ΘΕΜΑΤΑΣινέ εμπειρίες

Κινηματογραφικές εμπειρίες: Αναζητώντας τη χαμένη (μεγάλη) οθόνη

Γράφει ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος*

«Έβλεπα ώσπου τα μάτια μου μάτωσαν». Έτσι τιτλοφόρησε η κορυφαία κριτικός των New York Times Manohla Dargis το κείμενό της (https://www.nytimes.com/2020/12/03/movies/best-movies.html) για την κινηματογραφική ανασκόπηση του 2020, συνοψίζοντας το σινεφιλικό οξύμωρο της χρονιάς. Πώς δηλαδή όλοι μας, τη στιγμή που το κλείσιμο των σινεμά σήμανε τον κατακερματισμό της έννοιας της θέασης ως συλλογική εμπειρία, παρόλα αυτά βρεθήκαμε να περνάμε περισσότερο χρόνο από ποτέ μπροστά από μια οθόνη βλέποντας ταινίες.

Νιώσαμε όμως το ίδιο, παρότι συναναστρεφόμαστε καθημερινά με μια απύθμενη πληθώρα φιλμ, όντας στο σπίτι αντί για ένα σινεμά; Σίγουρα όχι. Γιατί, απλούστατα, η οικειότητα του προσωπικού χώρου αποτρέπει τη δύναμη μιας ταινίας να προκαλεί δέος. Αλλάζουμε πλευρό, δεν αλλάζουμε διάθεση ώστε να δοθεί χώρος στην κινούμενη εικόνα να κάνει τα μαγικά της. Με τη προϋπόθεση, βέβαια, να μην έχουν προλάβει οι πλείστοι αντιπερισπασμοί να κλέψουν την προσοχή μας. Φυσικά, ένα αριστούργημα θα είναι πάντα ένα αριστούργημα, σ’ αυτό δε χωρά αμφιβολία. Όμως στη σκοτεινή αίθουσα ενεργοποιείται η επιδραστική ισχύς του, εκεί η θέαση ανάγεται σε εμπειρία. Όταν μας φέγγει μονάχα η δέσμη του προβολέα, είμαστε ταυτόχρονα εκτεθειμένοι αλλά και υπό την προστασία που προσφέρει το ημίφως. Σα να είμαστε σε μια κρυψώνα – ψευδαίσθηση,  οι σκέψεις ακούγονται πιο ηχηρά και τα συναισθήματα πολλαπλασιάζονται. Για δύο ώρες δεν υπάρχει τίποτα άλλο, πέρα από εσένα και τη μεγάλη οθόνη, κάτι πολύτιμα απελευθερωτικό όταν μονίμως στο κινητό δονούν notifications. Αυτό μου λείπει όσο λίγα άλλα αυτήν την περίοδο. Ο καφές περιμένοντας την πρώτη πρωινή προβολή στην αγαπημένη θέση μου στο Ιντέαλ -διαφορετική σε κάθε σινεμά, ανάλογα την αίθουσα- και ο ενθουσιασμός όταν πέφτουν οι τίτλοι αρχής. Η αίσθηση γνώριμης θαλπωρής βγαίνοντας στην Πανεπιστημίου, μετά από μια όμορφα γεμάτη ταινία. Την τελευταία φορά που βρέθηκα σε κινηματογραφική προβολή, πάνε μήνες πια, μου έκανε εντύπωση ότι ένιωσα κάτι που είχε να μου συμβεί από παιδί. Όταν η έξοδος για σινεμά ήταν εξαιρετικής, σχεδόν υπερβατικής σημασίας, γεγονός. Τότε λοιπόν, όταν άνοιγε η πόρτα του Village στο Μαρούσι για να βγούμε στα σιντριβάνια, θυμάμαι ένα έντονο πλην ακαθόριστο αίσθημα μελαγχολίας να με γεμίζει, μπλεγμένο με τη σιγουριά πως πρόκειται να βρέξει (σπανίως συνέβαινε). Ούτε τότε κατάφερα να το εξηγήσω, αλλά ούτε και τώρα που συνέβη ξανά. Το μόνο για το οποίο ήμουν σίγουρος αυτή τη φορά, είναι πως δεν έχει υπάρξει στιγμή που το σινεμά να μην καταφέρνει να με συγκινεί. Κάνοντας έτσι αφόρητη την προσμονή που οι προβολείς θα ανάψουν ξανά.

*Ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος είναι κριτικός κινηματογράφου στο Αθηνόραμα.

Η φωτογραφία του κειμένου είναι από το κόμικ Φεστιβάλ του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, των Γιώργο Γούση, Παναγιώτη Πανταζή και Γεωργίας Ζάχαρη.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *