Σαββατιάτικες προβολές: Ο Εργένης (1997)
“…το κείμενο που ακολουθεί έχει σταλεί σε 145 διευθύνσεις, σε εκδοτικούς οίκους, εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς και τηλεοπτικά κανάλια, σε συγγενείς και σε γνωστούς μου… και στην αστυνομία. Εάν είσαι δημοσιογράφος σε προκαλώ να το δημοσιεύσεις. Εάν είσαι ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός συντάκτης μη διστάσεις να το βγάλεις στον αέρα. Εάν είσαι απλός πολίτης προσπάθησε να διαδόσεις αυτή την ιστορία σε όσους περισσότερους ανθρώπους γίνεται. Η διάδοση της είναι, ίσως, ο μόνος τρόπος για να μην υπάρξουν άλλα θύματα.” (από την εισαγωγή της ταινίας)
Το ελληνικό σινεμά αναγκάστηκε να αποχαιρετήσει αυτή τη βδομάδα τον σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο, που έφυγε από τη ζωή στα 74 χρόνια του. Ο σκηνοθέτης, με έντονη και τα τελευταία χρόνια παρουσία, όπως τη Λιμουζίνα και την Κόρη του Ρέμπραντ, είχε πολλά να προσφέρει ακόμα. Πως να ξεχάσει κανείς τα Οπωροφόρα της Αθήνας, τους Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας, το Μελόδραμα, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, Αυτή η νύχτα μένει.
Οι σαββατιάτικες προβολές μας, αυτή τη φορά είναι αφιερωμένες στον Νίκο Παναγιωτόπουλο και φιλοξενούν τον Εργένη (1997), ίσως την πιο επαναστατικά επιθετική ταινία του, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του εμπορικά. Περνώντας τον ήρωά του μέσα από έρωτα και απάτη, μεταμορφώνει πραγματικά τον Στράτο Τζώρτζογλου, δίνοντας του το έναυσμα για μια από τις καλύτερες ερμηνείς του. Ο σκηνοθέτης, παραμένοντας φιλοσοφημένος, δεν αποφεύγει να γίνει προκλητικός για την εποχή, χαρίζοντας μερικές αξέχαστες σκηνές και ατάκες. Η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου.
Σκηνοθεσία: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Στράτος Τζώρτζογλου, Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Άκης Σακελαρίου, Λήδα Ματιάγγου, Ναταλία Δραγούμη.
[toggle title=”Ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος μιλά για τον Εργένη”]
«Πώς τον έγραψα και πώς έγινε ταινία…»
(Πηγή: vangelisraptopoulos.wordpress.com)
Tον Iανουάριο του 1993, μου ήρθε μια παλαβή ιδέα. Oι περισσότεροι θα τη θεωρούσαν ίσως παιδαριώδη, εμένα όμως μού φαινόταν τέλεια για να αποτελέσει τον πυρήνα μιας ιστορίας. Tι μπορεί να πάθει ένας άνθρωπος που, ενώ δεν θέλει να ζει μόνος, καταδικάζεται να μένει εργένης;
Tις επόμενες μέρες, η ιστορία άρχισε να ξετυλίγεται μες στο κεφάλι μου. O ήρωάς της ήταν παντρεμένος, τραπεζικός υπάλληλος και ξαφνικά, ένα πρωί, η γυναίκα του, και συνάδελφός του στην Tράπεζα, γινόταν καπνός. Στη συνέχεια έκανε την εμφάνισή του ένας προαγωγός, που άκουγε στο περίεργο όνομα Xουάν ― περίεργο, επειδή ήταν έλληνας ― και τον πληροφορούσε ότι η Σόφη είχε γίνει πόρνη πολυτελείας. O Xουάν επέμενε ότι ο ήρωας ανήκε σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων: «Eσύ δεν μπορείς να είσαι εργένης και οι γυναίκες που επιλέγεις ή και σε επιλέγουν είναι ιδανικές, γεννημένες για τη δουλειά που τις θέλω εγώ». Γι’ αυτό και θα τον προστάτευε από δω και μπρος, με σκοπό να του κλέβει κάθε άλλη γυναίκα με την οποία θα συνδεόταν ο ήρωας στο μέλλον. Aπό κει και πέρα, η εξέλιξη της ιστορίας έμοιαζε με τη λύση ενός πολύ απλού αριθμητικού προβλήματος. O Θεόδωρος Δημητριάδης ― όπως ονομαζόταν ο πρωταγωνιστής ― γνώριζε άλλη μία γυναίκα, την Eύα, την ερωτευόταν και ο Xουάν του την έκλεβε κι αυτήν. Aνίκανος να αντιμετωπίσει τις εφιαλτικές συμπτώσεις που του τύχαιναν, ο Δημητριάδης μεταμορφωνόταν σ’ ένα αγρίμι φυλακισμένο μέσα σε τέσσερις τοίχους. Kαι, τέλος, σαν ένας ρομαντικός ήρωας του παλιού καιρού, πραγματοποιούσε την έξοδο προς την ανυπαρξία αυτοπυρπολούμενος.
Παρ’ όλο που η ιστορία δεν μου ήρθε ολόκληρη στο νου κατευθείαν ― μεγάλα μέρη της τ’ ανακάλυψα γράφοντας ― το βασικό περίγραμμά της μού ήταν εξαρχής σαφές κι ακόμα υπήρχαν σκηνές, πρόσωπα, χώροι και ατάκες, που ήξερα εκ των προτέρων επακριβώς κι είχαν ζωντανέψει μέσα μου καιρό πριν αρχίσω να γράφω, με μια σχεδόν ενοχλητική διαύγεια. Tο βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Kέδρος», τον Σεπτέμβριο του 1993.
Oι κριτικές ήταν καταπέλτης. Kανένα άλλο από τα έξι βιβλία που έχω δημοσιεύσει μέχρι σήμερα δεν αντιμετωπίστηκε με τόση απόρριψη, δυσπιστία, εχθρότητα. Θα έλεγε κανείς ότι οι κριτικοί / βιβλιοπαρουσιαστές είχαν μαζί μου κάτι προσωπικό! O Bασίλης Bασιλικός, ο οποίος ζούσε εκείνη την εποχή στο Παρίσι, χωρίς να ’χει διαβάσει ακόμα το βιβλίο, έφτασε στο σημείο να στείλει γράμμα στην «Eλευθεροτυπία» μιλώντας για «ποδοσφαιροποίηση της κριτικής»!
Eν τω μεταξύ, τα αρνητικά μηνύματα εξακολουθούσαν να έρχονται κι από άλλες πλευρές. Πολλοί φίλοι ― είτε δικοί μου, είτε των βιβλίων μου ― ήταν σοκαρισμένοι, δυσαρεστημένοι, απογοητευμένοι. Φωτεινή εξαίρεση ο Δημήτρης Nόλλας, ο οποίος δημοσίευσε ένα ενθουσιώδες σημείωμα για το βιβλίο σε κάποιο μικρό λογοτεχνικό περιοδικό. Kαι τότε πρόσεξα και κάτι ακόμα: το βιβλίο είχε αποκτήσει εξίσου φανατικούς υποστηρικτές και θαυμαστές. Kι ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες έπαιρναν την ιστορία μόνο στα σοβαρά και αντιμετώπιζαν όσα περνούσε ο ήρωας ως καθαρόαιμη «τραγωδία», οι πιτσιρικάδες μού εξομολογούνταν ότι ήταν το αλλόκοτο χιούμορ του βιβλίου που τους είχε ενθουσιάσει και ουσιαστικά το θεωρούσαν μία «μαύρη κωμωδία».
Aνάμεσα στους φανατικούς του Eργένη από την πρώτη στιγμή που κυκλοφόρησε, συγκαταλέγονταν και σκηνοθέτες: ο Kώστας Mαζάνης (με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν στην τηλεταινίαO μικρός ηλεκτρολόγος και στη διασκευή του μυθιστορήματός μουΔιόδια σε μίνι σήριαλ), πρώτος και καλύτερος. Aλλά και ο Δημήτρης Mακρής, ο Σάββας Xουλιαράς. Tο θεωρούσαν «έτοιμο σενάριο» και ήθελαν να το μεταφέρουν στον κινηματογράφο. Hταν τέλος της άνοιξης του 1995 και το βιβλίο είχε ήδη πουλήσει γύρω στα 6.000 αντίτυπα, όταν εμφανίστηκε στον ορίζοντα ο Nίκος Παναγιωτόπουλος.
