Πανδημία
Δυστυχώς, είχα υψηλές προσδοκίες από την πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Δημήτρη Πιατά, που μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής. Η ταινία βασίζεται σε ένα αξιολογότατο αρχειακό βιντεάκι μικρού μήκους που αξίζει τον κόπο να κάτσετε ως το τέλος να το δείτε. Κατά τα άλλα, έχει μια ξεκάθαρη κεντρική ιδέα, αλλά μπλέκει πολλά ασύνδετα πράγματα προσπαθώντας να φτιάξει ένα δικό της σύμπαν –ίσως μελλοντολογικό, ίσως απλά παράλληλο με το παρόν μας- και κάπου μέσα εκεί χάνεται προδομένη από τις τεχνικές της ελλείψεις σε εικόνα και ήχο.
H υπόθεση περιπλέκεται σε μια πολύπαθη αλληγορικά φανταστική Ελλάδα, όπου πλήττεται από μια παράξενη πανδημία. Παρακολουθούμε έναν φτασμένο δημοσιογράφο, άνθρωπο του συστήματος, ο οποίος προσκαλείται από έναν σατυρικό τηλεπαρουσιαστή στην εκπομπή του. Αμφότεροι καταστρώνουν τα δικά τους σχέδια για την εκπομπή. Ενώ ο τηλεπαρουσιαστής έχει απώτερο σκοπό να τον παγιδεύσει και να τον διαπομπεύσει δημόσια, ο δημοσιογράφος αρχίζει να παρουσιάζει συμπτώματα της φονικής «πανδημίας».
Σεναριακά τα προβλήματα φουντώνουν ως προς την ανάπτυξη των χαρακτήρων που παρουσιάζονται, αλλά και τους διαλόγους. Οι τελευταίοι, ενώ θα έπρεπε να είναι αστείοι με την έννοια του καυστικού σχολίου μένουν συνήθως σε επιδερμικό χιούμορ, επίπεδου επιθεώρησης. Το πρώτο μέρος χαρακτηρίζεται από εξωτερικά πλάνα, όπου ο σκηνοθέτης δεν κατάφερε να τιθασεύσει τη μάζα του όχλου να μοιάζει ρεαλιστικός και φτηνά εσωτερικά τηλεοπτικά πλάνα εκπομπών, που παραπέμπουν στη δεκαετία του 80. Στο δεύτερο μέρος περνάμε σε χώρο θεατρικό με παρόμοια κινηματογράφιση. Εκεί ο Πιατάς είναι σαφώς περισσότερο σε οικείο χώρο και το αποτέλεσμα βελτιώνεται αισθητά.
Ξέρω ότι πολλοί θα βιαστούν να πλέξουν διθυράμβους ή αντίθετα να λιθοβολήσουν τον δημιουργό, εγώ νιώθω ότι ήταν κάτι που ο Δημήτρης Πιατάς ήθελε πολύ να το κάνει και το τόλμησε. Και το έκανε με τους δικούς του όρους, στο δικό του στιλ, χρησιμοποιώντας τους δικούς του ανθρώπους, φίλους του, κυρίως ερασιτέχνες και όχι ηθοποιούς. Η κόρη του έχει μια μικρή δική της εσωτερική μίνι ιστορία που αν είχαν δουλέψει όλα καλά θα είχε προσδώσει άλλο ύφος στην ταινία. Η Ναταλία Δραγούμη τελικά εμφανίζεται ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής του, ο πρώην πρύτανης, έχει μια ενδιαφέρουσα εμφάνιση για άνθρωπο που δεν έχει ασχοληθεί με την ηθοποιία, αλλά τελικά προδίδεται -όπως και οι λοιποί δημοσιογράφοι που εμφανίζονται- από μη ρεαλιστικότητα της ερμηνείας.
Το σουρεαλιστικό στοιχείο είναι έντονο, όπως και το υποβόσκων μήνυμα της «παλαιότερης σειράς», ότι είναι ακόμα εδώ παρά την κρίση και δεν θέλει να μείνει με τα χέρια σταυρωμένα και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε. Είναι το μικρό λιτό αλλά συγκινητικό σχόλιο του εμπνευστή, απέναντι στην άποψη που καυτηριάζεται στο έργο: «Γιατί έπαψε να φωνάζει; …Επειδή μεγάλωσε». Τελική ετυμηγορία, λοιπόν, καλή η σκέψη, κακή η εκτέλεση.