Mandy
Δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του Πάνου Κοσμάτου, μετά το εξίσου σουρεαλιστικά τριπαρισμένο Beyond the Black Rainbow του 2010, με το Mandy μια acid κατάβαση στην κόλαση και πίσω.
Ο γιος του γνωστού σκηνοθέτη Γιώργου Κοσμάτου που άφησε το στίγμα του στο Χόλιγουντ (Το Πέρασμα της Κασσάνδρας, Ράμπο 2, Κόμπρα, Λεβιάθαν, Of Unknown Origin), δεν έχει ως στόχο να φτιάξει μια αμιγώς ταινία τρόμου, αλλά ένα art-house υπνωτιστικό ταξίδι σε συνειδητό και ασυνείδητο, βαθιά ανθρώπινα βίαια ένστικτα, μεταξύ ονείρου και ενός εφιάλτη που γίνεται πραγματικότητα και μια αιματηρή ιστορία εκδίκησης. Η βασική πλοκή, ένα ζευγάρι που δέχεται επίθεση από συμμορία σατανιστών μηχανόβιων, που σκοτώνουν τη γυναίκα αλλά όχι τον άντρα ο οποίος θα χύσει και θα πάρει το αίμα του πίσω.
Ο Κοσμάτος όμως που είναι και εμπνευστής του σεναρίου, αντιμετωπίζει το σενάριο του χαλαρά και αποστασιοποιημένα, ως κορμό για να μπορέσει να εξερευνήσει καλλιτεχνικά άλλα μονοπάτια. Δεν είναι τυχαία και η χρονολογία που υποτίθεται ότι χρονολογείται το έργο, το 1983, μια περίοδος που η μουσική ψυχεδέλια των 70s έχει αρχίσει να σβήνει και οι χίπηδες είναι είδος υπό εξαφάνιση, είτε ακολουθούν τη disco είτε περνάνε σε σκοτεινά μονοπάτια της μέταλ μουσικής που θα ανθίσει στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, όπως δυστυχώς και τα κρούσματα σατανιστικών και παγανιστικών τελετών. Ο μέγας κακός της ταινίας, ένας τραγουδιστής ενός είδους ψυχεδελικού-θρησκευτικού ροκ, με την ομάδα των ακόλουθων του που μοιάζουν περισσότερο με αίρεση, χάνει όλο και περισσότερο την ψυχή του από το αδηφάγο σύστημα προσπαθώντας να βγάλει το δίσκο του είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και ανθρώπους. Ο σκηνοθέτης θα αντιπαραβάλει το πρόσωπο του με το αθώο πρόσωπο της κοπέλας. Ο Νίκολας Κέιτζ έχει μια ερμηνεία με καλές και κακές στιγμές.