Εκτός τροχιάς
Πως είναι να έχεις παίξει σκάκι με τον Λορδο Βύρωνα; Να έχεις γνωρίσει ανθρώπους – θρύλους της Ιστορίας; Να έχεις ζήσει την Ιστορία; Πως είναι να βλέπεις τους άλλους να γίνονται σκόνη κι εσύ να παραμένεις ακλόνητος;
Η ταινία του 61χρονου πλέον (αν και δεν του φαίνεται καθόλου) Jim Jarmusch ONLY LOVERS LEFT ALIVE αποτελεί ύμνο στους γοητευτικούς αποκλίνοντες, τους αποσυνάγωγους, αυτούς που βαδίζουν διαγώνια, όταν οι υπόλοιποι βαδίζουν ίσια. Ένα ζεύγος υπεραιωνόβιων, αλλά σκανδαλιστικά αγέραστων, βρικολάκων ο Αδάμ και η Εύα (σαρκασμός του βιβλικού ζεύγους των Πρωτοπλάστων άραγε;) διαβιώνουν μακριά απ΄τα περίεργα μάτια, διακριτικά και απομονωμένα, εκείνος ταμπουρωμένος σε μια παμπάλαια μονοκατοικία στο Ντιτρόιτ (πόλη-φάντασμα πλέον) των Η.Π.Α. , εκείνη στην Ταγγέρη του Μαρόκου. Μπορεί να τους χωρίζουν θάλασσες αλλά αυτό δεν έχει καμία αρνητική επίδραση στην αγάπη τους, που είναι -φυσικά- αιώνια. Ο Jarmusch έχοντας πετύχει διάνα στην επιλογή των ηθοποιών που υποδύονται το μοιραίο δίδυμο, μας προσφέρει ένα αξέχαστο ζευγάρι ομορφιάς και καταραμένης γοητείας.
Οι Tilda Swinton – Tom Hiddleston είναι τίποτα λιγότερο από γαμάτοι. Πλήρως βυθισμένοι στους χαρακτήρες που υποδύονται, ιδίως ο υπέροχος Hiddleston, μπορούν κάλλιστα να λειτουργήσουν ως πρότυπα για τους απανταχού ανυποχώρητα ρομαντικούς, τους σκεπτόμενους, τις χαμηλών τόνων υπάρξεις με εσωτερικό βάθος όμως. Κι ας είναι βαμπίρ (νεκροί που τρέφονται μ’ αίμα ζωντανών για να κρατηθούν στη ζωή) , όχι όμως ζόμπι , όπως περιφρονητικά αποκαλεί τους άλλους ο μουσικός και απεχθανόμενος τη δημοσιότητα, ‘Άνταμ. Η Εύα κι ο Άνταμ γνωρίζουν τα πάντα- από vintage μουσικά όργανα (η σεκάνς με τον Άνταμ να θαυμάζει, εξετάζει ηλεκτρικές κιθάρες Gibson και Supra- εκπληκτικές κατασκευές- κάνει κάθε εραστή της μουσικής να ριγήσει ), μέχρι επιστημονικά θέματα, λογοτεχνία κ.λ.π. Με μία άφθαρτη νεότητα αμφότεροι και ακαταμάχητο στυλ, αντιστέκονται , μένουν έξω απ΄ το ποτάμι της ζωής, της πορείας των κοινωνιών προς την (αυτο)καταστροφή τους [βλ. την μόλυνση του περιβάλλοντος και του ανθρώπινου οργανισμού] , προστατευμένοι απ΄το κουκούλι τους, το φτιαγμένο από έρωτα, μουσικάρες και βιβλία. Η μοναδική επαφή με ανθρώπους, που επιτρέπουν στους εαυτούς τους, είναι αυτή που τους εξασφαλίζει την τροφή τους- όχι , δεν δαγκώνουν καρωτίδες οι δύο εραστές. Πλέον προμηθεύονται καλής ποιότητας αίμα από άτομα της εμπιστοσύνης τους (φοβερές οι σκηνές όπου γεύονται το αίμα σαν να πρόκειται για κάποιο σπάνιο ποτό). Εδώ να πούμε ότι η ταινία του Jarmusch, δεδομένου ότι ήδη έχουν προηγηθεί κι άλλες όμοιας θεματικής, εξίσου ή και περισσότερο στιλάτες και γοητευτικές , δεν κομίζει γλαύκας στας Αθήνας, απ΄την άποψη της απεικόνισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα βαμπίρ ανά τους αιώνες, φερ’ειπείν και στα The Hunger, Daughters Of Darkness, Byzantium, Kiss Of The Damned, οι βρικόλακες που πρωταγωνιστούν, καταγίνονται με το πως θα παραμείνουν στη ζωή, στραγγίζοντάς την κυριολεκτικά, απ΄τα κορμιά των ανυποψίαστων ανθρώπων, χωρίς φυσικά να γίνουν ποτέ αντιληπτοί. Άρα, απ΄αυτή την άποψη, η ταινία δεν μπορεί να θεωρηθεί και τόσο πρωτότυπη.
Όμως, το ζευγάρι των δύο σαγηνευτικών βρικολάκων μπορεί να λειτουργήσει και ως σύμβολο για κάτι άλλο, πέρα απ ΄το προφανές (δηλαδή την αντιπαράθεση μεταξύ ιδιαίτερων όντων και του συρφετού των υπολοίπων). Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ιστορία τους ως αλληγορία της εσωτερικής μάχης που δίνει καθημερινά ο άνθρωπος (και όχι το βαμπίρ) ζώντας στο καμίνι της συνύπαρξης με τους άλλους ανθρώπους. Το πως θα κατορθώσει να τιθασεύσει το κτήνος μέσα του -το ζώο που είναι, χάριν της πολιτισμένης συμβίωσης. Κάθε ιστορία για βρικόλακες, κι αυτή δεν αποτελεί εξαίρεση πιστεύω, μπορεί να ιδωθεί υπ΄αυτό το πρίσμα, ως αλληγορία περί κοινωνικοποίησης. Ο Αδάμ και η Εύα βέβαια, μοιάζουν απαλλαγμένοι εν πολλοίς απ’ αυτή τη δοκιμασία, έτσι που ζουν απομονωμένοι στον κόσμο τους, τον καμωμένο από Τέχνη, έρωτα και στοχασμό. Μοιάζουν αυτάρκεις, όσο υπάρχουν πρόθυμοι “υπηρέτες” να τους εφοδιάζουν μ’ αίμα και όσο διαθέτουν άφθονο χρήμα, ώστε να γλιστράνε επιδέξια ανάμεσα στ’ αγκάθια των καθημερινών συναλλαγών. Όσο μπορούν να κρατάνε μακριά τους τα στίφη των ηλίθιων θνητών που αποθεώνουν και αποκαθηλώνουν με την ίδια λύσσα και προχωρούν φρενιασμένοι στην καταστροφή. Οι βρικόλακες του Jarmusch δεν είναι τα κραυγαλέα αιμοδιψή κτήνη που σκορπάν’ τον τρόμο.Είναι πιο εκλεπτυσμένα όντα, ορέγονται σιωπηλά και ικανοποιούν τη ζωτικότατη ανάγκη τους διακριτικά και πολιτισμένα.
Πεθαίνουν οι Απέθαντοι; Εκτός απ΄τους γνωστούς τρόπους εξόντωσης τους (ασημένιες σφαίρες, παλούκι στην καρδιά, έκθεση στο ηλιακό φως), φαίνεται πως υπάρχει και πιο συνηθισμένος τρόπος: η πείνα. Η περίπτωση του έτερου βαμπίρ Κρίστοφερ Μάρλοου (ο δραματουργικός αντίπαλος του Σαίξπηρ, 2 χρόνια μεγαλύτερος του θυμίζω), που τον υποδύεται ο John Hurt φαίνεται να μας λέει ότι ναι, τα βαμπίρ περνάνε στην ανυπαρξία αν στερέψουν οι βάνες του αίματος. Εδώ φαίνεται, με το φινάλε κυρίως, ότι ο Jarmusch υπονομεύει κατά κάποιο τρόπο την προηγούμενη αυτάρκεια των δύο εραστών- σαν να ξεπέφτουν κατ’ ανάγκη στον κόσμο των θνητών, δύο εκπεσόντες πρίγκιπες που παρακολουθούν τ’ ανθρώπινα με φιλοσοφική βαθύτητα, τα χλευάζουν, για να πέσουν τελικά με τα μούτρα πάνω τους…
Η ταινία του Jarmusch μοιάζει με ολονύχτιο μεθύσι, προκαλεί ένα μούδιασμα σ΄όλο το κορμί, χασμουρητά κι εξάντληση ενίοτε, αλλά με την εικόνα του ακαταμάχητου ζεύγους να κολλάει στους εγκεφαλικούς νευρώνες για πάντα. Η Εύα κι ο Αδάμ τρέφονται -κυριολεκτικά- απ ΄τους άλλους. Είναι τα παράσιτα που απομυζούν τη ζωή προς όφελός τους. Αν μπορούν να μας διδάξουν κάτι, αυτό είναι η διατήρηση, σε πείσμα όλων των ηλιθίων, της ποιότητας του βίου. Όπως είχε γράψει κι ο Κωστής Παπαγιώργης, «το στοίχημα είναι να μπαίνεις στην αγορά αλλά να μην γίνεσαι αγοραίος», να μην ταυτίζεσαι μαζί της. Απ΄τα πορφυρά ποτάμια που κυκλώνουν τους δύο εραστές, ας κρατήσουμε την Ομορφιά, τον βαθύ και άφθαρτο Έρωτα, την Τέχνη. Γι’αυτά και μόνο αξίζει να μας δαγκώσουν.