Μουντιάλ: Κινηματογραφικό ταξίδι στις χώρες του 5ου Ομίλου
Πέμπτος Όμιλος: Ελβετία, Εκουαδόρ, Γαλλία, Ονδούρα
Αυτές τις ημέρες όλη η υφήλιος γυρίζει γύρω από μια μπάλα. Το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι η μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου και μας δίνει μια υπέροχη αφορμή: να παρουσιάσουμε ένα κινηματογραφικό πανόραμα προς τιμήν των χωρών που συμμετέχουν στη φετινή διοργάνωση.
Χωρισμένο σε ομίλους, κάθε άρθρο δίνει μία σύντομη επισκόπηση της κινηματογραφικής ιστορίας κάθε χώρας. Φυσικά, δεν χωράνε ούτε όλες οι ταινίες, ούτε όλοι οι δημιουργοί (γι’ αυτό ονομάζεται και σύντομη επισκόπηση).
Από την Ελβετία των… κούκων (που αποδεικνύει ότι αντίθετα με ότι πιστεύεται έχει βάλει και αυτή το λιθαράκι της στο παγκόσμιο σινεμά), μέχρι το εμβληματικό γαλλικό σινεμά και από εκεί στη Λατινική Αμερική, στο Εκουαδόρ που προσπαθεί και στην Ονδούρα με την ελάχιστη κινηματογραφική παραγωγή, ο Πέμπτος Όμιλος μάς μαθαίνει κινηματογραφικά πράγματα που δεν γνωρίζαμε.
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του Α Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του Β Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του Γ Ομίλου
- Διαβάστε επίσης: Το κινηματογραφικό ταξίδι των Cinεπιβατών στις χώρες του Δ Ομίλου
Ελβετία
Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται ανάμεσα στα μεγάλα κινηματογραφικά μεγαθήρια, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, η Ελβετία δεν ανέπτυξε τόσο ισχυρή κινηματογραφία, όσο οι γειτονικές της χώρες. Αν και πολλοί θα θεωρούσαν την Ελβετία «κινηματογραφικά ανύπαρκτη», καθώς η παραγωγή είναι ελάχιστη (και κυρίως είναι συμπαραγωγή με άλλες χώρες), κάνει και εκείνη τις εμφανίσεις της στο κινηματογραφικό τοπίο. Η πρώτη κινηματογραφική παραγωγή στη χώρα θεωρείται το Zürcher Sechselautenumzag του 1901, ενώ το 1917 ο Έντουαρντ Μπιντς γυρίζει το Der Bergfuhrer, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία.
Τη δεκαετία του 1920 ξεχωρίζει το Der Kampf ums Matterhorn (1928) των Iταλών Μάριο Μπονάρντ και Νούτσιο Μαλασόμα. Η Ελβετία κάλυπτε τις ανάγκες της για σινεμά, κυρίως μέσω των γειτονικών χωρών.
Η πρώτη ομιλούσα ταινία της χώρας ήταν το Bunzli Grosstadtabenteuer του 1930. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ουδετερότητα κάνει καλό στην Ελβετία: περισσότερες από 40 ταινίες γυρίζονται εκείνο το διάστημα, ανάμεσά τους οι: Fusilier Wipf (1939), Gilberte de Courgenay (1941) και Die Missbrauchten Liebesbriefe (1940) θεωρούνται σημαντικές για το ελβετικό σινεμά.
Τρέιλερ για την ταινία Fusilier Wipf
Η δεκαετία του 1940 είναι γνωστή και για έναν ακόμα λόγο: Τότε καθιερώθηκε το κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Λοκάρνο, μία από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές οργανώσεις στην Ευρώπη.
Την δεκαετία του 1950 και μέχρι τη δεκαετία του 1970, δραστηριοποιείται ο Κουρτ Φρι, ίσως ο πιο γνωστός Ελβετός σκηνοθέτης, ενώ ο Λέοπολντ Λίντμπεργκ γυρίζει τα λεγόμενα προσφυγικά φιλμ.
Ορισμένοι, βέβαια, πιστεύουν ότι ο ελβετικός κινηματογράφος ξεκίνησε όταν ο Ζαν Λικ Γκοντάρ γύρισε μία μικρού μήκους ταινία στην οικοδομή που εργαζόταν, με τίτλο Operation Concrete (1958).
Ουσιαστικά, η άνθηση του ελβετικού σινεμά έρχεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αφετερία στάθηκε η Διεθνής Έκθεση της Λωζάνης το 1964, όταν ο Χένρι Μπραντ γυρίζει πέντε ταινίες μικρού μήκους, τις οποίες προβάλλει μαζί με τίτλο «Η Ελβετία Αναρωτιέται». Η χώρα ψάχνει να βρει τη θέση της στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα. Το 1966 κινηματογραφιστές συγκεντρώνονται γύρω από το θεωρητικό Φρεντί Λαντρί και ιδρύουν τη Milos Film (φόρος τιμής στον Μίλος Φόρμαν που θαυμάζουν) και ξεκινούν την παραγωγή της ταινίας Τέσσερις ανάμεσα στις άλλες (1967).
Σημαντικό ρόλο στην άνθηση του ελβετικού σινεμά έπαιξε και η τηλεόραση, με τη βοήθεια της οποίας γυρίζονται αρκετές ταινίες. Η λεγόμενη «Ελβετική Σχολή της Ομάδας των Πέντε» που αποτελείται από τους Αλέν Τανέρ, Κλοντ Γκορετά, Μισέλ Σουτέρ, Ζαν-Λουί Ρουά και Ζαν-Ζακ Λαγκράνζ συνάπτουν συμφωνία με την Ελβετική Τηλεόραση για το γύρισμα ταινιών. Εκτός από τον Λανγκράζ που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ταινία του, οι υπόλοιπες υιοθετούν ένα ανατρεπτικό ύφος και επιδεικνύουν έντονο πολιτικό προβληματισμό.
Όχι και άσχημα για μια χώρα που ο Όρσον Ουέλς είχε κατηγορήσει στον Τρίτο Άνθρωπο ότι διαθέτει πολιτιστική κληρονομιά που εξαντλείται στην… παραγωγή κούκων.
Η τάση αυτή συνεχίζεται και στη δεκαετία του 1970 με ταινίες που κινούνται ανάμεσα στη μυθοπλασία και το τηλεοπτικό ρεπορτάζ, καθώς εξετάζει θέματα όπως η ζωή στις φυλακές, η εκμετάλλευση των ξένων εργατών κλπ.
Ωστόσο, η μη δυνατότητα να στηριχθούν αυτές οι ταινίες στις αίθουσες οδήγησε σταδιακά στην παρακμή του ελβετικού σινεμά.
H Ελβετία κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας για το Dangerous Moves (1984) του Ρίτζαρντ Ντέμπο, ενώ επαναλαμβάνει την επιτυχία το 1991 με το Journey of Hope.
Όσο για τους σύγχρονους Ελβετούς σκηνοθέτες, τρεις από την ομάδα των 5 δήλωσαν σε συνέντευξή τους το 1996 ότι δεν υπάρχουν πλέον Ελβετοί κινηματογραφιστές.
Δεν είχαν δίκιο, όμως. Στα τέλη του 1990 κινηματογραφικές σχολές ιδρύθηκαν σε Λωζάνη και Ζυρίχη. Νέοι σκηνοθέτες όπως οι Ζαμπίνε Μπος, Άννα Λούιφ, Αντρέα Στάκα, Μπετίνα Όμπερλι, Ζαν-Στεφάν Μπρον και Φούλβιο Μπερνασκόνι βγήκαν από αυτές τις σχολές.
Τα τελευταία χρόνια πολύ καλές κριτικές συγκέντρωσε το War Photographer του Κρίστιαν Φρέι (το ντοκιμαντέρ ήταν υποψήφιο και για Όσκαρ) και το Vitus (2006).
Χαρακτηριστικές ταινίες: Der Kampf ums Matterhorn, Fusilier Wipf, Ο Σαρλ Ζωντανός ή Νεκρός, Dangerous Moves, Vitus
Εκουαδόρ
Μία από τις πρώτες δραματικές ταινίες του Εκουαδόρ θεωρείται το El Tesoro de Atahualpa, σκηνοθετημένο από τον Αουγκούστο Σαν Μιγκέλ το 1924. Την ίδια δεκαετία, ο Ιταλός σκηνοθέτης Κάρλος Κρέσπι γυρίζει το ντοκιμαντέρ Los Invisibles Shuaras del Alto Amazonas. Με την έλευση του ήχου, σταμάτησε ουσιαστικά η παραγωγή, καθώς το Εκουαδόρ αναζητούσε τεχνικά τον τρόπο να γυρίζει ταινίες.
Για τις επόμενες δύο δεκαετίες, η παραγωγή ταινιών αποτελείτο από ντοκιμαντέρ και επίκαιρα, ενώ περισσότερες δραματικές ταινίες αρχίζουν να εμφανίζονται το 1950. Στη δεκαετία του 1960, οι διανοούμενοι αρχίζουν να ασχολούνται με το σινεμά, ανάμεσά τους και ο Ουλίσις Εστρέλα, διευθυντής της Εθνικής Ταινιοθήκης, ενώ οι συμπαραγωγές με το Μεξικό αυξήθηκαν. Στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, οι περισσότεροι κινηματογραφιστές του Εκουαδόρ ασχολήθηκαν με το είδος του ντοκιμαντέρ.
Μεταξύ της δεκαετίας του 1980 και σήμερα, η παραγωγή μειώθηκε. Ξεχωρίζουν τα La Tigra (1989) του Καμίλο Λουτσουριάγκα, ενώ τη δεκαετία του 1990 προβλήθηκαν μόνο πέντε ταινίες. Ανάμεσά τους και το Ratas, ratones y rateros (1999).
Κάτι άλλαξε με την έλευση του 21ου αιώνα και την δημιουργία του Ταμείου Κινηματογράφου. Αν και οι πόροι του είναι μειωμένοι, αποτελεί μια πολύτιμη προσθήκη. Ανάμεσα στις ταινίες που ξεχώρισαν είναι τα Crónicas (2004) του Σεμπαστιάν Κορντέρο, καθώς και το Qué tan lejos.
Όπως αναφέρει το Senses of Cinema, τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί η παραγωγή underground ταινιών από το Εκουαδόρ. Μάλιστα, ο Χόρχε Λουίς Σεράνο, διευθυντής του Ταμείου δηλώνει ότι το Εκουαδόρ έχει μετατραπεί σε ένα μικρό «εργαστήριο» της Λατινικής Αμερικής. Σε συνέντευξή του στο BBC το 2012 δήλωνε ότι η παραγωγή ταινιών στη χώρα έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια κατά 300%!
Χαρακτηριστικές ταινίες: Fusilier Wipf, Ratas, ratones y rateros, Crónicas
Γαλλία
Η Γαλλία των αδελφών Λυμιέ. Του μάγου του σινεμά Ζορζ Μελιέ. Των Cahier Du Cinema, της Νουβέλ Βαγκ. Των σπουδαίων σκηνοθετών και ηθοποιών. Με κινηματογραφικό όνομα βαρύ σαν ιστορία, η κινηματογραφική παράδοση της Γαλλίας είναι σχεδόν αδύνατο να συνοψιστεί σε μερικές παραγράφους. Αφού έχουν βρει τρόπο να προβάλλουν ταινίες ενώπιον κοινού σε μεγάλη οθόνοι, οι αδελφοί Λιμιέρ (ο Λουί και ο Ογκίστ Λιμιέρ), προβάλλουν τις πρώτες τους ταινίες αρχικά στις 22 Μαρτίου 1985 (για φίλους, συγγενείς και κάποιους δημοσιογράφους), ενώ η πρώτη δημόσια προβολή έγινε στις 28 Δεκεμβρίου 1895 στο υπόγειο του παρισινού Grand Café, όπου το κοινό βλέπει ταινίες όπως Η Είσοδος του Τρένου στο Σταθμό, ο Ποτιστής που ποτίζεται.
Παρών σε εκείνη την προβολή ήταν και ο Ζορζ Μελιές, ο οποίος έμεινε μαγεμένος από αυτήν τη νέα εφεύρεση. Όταν ο Λιμιέρ αρνήθηκε να του πουλήσει την εφεύρεσή του, ο Μελιές θα φτιάξει τη δική του κάμερα… Επειδή τα αρνητικά ήταν πολύ σκοτεινά, ο Μελιέ κατασκεύασε ένα γυάλινο στούντιο, όπου γύριζε τις ταινίες του. Και δεν ήταν και λίγες. Μέχρι το 1910 οπότε πτώχευσε είχε γυρίσει 1500 ταινίες! Ο Μελιές ήταν αυτός που ουσιαστικά «εφηύρε» τη σκηνοθεσία.
Η αρχή έχει γίνει και η συνέχεια στη Γαλλία έρχεται με τη δημιουργία δύο μεγάλων κινηματογραφικών εταιριών: της Pathe και της Gaumont. Παράλληλα, παρατηρούνται οι πρώτες προσπάθειες να γυριστούν ταινίες τέχνης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταινία Η δολοφονία του δούκος ντε Γκιζ του Λε Μπαρζί, την οποία ο Ντράγιερ και ο Γκρίφιθ χαρακτήρισαν ως αριστούργημα.
