς αποδεικνύονται πολύ περισσότερο έξυπνοι και προνοητικοί από τους επαγγελματίες αν και η ανησυχία για το εάν θα τους τσακώσουν βρίσκεται στα ύψη.
Παρ’ όλο που εκτυλίσσεται στην Ολλανδία, η ταινία είναι γυρισμένη στα αγγλικά, με Βρετανούς ηθοποιούς. Τόσο μπερδεύεται ο θεατής που μέχρι να καταλάβει ότι η ταινία λαμβάνει χώρα στο Άμστερνταμ, νομίζει ότι βρίσκεται στο Λονδίνο! Διαφωνώ με αυτή την επιλογή, η οποία έχει ως μοναδικό στόχο να προσελκύσει ένα κοινό που δεν θα έβλεπε μία ταινία στα ολλανδικά. Και πετά από το παράθυρο οποιονδήποτε ρεαλισμό.
Αυτό, τελικά, είναι το μικρότερο πρόβλημα μιας ταινίας με αδιάφορους και σχηματικούς χαρακτήρες, όχι ιδιαίτερα συναρπαστική με μόνο καλό στοιχείο την εμφάνιση του Άντονι Χόπκινς ως Χάινεκεν.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας –με εξαίρεση τον Χόπκινς- είναι τουλάχιστον αδιάφοροι. Παρά την ένταση που δημιουργείται -και στις σχέσεις των ανδρών-, ένταση η οποία θα έπρεπε να βρίσκεται στα ύψη, αυτή η αίσθηση δεν δημιουργείται στον θεατή. Ούτε η αίσθηση σασπένς. Η Απαγωγή του κυρίου Χάινεκεν θα μπορούσε να έχει γυριστεί κατευθείαν για την τηλεόραση, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος να προβληθεί η ταινία στα σινεμά (και κανένας λόγος να τη δούμε).
Αν και η πρώτη σκηνή της ταινίας, μία συζήτηση ανάμεσα στον Χάινεκεν και έναν από τους απαγωγείς, αφήνει να εννοηθεί ότι ο απαχθείς μπορεί να επηρεάζει περισσότερο τους απαγωγείς του, οι… ελπίδες αυτές σύντομα διαψεύδονται, καθώς ο Χάινεκεν εμφανίζεται στο μέσο περίπου της ταινίας και από εκεί και πέρα τον βλέπουμε ελάχιστα. Κρίμα, γιατί είναι ο μόνος που φαίνεται να διασκεδάζει όλη αυτή την ιστορία (περισσότερο και από τον ίδιο τον θεατή).
Οι Τζιμ Στέρτζες και Σαμ Γουόρθινγκτον, οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, δεν είναι κακοί, αλλά ο θεατής αδυνατεί να καταλάβει για ποιο λόγο κάνουν αυτά που κάνουν. Γιατί ο χαρακτήρας του Γουόρθινγκτον είναι τόσο οργισμένος; Γιατί εκείνος του Στέρτζες κινείται από το ψυχωτικό στο αδύναμο, στο εγκληματικό μυαλό και πάλι πίσω; Ερωτήματα που στον θεατή δεν θα απαντηθούν ποτέ.
Εάν προσθέσετε στο αδύναμο σενάριο και μία αδιάφορη σκηνοθεσία, το μόνο που μένει είναι ωραίες τοποθεσίες και η ατμόσφαιρα των αρχών της δεκαετίας του 1980.
Τελικά να τη δω;
Προτιμήστε μια μπύρα και δείτε την καλύτερα στην τηλεόραση όταν προβληθεί.