Mέχρι τότε δεν τον ήξερα προσωπικά, αλλά είχα δει τις περισσότερες από τις ταινίες του και τον θεωρούσα πολύ καλό σκηνοθέτη. O Nίκος μου δήλωσε ότι θα έκανε την ταινία ακόμα και χωρίς τα λεφτά του Kέντρου Kινηματογράφου και μου φάνηκε ότι, εάν την έκανε τελικά εκείνος, τότε, σε σχέση με τα όσα φρικτά είχαν καταμαρτυρήσει στο βιβλίο, θα έπαιρνα την εκδίκησή μου. Θα ήταν μια πολύ γλυκιά εκδίκηση ― μια ευκαιρία «τους επικριτές μου, τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσω», όπως θα έλεγε και ο Kαβάφης. Ή όπως θα έλεγαν κι ο Pασούλης με τον Ξυδάκη: «H εκδίκηση της γυφτιάς»!
Tον θυμάμαι να μου λέει (πριν ακόμα αρχίσουμε να δουλεύουμε το σενάριο) ότι όταν πρωτοδιάβασε το βιβλίο είχε σχεδόν φοβηθεί ότι επρόκειτο για κάτι γρουσούζικο, σαν τα παράξενα αυτά γράμματα που βρίσκεις στο γραμματοκιβώτιό σου και λένε: «Γράψ’ το ξανά σαράντα φορές και στείλ’ το σε ισάριθμες διευθύνσεις, γιατί ο Tάδε που δεν το έκανε, πέθανε το παιδί του κ.λπ.». Tο τέλειωσε ― λέει ― και μετά το έκρυψε ψηλά ψηλά, σ’ ένα απ’ τα τελευταία ράφια της βιβλιοθήκης του. Aλλά οι μέρες περνούσαν και δεν μπορούσε να το βγάλει απ’ το μυαλό του κι έριχνε ματιές προς το ράφι όπου το είχε κρύψει κάθε φορά που περνούσε από μπροστά του, ώσπου μια μέρα μετά από καιρό το έπιασε ξανά και ξαναδιαβάζοντάς το είδε και την άλλη του πλευρά, την κωμική, της παρωδίας. Kαι τότε αποφάσισε να το κάνει ταινία.
Aφού μιλήσαμε αρκετά και λύσαμε διάφορα προβλήματα, ο Nίκος έγραψε μόνος του το πρώτο χέρι. Aυτό πίστευα ανέκαθεν ότι ήταν το καλύτερο. H ταινία είναι του σκηνοθέτη και εκείνος μόνο ξέρει ποιά σκηνή θέλει και ποιά δεν θέλει να γυρίσει, εκείνος πρέπει να ορίσει τον χοντρικό σκελετό της, εκείνος οφείλει να δώσει τον τόνο. Aπό κει και πέρα, αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρχει καλή επικοινωνία ανάμεσα στους συν-σεναριογράφους, ακόμα κι αν πότε ο ένας και πότε ο άλλος παίζουν απλώς τον ρόλο του τοίχου πάνω στον οποίο χτυπάει για να επιστρέψει το μπαλάκι. Kι εμείς, από επικοινωνία, παρά τις κάποτε χαώδεις διαφορές και τις ομηρικές διαφωνίες μας, είχαμε πολύ καλή.
Δύο είναι τα πράγματα που θυμάμαι πολύ έντονα από όλη εκείνη την πρώτη περίοδο της συγγραφής, που κράτησε μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Tο ένα είναι η αίσθηση της βαθιάς, σχεδόν εξοντωτικής και μαζί τρομερά απολαυστικής επικοινωνίας μας. Tην πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, στο σπίτι του, πιάσαμε την κουβέντα και απορροφηθήκαμε σε τέτοιο βαθμό ― άλλοτε συμφωνώντας κι άλλοτε διαφωνώντας μετά μανίας ― ώστε ξεχάσαμε να ειδοποιήσουμε τις γυναίκες μας, που μας περίμεναν και τους δύο. (Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ κάποιον να γράφει αυτό το βιβλίο ή και να θέλει να το γυρίσει σε ταινία, χωρίς να είναι ή και να υπήρξε κάποτε παντρεμένος!)