Από την αρχή του, το σινεμά θα στραφεί και στην κωμωδία. Με τον Ποτιστή που ποτίζεται οι αδελφοί Λιμιέρ εισάγουν τα γκαγκ και αργότρα στα στούντιο της Βενσέν γεννιέται η τρελή κωμωδία. Ο Μαξ Λέντερ (πραγματικό όνομα Γκαμπριέλ Λεβιέλ) αναδεικνύεται σε «πρωταγωνιστή» της κωμωδίας. Την ίδια περίοδο, αναπτύσσονται και οι ταινίες επεισοδίων, ενώ εμφανίζεται και ο θρυλικός Φαντομάς.
Από τους ήρωες των επιφυλλίδων και των μυθιστορημάτων, το γαλλικό σινεμά μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο περνά στους ήρωες της διπλανής πόρτας. Σε αυτό συμβάλει ο Ζακ Φεντέρ, κορυφαία ταινία του οποίου θεωρείται η Ατλαντίδα (1921).
Ο ιμπρεσιονισμός στο σινεμά και η κινηματογραφική θεωρία κάνουν την εμφάνισή τους στο Παρίσι. Σημαντικός εκφραστής του ιμπρεσιονιστικού σινεμά είναι ο Αμπέλ Γκανς, με ταινίες όπως Η Τρέλα του Δρος Τιμπ (1915), Ρόδα (1922), Ναπολέων (1927). Στα 1924 εμφανίζεται και το Διάλειμμα των Ρενέ Κλερ και Φρανσίς Πικαμπιά, ένα ντανταϊστικό ποίημα που έθεσε τις βάσεις για την είσοδο του σουρεαλισμού στο σινεμά. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 κυριαρχεί ο νατουραλισμός, ακολουθούμενος από τον ποιητικό ρεαλισμό στην περίοδο μέχρι τη γερμανική κατοχή. Την περίοδο αυτή ξεχωρίζουν οι δημιουργίες των Ρενέ Κλερ, του ποιητή και κινηματογραφιστή Ζαν Κοκτό και ο Ζαν Ρενουάρ –σημαντικός εκπρόσωπος του ποιητικού ρεαλισμού- που δίνει στο παγκόσμιο σινεμά αριστουργήματα όπως η Μεγάλη Χίμαιρα (1937) και Ο Κανόνας του Παιχνιδιού.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γαλλία δημιουργεί το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών (το 1946), ενώ το 1952 δημιουργείται και η περιοδική έκδοση για το σινεμά, τα θρυλικά Cahiers du Cinema με πρώτο διευθυντή τον Αντρέ Μπαζέν και διάδοχό του τον Ερίκ Ρομέρ. Σχεδόν όλοι οι Γάλλοι σκηνοθέτες της επόμενης περιόδου πέρασαν από τις τάξεις του. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια χαρακτηρίζονται από τις δημιουργίες του Ρομπέρ Μπρεσόν και τις κωμωδίες του Ζακ Τατί, ο οποίος δημιουργεί τον φημισμένο κύριο Ιλό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι κινηματογραφιστές σε ολόκληρο τον κόσμο ζητούν έναν «νέο κινηματογράφο», σπάζοντας τις φόρμες του παλιού. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, σκηνοθέτες που είχαν περάσει από τα Cahiers du Cinema δημιουργούν ταινίες που εκφράζουν αυτή την τάση και χαρακτηρίζονται νουβέλ βαγκ. Μόνο το 1959 γυρίζονται στη χώρα 130 ταινίες, πρώτες ή δεύτερες απόπειρες σκηνοθετών. Κορυφαίος εκφραστής ο Ζαν Λικ Γκοντάρ που με ταινίες όπως τα Με Κομμένη την Ανάσα (1959), Η Περιφρόνηση (1964), Άλφαβιλ (1965) παραδίδει στο παγκόσμιο σινεμά αριστουργήματα. Μέχρι σήμερα συνεχίζει να γυρίζει ταινίες και να προκαλεί.
-
Διαβάστε περισσότερα για τη Nouvelle Vague
-
Ο Αντουάν Ντουανέλ μάς μιλά για 2, 3 πράγματα που αγαπά στη φιλμογραφία του Γκοντάρ
Αντίπαλον «δέος» του Γκοντάρ ήταν ο Φρανσουά Τριφό που δημιουργεί ταινίες γεμάτες συναίσθημα, όπως Τα 400 Χτυπήματα (1959), Ζιλ και Τζιμ (1961), Φαρενάιτ 451 (1966).
