Ο Όλε Κρίστιαν Μάντσεν μιλά για το σινεμά της Δανίας και το Superclasico
Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο in.gr στις 8 Νοεμβρίου 2011
Τον συναντήσαμε στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο αφιερώματος στο έργο του. Ο Όλε Κρίστιαν Μάντσεν είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να σου φτιάξει τη μέρα. Γι’ αυτό μπορεί να ευθύνεται το γεγονός ότι επέλεξε να φτιάξει μια χαρούμενη ταινία (το Superclasico -θα βγει στην Ελλάδα στις 22 Νοεμβρίου με τον τίτλο «Μπουένος Άιρες, σ’ αγαπώ») σε μια σκοτεινή περίοδο. Ή η δική του αισιοδοξία και ο ενθουσιασμός. Ή απλά ο γαλάζιος μπερές που φορούσε στη συνέντευξη.
Λιγότερο γνωστός από άλλους Δανούς σκηνοθέτες (Λαρς Φον Τρίερ, Τόμας Βίντερμπεργκ, Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν), ο Μάντσεν έχει κάνει πολλές -και καλές- ταινίες. Εργάζεται, άλλωστε, ως σκηνοθέτης από τα τέλη της δεκαετίας του ’90.
- Οι ταινίες σου ασχολούνται με διάφορες θεματικές. Πώς επιλέγεις κάθε φορά το θέμα με το οποίο θα ασχοληθείς;
Καλή ερώτηση. Τι είναι αυτό που με συναρπάζει; Είμαι πολύ παρατηρητικός άνθρωπος, παρακολουθώ ειδήσεις, ενθουσιάζομαι εύκολα με μία ιστορία ή με κάτι που μου λέει κάποιος και μερικές φορές ενθουσιάζομαι τόσο που πρέπει να ψάξω να δω εάν από αυτό μπορεί να βγει μια ιστορία. Οπότε είναι θέμα του να βγει από τα μέσα προς τα έξω.
- Είναι δύσκολο αυτό;
Το δύσκολο είναι να βρεις χρήματα. Όλα τα υπόλοιπα είναι πολύ απλά! (γέλια) Το δύσκολο είναι να βρεις τον σωστό τρόπο να λες την ιστορία. Υπάρχει ο σωστός τρόπος από άποψη περιεχομένου. Και μετά υπάρχει και το άλλο: θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Πάντα, βέβαια, επιστρέφω στο θέμα των σχέσεων: στον γάμο, στον έρωτα. Γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτόν, αλλά δεν μπορούμε να ζήσουμε και με αυτόν. Επίσης με ενδιαφέρει πολύ η ιστορία. Τώρα γυρίζω μια ταινία για την Κοπεγχάγη της δεκαετίας του ’60, για τους Μπίτνικς. Οπότε ίσως είμαι λίγο σχιζοφρενικός: έχω πολλές φωνές μέσα μου και κάθε μία μου λέει διαφορετικό πράγμα.
Η νέα σου ταινία, το Superclasico είναι πολύ φωτεινή και αισιόδοξη. Γιατί επέλεξες να γυρίσεις μια «φωτεινή» ταινία;
Μέσα στα τελευταία τρία χρόνια γύρισα τρεις πολύ σκοτεινές ταινίες: το Nordkraft, το Prague και τις Μέρες Θυμού. Οπότε ήθελα να κάνω κάτι πιο αστείο. Επίσης, μεγαλώνω και αρχίζω να βλέπω τα πάντα κωμικά: όλη μου τη ζωή σαν κωμωδία, την ερωτική μου ζωή σαν κωμωδία. Το να κάνω γυρίσματα στην Αργεντινή ήταν πολύ αναζωογονητικό και απελευθερωτικό. Ο τρόπος ζωής, ο τρόπος που σκέφτονται: όλα αυτά τα έφερα μαζί μου «σπίτι». Είναι πολύ πιο αστείο να μην παίρνεις στα σοβαρά κάποια πράγματα. Η ταινία ασχολείται με σοβαρά ζητήματα, αλλά δεν τα αντιμετωπίζει με σοβαρό τρόπο.
- Πώς έγινε η επιλογή του Μπουένος Άιρες; Πήγες εκεί νωρίτερα;
Ναι, ήμουν εκεί 7 ή 8 μήνες. Εκεί γράφτηκε και το σενάριο. Είχα την ιδέα και σκεφτόμουν να κάνω τα γυρίσματα στις ΗΠΑ γιατί εκεί έχουν μία λογική «κάθε μέρα καλοκαίρι». Από την άλλη δεν ξέρουν να παίζουν καλό ποδόσφαιρο. Σκεφτήκαμε και άλλα μέρη, όπως την Αυστραλία. Κάποια στιγμή σκεφτήκαμε να εξετάσουμε την πιθανότητα της Αργεντινής. Πήγαμε στο Σουπερκλάσικο (ο αγώνας μεταξύ των ομάδων Boca Juniors και River Plate) και αυτό που είδαμε εκεί ήταν τελείως τρελό. Δεν έχω δει κανέναν ποδοσφαιρικό αγώνα σαν αυτόν! Είναι μια κουλτούρα με πάθος: πάθος για ποδόσφαιρο, πάθος για φαγητό. Αυτό το πάθος ήταν απαραίτητο για την ταινία μου. Ήθελα έναν τύπο α-παθή να πάει εκεί και αυτά που βλέπει να αντικατοπτρίσουν τις δικές του αδυναμίες.
- Έχουν περάσει χρόνια από το Δόγμα 95. Κοιτάζοντας προς τα πίσω τι ήταν τελικά αυτό;
Ένα πείραμα. Ξέρεις, υπάρχει ένας μύθος ότι οι σκηνοθέτες βοηθούν ο ένας τον άλλο: αυτό δεν ισχύει και δεν ίσχυε ποτέ. Το λέγαμε τότε, αλλά δεν βοηθάει ο ένας τον άλλο. Εγώ είμαι σε μια μικρή ομάδα σκηνοθετών που κάπως βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Σε αυτή είναι και ο Τόμας Βίντερμπεργκ. Αλλά γενικά, όχι. Δεν βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Νομίζω ότι το Δόγμα έγινε απλά επειδή η Centropa χρειαζόταν κάτι να «πουλήσει». Δεν είχε τίποτα τότε, κανένα πρότζεκτ. Ήταν και μια απαραίτητη επιστροφή στην ουσία του να κάνεις σινεμά. Δεν είχαμε χρήματα, οπότε βρήκαμε έναν τρόπο για να γυρίζουμε ταινίες φτηνότερα. Το τέλειο ήταν ότι η συνταγή πέτυχε: έγιναν καλές ταινίες. Πέτυχε.
- Δανοί σκηνοθέτες ακολουθούν επιτυχημένη πορεία εντός ή εκτός της χώρας τους. Νομίζεις ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία στις ταινίες των Δανών δημιουργών;
Εάν υπάρχει «κύμα»; Νομίζω ότι το κοινό στις δανέζικες ταινίες και αυτό για το οποίο δεν μιλάει κανείς είναι ότι στη βάση τους υπάρχουν μικρές, ανθρώπινες ιστορίες. Αυτό δημιουργεί αυτή την αίσθηση του «κοινού» στοιχείου στο σινεμά της Δανίας: ότι φτιάχνονται ταινίες για το πώς είναι να είσαι άνθρωπος.
- Θα κάνεις κι εσύ ταινία στην Αμερική;
Ναι, ετοιμάζω τώρα μια ταινία στις ΗΠΑ, ένα «έξυπνο» θρίλερ που θα ονομάζεται Paper trail.
- Έχεις συνεργαστεί με κάποιους από τους ηθοποιούς σου αρκετές φορές. Αυτή η συχνή συνεργασία σε κάνει να αισθάνεσαι ασφάλεια;
Ναι, εάν κάνεις κάποιες ταινίες μαζί με κάποιους ανθρώπους, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Δεν χρειάζεται να μιλάς τόσο πολύ. Εάν οι ηθοποιοί είναι νέοι, αισθάνεσαι σαν να είσαι μέσα σε μία οικογένεια και εγώ καλούμαι να παίξω τον ρόλο του πατέρα. Και με τη γυναίκα μου έχω συνεργαστεί αρκετές φορές. Τώρα που το σκέφτομαι, βέβαια, αυτό δημιουργεί άλλου είδους περιπλοκές (γέλια). Έχω συνεργαστεί με κάποιους ηθοποιούς που τώρα είναι από τους σημαντικότερους στη Δανία. Η ταινία μου για τους Μπίτνικ θα έχει νέους, καινούριους ηθοποιούς.
- Και η ταινία στην Αμερική; Αμερικανούς;
Ω ναι. Σταρ. (γέλια)
Τι είναι το Superclasico;
Η Υπόθεση
Ο Κρίστιαν είναι ιδιοκτήτης μιας κάβας στο χείλος της χρεοκοπίας, αλλά και οι υπόλοιποι τομείς της ζωής του δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση. Η σύζυγός του, Άννα, τον έχει εγκαταλείψει και ζει στο Μπουένος Άιρες, όπου εργάζεται ως επιτυχημένη ατζέντισσα ποδοσφαιριστών και χαίρεται τη ζωή της με τον πάμπλουτο σταρ του ποδοσφαίρου Χουάν Ντίας.
Μια μέρα, ο Κρίστιαν και ο 16χρονος γιος του παίρνουν το αεροπλάνο για το Μπουένος Άιρες. Η αφορμή για το ταξίδι είναι τα χαρτιά του διαζυγίου, τα οποία ο Κρίστιαν θέλει δήθεν να υπογράψει μαζί με την Άννα, στην πραγματικότητα, όμως, σκοπός του είναι να προσπαθήσει να την ξανακερδίσει.
Trivia
- Το Μπουένος Άιρες: Σ’ αγαπώ είναι το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας που ξεκίνησε το 2001 με την ταινία Kira’s Reason – A Love Story και συνεχίστηκε το 2006 με το Prague. Η πρώτη ταινία είναι μια εισαγωγή για το χωρισμό, η δεύτερη ο ίδιος ο χωρισμός και το Μπουένος Άιρες: Σ’ αγαπώ μιλάει για τον χρόνο μετά το χωρισμό. Πάντως οι δυο πρώτες ταινίες ήταν δραματικές, με μια αμυδρή αίσθηση του χιούμορ, σε αντίθεση με την τωρινή.
- «Μετά το “Prague”» λέει ο σκηνοθέτης, «θέλησα να προσεγγίσω τη ζωή, τόσο τη δική μου όσο και των γύρω μου, φτιάχνοντας μια ταινία που θα υπερτόνιζε τις παράλογες και αστείες πλευρές της αγάπης. Εντέλει είναι μια ταινία για τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει η αγάπη. Κάθε χαρακτήρας στην ιστορία αντιπροσωπεύει και κάτι άλλο».
- Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το ετήσιο και καθιερωμένο ντέρμπι του αργεντίνικου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, που αγωνίζονται με πάθος οι δυο μεγαλύτερες ομάδας του Μπουένος Άϊρες (Μπόκα Τζούνιορς και Ρίβερ Πλέιτ). «Πρόκειται για ένα ποδόσφαιρο άγριο, βίαιο και παθιασμένο, που πολλές φορές δεν ελέγχεται», σύμφωνα με τον σκηνοθέτη. Ο ίδιος λέει ότι ο τίτλος της ταινίας έχει διττή επεξήγηση. «Πλην του ντέρμπι που προανέφερα, λέγεται ακόμη από τις Αργεντίνες γυναίκες όταν έρχονται Ευρωπαίες στην πατρίδα τους και ερωτεύονται τους νεαρούς και καυτούς Λατίνους άντρες τους. Όπως ακριβώς δηλαδή και η ηρωΐδα της ταινίας μου» προσθέτει ο Όλε Κρίστιαν Μάντσεν.
- Η ταινία προβλήθηκε στις αίθουσες της Δανίας τον Μάρτιο του 2011, κόβοντας περισσότερα από 185 χιλιάδες εισιτήρια. Ήταν υποψήφια σε 10 κατηγορίες στο Robert Festival της Κοπεγχάγης, ενώ στα δανέζικα Βραβεία Zulu και Bodil κέρδισε βραβείο Β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Πάπρικα Στέιν.
- Αποτέλεσε την επίσημη υποψηφιότητα της Δανίας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας 2012, φτάνοντας μέχρι τους 9 φιναλίστ, τον Ιανουάριο του 2012.