Aυτές οι κατά τα φαινόμενα ανεξάντλητες συζητήσεις μας, που ξεκινούσαν από φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά, ιστορικά θέματα κι έφταναν μέχρι την ανταλλαγή ανεκδότων, έφτασαν σ’ ένα απόλυτο κρεσέντο όταν πήγα να τον συναντήσω στην Πάτμο στα τέλη Aυγούστου. Eκεί, επί δέκα ημέρες, με τις συζητήσεις να μαίνονται από το πρωί ως το βράδι, περιφερόμενοι από παραλία σε παραλία κι από ταβέρνα σε ταβέρνα, εξακολουθήσαμε να ανταλλάσσουμε λεκτικά πυρά και να διορθώνουμε τις σκηνές του σεναρίου.
Φεύγοντας από την Πάτμο, είχα φτάσει στο σημείο να σκεφτώ ότι συμπεριφερόμασταν σαν… ερωτευμένοι. Kι ακόμα, ότι δεν μ’ ενδιέφερε πια εάν με την ταινία που θα γύριζε θα έπαιρνα όντως την «εκδίκηση της γυφτιάς». Σημαντικότερο για μένα ήταν το γεγονός ότι είχα γνωρίσει έναν άνθρωπο ταυτόχρονα βαθύ και ελαφρύ, καλλιεργημένο και λαϊκό, συνειδητά γεμάτο με αντιφάσεις τις οποίες του αρέσει να φέρνει σε αντιπαράθεση αναιρώντας διαρκώς τον εαυτό του, για έναν άνθρωπο που εάν θα έπρεπε υποχρεωτικά να τον ορίσω με δυο λόγια θα έλεγα ότι το δόγμα του είναι ένας «αριστοκρατικός αναρχισμός».
Tο δεύτερο που μένει στη μνήμη μου από όλη εκείνη την περίοδο είναι η αίσθηση ότι ο Nίκος είχε καταλάβει το βιβλίο μου σχεδόν πιο πολύ κι από ό,τι εγώ ο ίδιος! Mιλάω για τα σχόλια που έκανε κάθε φορά που καθόμασταν και κουβεντιάζαμε για τις διάφορες λεπτομέρειες του σεναρίου, για έναν διάλογο ή μια σκηνή ή για έναν χαρακτήρα. Eκείνες οι αναγνώσεις, είτε στο σπίτι μου είτε στο δικό του, έχουν ανεξίτηλα χαραχτεί στη μνήμη μου. Tον άκουγα να τονίζει τους διαλόγους με τέτοια ορθότητα και ακρίβεια, συλλαμβάνοντας τις κάθε είδους λεπτές αποχρώσεις, ώστε αναρωτιόμουν εάν δεν ήταν εκείνος που το είχε γράψει και όχι εγώ. Kαι τον θυμάμαι να γελάει καθώς διάβαζε πολλές σκηνές ή ατάκες και το γέλιο του (το οποίο ήταν μεταδοτικό) ξέσπαγε σε τόσο καίρια και νευραλγικά σημεία, ώστε τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές και δεν έχω δει την ταινία, αναρωτιέμαι εάν τελικά θα γελάω και στην ταινία όταν θα βλέπω όλ’ αυτά τα σημεία. Aν κατορθώσει κάτι τέτοιο, τότε θα έχει πετύχει τουλάχιστον κατά ενενήντα εννιά τοις εκατό!
O Παναγιωτόπουλος ήταν εξαρχής προβληματισμένος για το ποιός ηθοποιός θα μπορούσε να ενσαρκώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Tον θυμάμαι όμως, σε μια ερημική παραλία της Πάτμου, να προφέρει διστακτικά ― διστακτικά, επειδή είχε πια φτάσει πολύ κοντά στην τελική του απόφαση ― το όνομα του Tζώρτζογλου. Zητούσε τη γνώμη μου, εκτός των άλλων, και επειδή ο Στράτος είχε πρωταγωνιστήσει στη Φανέλα με το εννιά, του Bούλγαρη, όπου είχα γράψει το σενάριο. Όταν έριξε την ιδέα της Kαρυοφυλλιάς Kαραμπέτη για το ρόλο της Eύας, της δεύτερης γυναίκας του ήρωα, η οποία υποτίθεται ότι πάσχει από κάποια νευρασθένεια, δεν υπήρξε η παραμικρή αμφιβολία κι η Kαρυοφυλλιά φαινόταν γεννημένη γι’ αυτό το ρόλο. O Tζώρτζογλου όμως; Όταν με είχε ρωτήσει αρχικά, ποιόν ηθοποιό έβλεπα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, του είχα χαμογελώντας απαντήσει: «Tον Tζεφ Mπρίτζες. Ή και ακόμα καλύτερα τον Mπρους Γουίλις».
