ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Μνημείων Άνδρες

Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, ένα από τα μεγαλύτερα κυνήγια θησαυρού της καταγεγραμμένης ιστορίας, εξετάζει τη δράση μιας επίλεκτης “διμοιρίας” ανθρώπων. Οι επονομαζόμενοι «Μνημείων Άνδρες», είχαν επιφορτιστεί, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με μια πολύ σημαντική υποχρέωση: Να διασώσουν κλεμμένα καλλιτεχνικά αριστουργήματα από τα χέρια των Ναζί και να τα επιστρέψουν στους νόμιμους κατόχους τους. Κι αν αυτή η αποστολή φαντάζει, σε πρώτη ανάγνωση, εντελώς αδύνατη, σκεφτείτε πως η συγκεκριμένη διμοιρία που ανέλαβε το βαρυσήμαντο αυτό έργο, αποτελείται από διευθυντές μουσείων, επιμελητές εκθέσεων και ιστορικούς τέχνης.

Οι προθέσεις του Κλούνεϊ είναι ευγενείς και ο ίδιος ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος και σκεπτόμενος σκηνοθέτης. Ωστόσο, σου δινόταν η εντύπωση ότι παρά το πολυβραβευμένο καστ και τα μεγάλα ονόματα σε μουσική, φωτογραφία, σκηνοθεσία, ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε.

Για αρχή, ο Κλούνεϊ δεν ξέρει τι να κάνει με την ιστορία του; Κωμωδία; Δράμα; Περιπέτεια; Μπλέκει έτσι και τα τρία στοιχεία, καθώς τον ενδιαφέρει να δείξει και την αγάπη αυτών των ανθρώπων για την τέχνη (που θεωρείται πολυτέλεια από κάποιους σε καιρό πολέμου) και την ασχετοσύνη τους στην πολεμική τέχνη, αλλά και το κυνηγητό στην Ευρώπη. Αλλά όλα μαζί δεν γίνονται και το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον αμήχανο.

Ο Κλούνεϊ καταφεύγει σε κολεγιακού τύπου κωμωδία με τους ήρωές του να ανταλλάσσουν αστεία για το πόσο μεγάλοι είναι για να πάνε στον πόλεμο, η μουσική φαντάζει υπερβολικά πατριωτική, ενώ η σκηνοθεσία είναι υπερβολικά κλασική. Η φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ (που προσωπικά δεν μου άρεσε στο Nebraska) είναι καλή.

Είναι ωραίο που η ταινία διαθέτει μερικά κλεισίματα του ματιού (όπως η παρουσία του μπαμπά Κλούνεϊ στο τέλος) και είναι κρίμα γιατί ο ηθοποιός μας έχει καλομάθει με τις προηγούμενες ταινίες του (Εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού, Καληνύχτα και καλή τύχη, Αι Ειδοί του Μαρτίου).

Εδώ, δυστυχώς μάς τρίβει στα μούτρα το βαθύτερο νόημα (η τέχνη είναι το παρελθόν μας και τελικά η ύπαρξή μας), ένα μήνυμα που θα μπορούσε να δείξει με πιο χαμηλόφωνο τρόπο. Κρίμα γιατί το θέμα έχει έρθει πάλι στην επικαιρότητα (μια με την ανακάλυψη θησαυρού των ναζί σε διαμέρισμα στο Μόναχο, μία με τα Γλυπτά του Παρθενώνα που θέτει και αυτό θέμα επαναπατρισμού αριστουργήματος της αρχαιότητας), αλλά και ενδιαφέρον και θα μπορούσε να αναδειχθεί, εάν διέθετε περισσότερο νεύρο.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *