Νερούδα (Neruda)
Ο Λαραΐν μετά το «El Club», ξαναμαζεύει το αγαπημένο του πρωταγωνιστικό τρίδυμο του «No», Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Λουίς Γκνέκο και Αλφρέδο Κάστρο, αυτή τη φορά για να μεταφέρει ένα λυρικό ανθρωποκυνηγητό του χιλιανού πολιτικού και ποιητή, Πάμπλο Νερούδα από έναν φιλόδοξο νεαρό αστυνομικό. Πνεύμα αλλά και απλότητα από τον Λαραΐν, που προσεγγίζει μεν ωραία την εποχή, αλλά δεν έχει ως στόχο να αποδώσει ρεαλιστικά την υπόθεση του, αλλά δημιουργικά, σαν να είναι βγαλμένη από το μυαλό του ίδιου του Νερούδα.
Όπως συχνά συναντάμε στη λογοτεχνία, ο διώκτης αστυνομικός προσπαθεί να γίνει αυτός ο κεντρικός ήρωας. Έτσι το κυνήγι των δυο ανδρών, αστυνομικού και ποιητή-πολιτικού, γίνεται μια κόντρα για το ποιος θα είναι ο πρωταγωνιστής του βιβλίου και ποιος θα μείνει με τον δεύτερο ρόλο. Μια κωμικοτραγική καταδίωξη, που δανείζεται συχνά στοιχεία ενός φιλμ νουάρ, στην πιο intellectual προσέγγιση του. Συνύπαρξη ρομαντισμού ύφους και σουρεαλισμού, σαφές παιδί του λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού, που γέννησε η χώρα (κουλτούρα εμφανής και στις ταινίες του Χοντορόφσκι, ή του Ραούλ Ρουίθ), σε ένα κυνήγι όπου το έπαθλο έρχεται από το βάρος και την αξία του αντιπάλου. Ο αστυνομικός καλείται να «μεγαλώσει» ώστε να γίνει αντάξιος του ανδρός που καταδιώκει. Αυτή η λυρική προσέγγιση δίνει τη δικιά της ξεχωριστή ατμόσφαιρα στην ταινία, παρόλα αυτά, κάνει την αφήγηση να προχωρά σε σημεία με αργό ρυθμό, που ίσως υπνωτίσει κάποιους.
Ενδιαφέρουσες λήψεις και φωτογραφία, με έμφαση στο φωτισμό. Επιδιώκει συχνά παιχνίδια με το φως και τις ακτίνες του ήλιου, εμφανίζοντας ηλιαχτίδες και κυκλάκια στο προσκήνιο του φακού (το λεγόμενο μποκέ), περιβάλλον στατικό, συχνά θεατρικό, ενώ αλλάζει συχνά background στη μέση διαλόγων, ένα εύρημα που δίνει μια διαφορετική αίσθηση του χρόνου. Ο Νερούδα είναι το εθνικό είδωλο, αλλά δεν του χαρίζεται, με το να τον θεοποιεί. Ο Γκνέκο στο ρόλο του, χτίζει μια ιδιάζουσα προσωπικότητα, ίσως παρόμοια με τον κινηματογραφικό χαρακτήρα του Σερβίλο στο Il Divo του Σορεντίνο. όπου η μυθοποίηση πηγάζει και από την απομυθοποίηση και την παρουσίαση των αρνητικών στοιχείων της προσωπικότητας. Διπλή μάχη, με την δεύτερη να είναι εσωτερική στον κεντρικό χαρακτήρα, όπου ο ποιητής κι ο πολιτικός μέσα του, άλλοτε αλληλοϋποστηρίζονται, άλλοτε αντιμάχονται, κάτι που το παρουσιάζει ωραία εναλλάσσοντας τη φωνή του με τη φωνή του ποιητή, όταν απαγγέλλει ποιήματα ή τη φωνή του πολιτικού όταν μιλά επίσημα.
Όμοια και ο αστυνομικός έχει δική του εσωτερική διαμάχη, αναζητώντας έναν σπουδαίο άνδρα για να τον δολοφονήσει, μη μπορώντας να κρύψει και τον θαυμασμό του για αυτόν, που συνεχώς αυξάνεται. Στην διαμάχη αυτή στον κόσμο του Νερούδα, ο Πινοσέτ εμφανίζεται μοναχά ως κομπάρσος. Στην πορεία του ανθρωποκυνηγητού ο Νερούδα συναντά εκπροσώπους διάφορων τάξεων, αφήνοντας νοήματα σε δεύτερο επίπεδο.
«Ο κομμουνισμός παλεύει για ένα κόσμο όπου όλοι θα είναι σαν κι εσένα ή για ένα κόσμο όπου όλοι θα είναι σαν κι εμένα;» τον ρωτά η μεθυσμένη κομμουνίστρια αγωνίστρια, που καθαρίζει τουαλέτες, σε έναν από τους δυνατούς διαλόγους του έργου.