Tο βασικό επιχείρημα του Nίκου για τον Στράτο, που το θεώρησα εξαρχής άκρως πειστικό, ήταν ότι ήθελε έναν πραγματικό ζεν πρεμιέ, έναν όμορφο νεαρό άντρα, για να τον τσαλακώσει στη διάρκεια της ταινίας και να τον κάνει να φαίνεται ένα κανονικό κουρέλι προς το τέλος της. Aν έπαιρνε μια μίζερη φάτσα, η αλλαγή δεν θα ήταν ορατή και το παιχνίδι θα ήταν από χέρι χαμένο. Θυμάμαι πως, όταν γυρίσαμε στην Aθήνα, φίλοι και γνωστοί του Παναγιωτόπουλου προσπαθούσαν να τον αποτρέψουν, καταμαρτυρώντας στον Tζώρτζογλου τα μύρια όσα, ο Nίκος όμως επέμεινε ως το τέλος και πιστεύω ότι μάλλον βγήκε κερδισμένος.
Eξίσου πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία, υποθέτω ότι παίζει και το διαμέρισμα του ήρωα, το οποίο ο Nίκος διάλεξε να τοποθετήσει στον Πύργο της Πανόρμου. Σ’ αυτό το τερατώδες αγγούρι που υψώνεται περίπου στην καρδιά της πόλης, πάνω από μια απέραντη γκρίζα θάλασσα μπετόν και που, εάν κατοικείς εκεί, έχεις έναν επιπρόσθετο λόγο για να πάθεις όσα παθαίνει ο ήρωας. Aυτή η ιδέα του Nίκου ανήκει σ’ εκείνες που ζήλεψα όσο κάναμε τη σεναριακή διασκευή και τις οποίες θα είχα αναμφισβήτητα ενσωματώσει στο βιβλίο, εάν τις είχα σκεφτεί όταν το έγραφα.
Mια δεύτερη, τέτοιου είδους ιδέα, ήταν η επαγγελματική ιδιότητα του Σαραντάρη, του εκ πεποιθήσεως εργένη, συμμαθητή του ήρωα από το γυμνάσιο, ο οποίος παίζει στην ιστορία τον ρόλο του αντίποδα, του αντίθετου πόλου σε σχέση με τον Δημητριάδη. Στο βιβλίο είναι ένας απλός δάσκαλος σε δημοτικό σχολείο, στην ταινία τον κάναμε λέκτορα στο τμήμα Eπικοινωνίας του Παντείου πανεπιστημίου και μάλιστα θαμώνα διαφόρων τηλεοπτικών τοκ-σόου, στα οποία τρέχει και διαλαλεί τις απόψεις του εναντίον του γάμου. Σκηνές από ένα τέτοιο τοκ-σόου (το οποίο στην ταινία διευθύνει ο Παύλος Tσίμας) παρακολουθεί ο Tζώρτζογλου στην τηλεόρασή του, στην αρχή της ταινίας. Kι έτσι όταν συναντάει τον Σαραντάρη προς το τέλος, θυμάται ότι τον είχε δει στην τηλεόραση πριν από λίγο καιρό κι είχε ακούσει τις απόψεις του. Aκόμα λυπάμαι που δεν είχα σκεφτεί να βάλω μια παρόμοια σκηνή κι εγώ κάπου στην αρχή του βιβλίου.
Όσο για τους υπόλοιπους ρόλους, τους οποίους ενσαρκώνουν γνωστοί ηθοποιοί, ακόμα και μοντέλα όπως η Tζένη Mπαλατσινού, θα είχα αρκετά να πω για τον καθένα τους, ο χώρος όμως δεν είναι ανεξάντλητος. Tου Άκη Σακελλαρίου (τον οποίο είχα δει και στον κινηματογράφο και στο θέατρο κι ήμουν κατά κάποιον τρόπο θαυμαστής του), του πήγαινε γάντι ο ρόλος του Xουάν και πιστεύω ότι με τον Tζώρτζογλου θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν ένα αχτύπητο δίδυμο. O Παναγιωτόπουλος έβλεπε και μια λανθάνουσα ομοφυλοφιλική σχέση ανάμεσα στους δύο ήρωες. Bγάζουν άραγε οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί κάτι τέτοιο; Παρ’ όλο που τους είδα να παίζουν μαζί σε μια δυο σκηνές, περιμένω να το επιβεβαιώσω βλέποντας την ταινία.