Η φιλμογραφία του Τριφό σε εικόνες
Γκοντάρ VS Τριφό
Ο Τριφό και ο Γκοντάρ δεν είναι οι μόνοι σπουδαίοι δημιουργοί: ο Λουί Μαλ (Ασανσέρ για δολοφόνους, Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει), ο Ζακ Ντεμί (Ομπρέλες του Χερβούργου), ο Κλοντ Σαμπρόλ –ο οποίος κινηματογραφεί ακατάπαυστα, κυρίως ιστορίες εγκλημάτων και ανατομίες της γαλλικής επαρχίας- και ο Ερίκ Ρομέρ.
Το 1959 κυκλοφορεί στις αίθουσες και η ταινία του Αλέν Ρενέ Χιροσίμα Αγάπη μου, ένα κινηματογραφικό παζλ που απορρίπτει τη γραμμική αφήγηση, ενώ ο σκηνοθέτης συνεχίζει στο ίδιο ύφος με το Πέρσι στο Μάριενμπαντ (1961), δύο ταινίες εμβληματικές για το παγκόσμιο σινεμά.
Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 αναπτύσσεται το γαλλικό αστυνομικό με την εμφάνιση του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ και τις ταινίες του Κλοντ Σαμπρόλ –ανάμεσα σε πολλούς άλλους.
Ο Μάης του ’68, ο χαρακτηρισμός ορισμένων σκηνοθετών ως «σκηνοθέτες της αριστερής όχθης» -πολλοί ζούσαν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα και συνδέονταν πολιτικά με την Αριστερά. Ο Γκοντάρ είναι αυτός που εκφράζει στα επόμενα χρόνια το κίνημα αυτό που μέλημά του ήταν να διαπιστώσει πώς γυρίζεται ο επαναστατικός κινηματογράφος.
Τα χρόνια μετά τη νουβέλ βαγκ δεν έμελλε να ήταν το ίδιο «συναρπαστικά». Οι Γάλλοι μέχρι και σήμερα φτιάχνουν ποιοτικά εμπορικές ταινίες. Τον Φαντομά του βωβού σινεμά αντικαθιστά ο Λουί Ντε Φινές, ενώ στο πολιτικό θρίλερ διέπρεψε ο ελληνικής καταγωγής Κώστας Γαβράς (Ζ, Ο Αγνοούμενος), ενώ μία νέα γενιά σκηνοθετών εμφανίζεται –ανάμεσά τους οι Μπερτράν Ταβερνιέ, Αντρέ Τεσινέ, Αριάν Μνουσκίν.
Μακριά από τον θρίαμβο του παρελθόντος, στο σύγχρονο γαλλικό σινεμά κυριαρχούν σκηνοθέτες όπως ο Λικ Μπεσόν, ο Πατρίς Σερό, ο Πατρίς Λεκόντ. Ο Ζαν Πιέρ Ζενέ δημιουργεί τη γλυκύτατη Αμελί. Ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ευρωπαίους κινηματογραφιστές είναι και ο Μίκαελ Χάνεκε, ο οποίος έχει δώσει σπουδαίες ταινίες με τη Δασκάλα του Πιάνου, το Κρυμμένος και το Amour. Εντυπωσιακή και η πορεία του Λέος Καράξ (Οι Εραστές της Γέφυρας, Holy Motors).
Χαρακτηριστικές ταινίες: Ταξίδι στο Φεγγάρι, Τα 400 Χτυπήματα, Οι Διακοπές του κυρίου Ιλό, Με Κομμένη την Ανάσα, Πέρυσι στο Μάριενμπαντ, Ασανσέρ για Δολοφόνους, Ζ, Αμελί
Ονδούρα
Σχεδόν ανύπαρκτη είναι η κινηματογραφία της Ονδούρας από τα βιβλία ιστορίας του παγκόσμιου σινεμά.
Ένας από τους γνωστούς σκηνοθέτες της χώρας είναι ο Σάμι Καφάτι, ο οποίος έχει γυρίσει αρκετές ταινίες μικρού μήκους –κυρίως ντοκιμαντέρ-, ενώ το 1962 σκηνοθέτησε την μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας Mi amigo Angel.
Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μία αύξηση στον αριθμό των ταινιών που γυρίζονται. Το 2001, ο Ισπάνο Ντουρόν σκηνοθετεί το Anita la cazadora de insectos, μία ταινία με ένα καστ από την Ονδούρα για ένα προβληματικό κορίτσι, ενώ το 2003 προβάλλεται η δραματική ταινία Calixto the Landlord του Σάμι Καφάτι.
Χαρακτηριστικές ταινίες: Mi amigo Angel, Anita la cazadora de insectos, Calixto the Landlord, Amor y fijoles
Πηγές: eurochannel, BBC, mubi, Senses of Cinema, Ιστορία του Κινηματογράφου (Στάθης Βαλούκος), Wikipedia, The Oxford History of World Cinema