ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Θάρρος ή Αλήθεια (Nerve)

nerve 001

two-half-popcorn

Ένα νέο παράνομο παιχνίδι προκλήσεων μέσω κινητών μοιάζει να έχει ξετρελάνει τις νεαρές ηλικίες τα τελευταία χρόνια. Οι έφηβοι είναι χωρισμένοι σε αυτούς που παρακολουθούν και αυτούς που δέχονται τις προκλήσεις που αν τις πραγματοποιήσουν καρπώνονται κλιμακωτά όλο και περισσότερες χρηματικές απολαβές. Η ντροπαλή και συνεσταλμένη Βι προτιμά να μένει κλειστή στον εαυτό της και δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το νέο παιχνίδι στο οποίο λαμβάνει μέρος η κολλητή της Σύδνεϊ. Μια ρίξη στη σχέση των δυο κοριτσιών όμως θα την πεισμώσει να λάβει μέρος στο παιχνίδι. Σταδιακά θα δει τον εαυτό της να ξεκλειδώνεται, θα ανακαλύψει το θάρρος που κρύβει, θα γνωρίσει τον όμορφο και μυστηριώδη Ίαν και θα αποκτήσει μια δημοτικότητα που δε φανταζόταν ούτε στα πιο τρελά της όνειρα.

Το Nerve είναι μια κεφάτη νεανική περιπέτεια με γρήγορους ρυθμούς και ένα ελαφρύ κοινωνικό σχόλιο. Ακολουθεί τους κανόνες των high school / college εφηβικών ταινιών, περί αποδοχής και φιλίας. Ταυτόχρονα, σχολιάζει και την εξάρτηση των σύγχρονων νέων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και τα τηλεπαιχνίδια και τα ριάλιτις που απορροφούν την ενέργεια και το χρόνο τους, αλλά και αποτελούν σχεδόν μονόδρομο για την αύξηση της δημοτικότητας, που είναι το βασικό τους ζητούμενο. Αυτά όλα όμως, λίγο πολύ τα έχουμε ξαναδεί. Έτσι, το ενδιαφέρον στην ταινία εστιάζεται στον τρόπο που μας παρουσιάζει το θέμα της. Εδώ, οι σκηνοθέτες Χένρι Τζουστ και Άριελ Σούλμαν δίνουν ένα προσωπικό στίγμα κινηματογράφισης, κυρίως της νύχτας, με έντονα neon φώτα, με τα εύσημα για τη φωτογραφία να πρέπει να δώσουμε και στον έμπειρο Μάικλ Σίμοντς. Είναι όμως μικρές παρεμβάσεις, δε χαρακτηρίζουν το σύνολο, που χάνει σχετικά σε ομοιομορφία που θα του χάριζε μια συνολική ατμόσφαιρα. Τα εφέ από την άλλη δεν είναι τραβηγμένα, εδώ ακολουθήθηκε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση πιστεύω τελικά που είναι προς όφελος του τελικού αποτελέσματος.

nerve 002

Σε επίπεδο ερμηνειών έχουμε μια ωραία παρουσία της Έμα Ρόμπερτς στον κεντρικό χαρακτήρα μιας συμπαθούς όμορφης νεαρής κοπέλας, με μια γοητεία που η ίδια δε την αντιλαμβάνεται, είναι μεν σκεπτόμενη πιτσιρίκα, αλλά και με μια χαμηλή αυτοεκτίμηση που την κρατά άτολμη στο περιθώριο. Η Ρόμπερτς καταφέρνει να εκφράσει αυτή την ανασφάλεια της εφηβείας, την ανάγκη για αποδοχή, δείχνει εύθραυστη ενώ παράλληλα είναι δροσερή και όμορφη μπροστά στο φακό. Δίπλα της, ο τρίτος κατά σειρά ηλικίας αδερφός Φράνκο, ο Ντέιβ, ο βενιαμίν της οικογένειας του Τζέιμς Φράνκο. Έχει κάτι από τη γοητεία του αδερφού του, αν και το θετικό αυτό σημείο είναι ταυτόχρονα και το αρνητικό. Διότι πέραν της ομοιότητας, που από μόνη της είναι πολλές φορές βαρίδι για ηθοποιούς, ο δημοφιλής αδερφός του έχει την αναγνώριση αλλά και πολλούς πολέμιους που τον έχουν σιχαθεί, ιδίως από τις άπειρες εμφανίσεις του σε ταινίες τα τελευταία χρόνια και ορισμένες εκκεντρικότητες της προσωπικής του ζωής.  Σε μικρό ρόλο της μάνας βρίσκουμε την Τζούλιετ Λιούις, μια ηθοποιό που είχε ξεκινήσει ως ελπιδοφόρο ταλέντο στο γνωστό remake στο Ακρωτήρι του Φόβου, με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο, αλλά δεν είχε την ανάλογη συνέχεια η καριέρα της.

Σε μια χρονική περίδο που στη χώρα μας μεσουρανούν τηλεοπτικά ριάλιτις, από τα πιο αθώα όπως το Voice μέχρι το φετινό trend του Survivor, αλλά και που social media όπως το facebook, instagram και twitter βασιλεύουν ακόμα, είναι δύσκολο μια τέτοια ταινία να πετύχει ένα ηχηρό κοινωνικό σχόλιο. Ιδίως βάζοντας τις μισές προκλήσεις να απαιτούν από τους νέους να βγάλουν ρούχα και τις άλλες μισές να είναι είτε παράνομες είτε επικίνδυνες για τη ζωή τους και τους άλλους.  Με κάποιους νέους να γίνονται το επίκεντρο για λίγα λεπτά και τους υπόλοιπους να είναι ηδονοβλεπτικοί παρατηρητές των ζωών τους μέσα από μια μικρή οθόνη ενός τάμπλετ ή ενός κινητού. Μένει λοιπόν μόνος λόγος να τη δείτε ότι είναι μια ανάλαφρη νεανική περιπέτεια που δε θα σας αφήσει πολλά να θυμάστε μετά.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *