Λανς Έντμαντς: Ο σκηνοθέτης του Bluebird μιλά στους Cinεπιβάτες
Σε μια μικρή κωμόπολη στο Μέιν, μια οικογενειακή τραγωδία ετοιάζεται να λάβει χώρα. Ένα αγόρι μένει κλειδωμένο σε ένα σχολικό ένα πολύ κρύο χειμωνιάτικο βράδυ. Την επόμενη ημέρα η οδηγός του σχολικού θα το βρει σε κώμα. Φταίει η ίδια που δεν έλεγξε το λεωφορείο; Η μητέρα του αγοριού που ξέχασε να πάει να το πάρει; Γύρω από αυτούς τους χαρακτήρες κινούνται άλλοι: η γιαγιά που έχει αναλάβει να μεγαλώνει το αγόρι, μιας και η πολύ νεαρή μητέρα μοιάζει να μην μπορεί ούτε τον εαυτό της να φροντίσει, ο σύζυγος της οδηγού του σχολικού, ο οποίος βλέπει το υλοτομείο που δουλεύει να κινδυνεύει να κλείσει, η κόρη του που θέλει να ξεφύγει από τα σύνορα της μικρής κωμόπολης, κάνοντας όμως τα ίδια λάθη με τους γονείς της. Τι ρόλο παίζει σε όλα αυτά ένα γαλαζοπούλι;
Κατά τη γνώμη μου, το Bluebird (Το Γαλάζιο Πουλί) ήταν μία από τις καλύτερες ταινίες του Διαγωνιστικού Τμήματος του 54ου Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (και ήθελα να το δω να μεταφράζεται σε κάποιο βραβείο, αλλά δυστυχώς έφυγε με άδεια χέρια). Στην ταινία του Λανς Έντμαντς πρωταγωνιστούν καρατερίστες ηθοποιοί: Τζον Σλέιτερι (Mad Men), Μάργκο Μαρτιντέιλ (Dexter) και Έιμι Μόρτον (Up in the Air).
Οι Cinεπιβάτες συνάντησαν τον σκηνοθέτη και συζήτησαν μαζί του για το ανελέητο τοπίο του Μέιν, τη δυσκολία χρηματοδότησης των ανεξάρητων ταινιών και αυτό το ρημαδιασμένο το γαλαζοπούλι…
- Ποια ήταν η έμπνευση για την ταινία;
Μία μικρή πόλη στο Μέιν των ΗΠΑ, όπου μεγάλωσα. Θαύμαζα πάντα τις μυθολογικές προεκτάσεις των απέραντων δασών που υπάρχουν εκεί, με ενδιέφερε το θέμα της χαρτοποιίας που στηρίζει την οικονομία. Αυτό που συνέβη σε αυτές τις πόλεις είναι ότι η οικονομία απέτυχε, κατέρρευσε, και οι πολίτες έφυγαν. Αυτοί που έμειναν πίσω, νομίζω ότι είναι συναρπαστικοί και ενδιαφέροντες. Το τοπίο είναι πανέμορφο και ήρεμο και ήσυχο, αλλά υπάρχει και ένας υπαρξιακός τρόμος σε αυτά τα μέρη. Ήθελα, λοιπόν, να κάνω μια ταινία που να δείχνει τον τρόπο που ένιωθα για αυτό το μέρος. Προσπάθησα να γράψω μια ταινία που να διαδραματίζεται εκεί. Η ιστορία του αγοριού που το ξεχνάνε στο σχολικό είναι εμπνευσμένη από ένα περιστατικό από τη δική μου παιδική ηλικία. Και αυτό βρήκε το δρόμο του στο σενάριο που αναφέρεται σε ανθρώπους που έχουν μείνει πίσω. Θεώρησα ότι ταίριαζε σαν μεταφορά της ιστορίας αυτού του μέρους.
- Είσαι από εκεί, οπότε γνωρίζεις το μέρος καλά, αλλά πόσο δύσκολο είναι να γυρίζεις ταινία μέσα στο καταχείμωνο;
Πολύ δύσκολο, κυρίως επειδή πρόκειται για ένα απομακρυσμένο μέρος. Η πιο κοντινή μεγάλη πόλη στο σημείο όπου κάναμε τα γυρίσματα –με αεροδρόμιο και τις απαραίτητες υποδομές- απείχε περίπου 2 ώρες. Όταν δεν γυρίζαμε την ταινία, δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουμε. Έκανε πάρα πολύ κρύο, υπήρχαν κορμοί πεσμένοι και οι δρόμοι ήταν παγωμένοι. Ήταν εξαντλητικό, αλλά πιστεύω ότι η «βύθιση» σε αυτό το μέρος και η αίσθηση της αδυναμίας να ξεφύγεις, βοήθησαν πολύ τους ηθοποιούς να ενωθούν με το περιβάλλον. Έτσι, η ταινία αποπνέει ένα αυθεντικό συναίσθημα που προέρχεται από το γεγονός ότι ήμασταν απομονωμένοι εκεί.
- Πώς πιστεύεις ότι η εμπειρία σου σαν μοντέρ σε βοήθησε στο σκηνοθετικό σου ντεμπούτο;
Υπήρξε πολύ καλό υπόβαθρο, καθώς σε βοηθά να καταλάβεις πού πηγαίνει κάθε τι. Σου επιτρέπει να καταλαβαίνεις -όταν είσαι στο σετ- τι είναι αυτό που θα χρησιμοποιήσεις και αν υπάρχει κάτι που δεν θα το χρησιμοποιήσεις. Πάντα σκέφτομαι το παρακάτω βήμα, έχω μια ολιστική προσέγγιση και η εμπειρία μου ως μοντέρ μου έδωσε τη δυνατότητα να δω την ταινία κάθε στιγμή σαν ένα ευρύτερο σύνολο. Επίσης, μου επέτρεψε να κατανοήσω τι μπορεί να χρειαζόμασταν: μικρές στιγμές που ίσως να ενώνουν τις σκηνές, οι οποίες θα έπρεπε να υπάρχουν για να δένει η ταινία. Αυτές τις μικρές στιγμές που δίνουν ρυθμό στην ταινία, προσπάθησα να τις γυρίσω όταν ήμουν στο σετ.
- Η ιστορία με το αγόρι αποτελεί το επίκεντρο ή έναν καταλύτη στις σχέσεις των ανθρώπων; Στην ταινία μπορείς εύκολα να φανταστείς τους χαρακτήρες να συνεχίζουν μετά το τέλος, τη ζωή τους όπως πριν, κάνοντας τα ίδια λάθη ή έχοντας τις ίδιες αδυναμίες…
Ναι, το περιστατικό με το αγόρι λειτουργεί ως καταλύτη για να ξεκλειδώσει τους χαρακτήρες από αυτό το «μέρος», όπου ζουν πολύ απομονωμένοι και «παγωμένοι» ο ένας από τον άλλο. Πιστεύω ότι αυτό που περνάνε είναι ότι μαθαίνουν να καταλαβαίνουν πώς αντί να υποφέρουν μόνοι τους, να υποφέρουν μαζί. Όλοι, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, περνάνε το τραγικό γεγονός μόνοι τους και μόνο στο τέλος τούς βλέπεις να κάνουν ένα βήμα ο ένας πιο κοντά στον άλλο. Ήθελα να υπάρχει μια αίσθηση: «η ζωή συνεχιζόταν πριν, η ζωή συνεχίζεται μετά». Μπορεί να έκαναν ένα βήμα προσέγγισης, αλλά η ζωή συνεχίζεται σε κύκλους. Και το μέρος σου δίνει την αίσθηση ότι η ζωή συνεχίζεται σε έναν αέναο κύκλο. Αυτή την αίσθηση συνέχειας ήθελα να προκαλέσω.
- Το γαλάζιο πουλί αποτελεί σύμβολο ελπίδας ή κλειστοφοβίας (όπως όταν είναι κλεισμένο στο σχολικό και δεν μπορεί να βγει);
Και τα δύο. Γι’ αυτό θεώρησα ότι ο συμβολισμός είχε ενδιαφέρον. Αν και πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να του δώσει τη σημασία που θέλει. Μοιάζει ταυτόχρονα πολύ φυσικό –είναι μέρος της φύσης, ένα πουλί που πετάει-, αλλά ταυτόχρονα και αφύσικο –τα πουλιά αυτά ταξιδεύουν νότια το χειμώνα, οπότε μοιάζει εκτός τόπου- και συμβολίζει και την ευτυχία –μιας και μιλάμε για ένα γαλαζοπούλι-, αλλά προκαλεί και μεγάλο πόνο. Για μένα όχι μόνο θέτει σε κίνηση τα γεγονότα, αλλά όταν επιστρέφει στην ταινία βοηθά να υπάρξει και ένα «κλείσιμο», σαν να ελέγχει κατά κάποιο τρόπο μυστικά τις ζωές αυτών των χαρακτήρων.
- Έχεις πει σε μία συνέντευξή σου ότι σου αρέσει να γράφεις γυναικείους χαρακτήρες. Και στην ταινία βλέπουμε πολύ δυνατούς γυναικείους χαρακτήρες. Μπορείς να μου πεις λίγα πράγματα γι’ αυτό;
Πιστεύω ότι δεν βλέπουμε συχνά δυνατούς γυναικείους χαρακτήρες στις ταινίες. Νομίζω ότι στο Bluebird υπάρχουν χαρακτήρες που δεν τους συναντάμε συχνά στην οθόνη. Όπως η οδηγός του σχολικού λεωφορείου: μια μεσήλικη, εργαζόμενη γυναίκα. Αυτή η ιστορία δεν λέγεται συχνά στις ταινίες. Πιστεύω ότι αυτός ο χαρακτήρας έχει μεγάλο βάθος: έχει πολλά πράγματα που κρύβει και δεν τα εκφράζει με λόγια. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό των γυναικών αυτού του μέρους από το οποίο κατάγομαι. Οι γυναίκες στην ταινία έχουν μια πολύ πλούσια εσωτερική ζωή. Είναι κάτι που με συναρπάζει γενικά.
- Πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς χρηματοδότηση για μια ανεξάρτητη ταινία;
Στις ΗΠΑ είναι πολύ δύσκολο, γιατί δεν υπάρχει σύστημα χρηματοδότησης ούτε από την κυβέρνηση, ούτε από κάποιο κρατικό φορέα. Οι περισσότεροι κυνηγούν το όνειρο του Χόλιγουντ, που βέβαια χρηματοδοτεί πολλές ταινίες. Όμως, μια ανεξάρτητη ταινία, που δεν έχει φτιαχτεί για να φέρνει πολλά χρήματα, ή που μπορεί να έχει μια ιδιοσυγκρασιακή οπτική γωνία, είναι πολύ δύσκολο να θεωρηθεί προσανατολισμένη στην αγορά. Πιστεύω ότι στις ΗΠΑ η προσοχή πέφτει στην αγορά. Είχα μεγάλη δυσκολία να βρω χρηματοδότηση. Στράφηκα σε οργανισμούς που δίνουν χορηγίες (όπως το Ινστιτούτο Σάντανς) που μας βοήθησαν να ξεκινήσουμε την ταινία, να την αναπτύξουμε και να τη φτάσουμε στο στάδιο που μπορούσε να διεκδικήσει ιδιωτικά κεφάλαια. Χωρίς αυτά δεν θα είχαμε καν ταινία.
- Η διανομή είναι δύσκολη;
Ναι, είναι πολύ δύσκολη. Υπάρχουν μέρη που προβάλλουν ανεξάρτητες ταινίες και υπάρχει και κόσμος που λατρεύει τις ανεξάρτητες ταινίες, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές ανεξάρτητες ταινίες. Είναι πάρα πολλές ταινίες που «παλεύουν» για το ενδιαφέρον ενός μικρού μέρους του κοινού. Νομίζω ότι η λύση είναι να κάνεις τις ταινίες με λίγα χρήματα, έτσι ώστε να μην έχεις την πίεση ότι πρέπει να βγάλεις πολλά χρήματα. Μπορείς ακόμα να πεις μια ιστορία ουσιαστική, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Στην Ευρώπη νομίζω ότι είναι λίγο καλύτερα, τόσο από άποψη χρηματοδότησης, όσο και από άποψη κοινού –υπάρχουν περισσότεροι που αγαπούν τις art house ταινίες- αλλά όχι πολύ καλύτερα.
- Μίλησέ μου λίγο για τους σκηνοθέτες που σε ενέπνευσαν.
Υπάρχουν πάρα πολλοί. Για αυτή την ταινία σκεφτόμουν πολύ ταινίες αμερικάνικες που δεν έχω δει εδώ και πολύ καιρό, όπως το Πέντε Εύκολα Κομμάτια, ή το Παρίσι Τέξας, ή το Tender Mercies. Ταινίες που είχαν φτιαχτεί τη δεκαετία του ’70 ή αρχές της δεκαετίας του ’80 και ήταν για την εργατική τάξη και τα καθημερινά της προβλήματα. Δεν είχαν γυριστεί για να είναι αστείες, αλλά για να προκαλούν συναισθήματα. Δεν είχα δει παρόμοιες ταινίες εδώ και πολύ καιρό. Σκεφτόμουν πολύ τον Ρόμπερτ Όλτμαν και τις πρώτες του ταινίες που ήταν οπτικά πιο εκφραστικές, καθώς και τις πρώτες ταινίες της Κλερ Ντενί και την υφή του περιβάλλοντος. Όπως και τις πρώτες ταινίες Βρετανών δημιουργών, όπως ο Μάικ Λι, ο Κεν Λόουτς και ο Άλαν Κλαρκ, τα «δράματα του νεροχύτη». Ήθελα να συνδυάσω κάτι όμορφο οπτικά και με επίκεντρο το περιβάλλον με το κλασικό οικογενειακό δράμα που βλέπαμε παλιότερα και σήμερα δεν βλέπουμε τόσο συχνά.
- Τι άλλο ετοιμάζεις;
Δουλεύω μερικά σενάρια. Κάποια είναι δικά μου και άλλα είναι βασισμένα σε βιβλία. Όλα έχουν να κάνουν με ανθρώπους που παλεύουν σε ένα ανελέητο περιβάλλον. Υπάρχουν ομοιότητες με το Bluebird σε αυτό το βαθμό. Και υπάρχουν και ερωτικές ιστορίες με λίγη βία. Στόχος μου είναι πάντα να δουλεύεις σε κάτι. Και όταν για κάτι έρθει η σειρά του, τότε έρχεται η σειρά του. Κάθε πρότζεκτ θέλει διαφορετική ταχύτητα. Άλλα είναι πιο έτοιμα και μπορούν να γυριστούν πιο γρήγορα, άλλα θα χρειαστούν χρόνια για να ολοκληρωθούν, πρέπει «να σιγοβράσουν» και να βρουν τους κατάλληλους ανθρώπους, αλλιώς δεν θα είναι ποτέ αυτά που πρέπει. Νομίζω χρειάζεται να υπάρχουν και τα δύο.