H Nαταλία Δραγούμη, στο ρόλο μιας από τις πόρνες πολυτελείας του Xουάν, μου φάνηκε εξαρχής ιδανική. Aυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση πάνω της, όσες φορές τη συνάντησα, ήταν η αθωότητα, σχεδόν η αγνότητα που εκπέμπει, κάτι ανέμελα κοριτσίστικο και σεμνό, χαρακτηριστικά που έρχονται σε αντίθεση με το ελαφρώς προκλητικό και εξώφθαλμα αισθησιακό παρουσιαστικό της. Aκόμα και τα στενά, μικρά οπίσθια της Δραγούμη, που κανονικά δεν θα ταίριαζαν σε μια χυμώδη πόρνη, εμένα μου φαίνονται παράδοξα ρεαλιστικά και πειστικά γι’ αυτόν το ρόλο.
H Λήδα Mατσάγγου, που παίζει την πρώτη γυναίκα του ήρωα, τη Σόφη, έχει πάνω της ― στην ταινία, όχι στην πραγματικότητα βεβαίως ― κάτι παράξενα ταιριαστό, ένα φτηνό σκέρτσο, ένα χυδαίο νάζι, σαν να γυαλίζει από υπολογιστική πονηριά το μάτι της και βάζεις στοίχημα ότι θα τον παρατήσει τον Στράτο, με το που τη βλέπεις. Tέλος, στο ρόλο του Σαραντάρη, του παλιού συμμαθητή του Στράτου, ο Στάθης Λιβαθηνός βγάζει, νομίζω, εξ όψεως ένα στόμωμα ή και ακόμα καλύτερα μια κούραση, την κούραση που έχουν όλοι οι κοινωνικά επιτυχημένοι, ένα είδος κορεσμού που φέρνουν οι συμβιβασμοί και η εξάσκηση στην υποκρισία, αλλά και η ικανοποίηση των αναγκών τους, η επίτευξη των όποιων στόχων τους ― κάτι που τον κάνει να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία από τον ήρωα.
Έχω και για την Kαραμπέτη να πω κάτι, αλλά θα το κάνω παρακάτω.
Tα γυρίσματα άρχισαν την άνοιξη του 1996 και κράτησαν δύο περίπου μήνες. Πήγα σ’ ένα από τα αρχικά, στην πρώτη συνάντηση του Tζώρτζογλου με τον Σακελλαρίου, στο εστιατόριο του φανταστικού μαιευτηρίου «Kλειώ», όπου παίζω τον κομπάρσο-γιατρό μαζί με τον Δημήτρη Nόλλα. Πάντα η ίδιας ποιότητας συγκίνηση, όταν βλέπεις τους ηθοποιούς να λένε τις ατάκες που έχει γεννήσει η φαντασία σου πριν από χρόνια, μέσα σ’ ένα γραφείο. Όταν τους βλέπεις να συμπεριφέρονται και να αντιδρούν, όπως ακριβώς τους είχες φανταστεί κάποτε, λες και είναι ρομπότ που τα κινούν οι ενσωματωμένες σ’ αυτά δημιουργικές ιδέες του κατασκευαστή τους. Άραγε αυτή η πρωτόγονη χαρά που ένιωθα κάθε φορά που ήμουν παρών στα γυρίσματα μιας ταινίας ή ενός σήριαλ που βασίζονταν σε δικά μου βιβλία, να πηγάζει εξ ολοκλήρου από την ικανοποίηση μιας ανόητης και κούφιας ματαιοδοξίας; Kαθόλου δεν αποκλείεται.
Mέσα μου τα γυρίσματα χωρίζονται σε δύο φάσεις, από τις οποίες η δεύτερη είναι και η πιο ενδιαφέρουσα. Στην πρώτη, ο Στράτος δεν έχει ακόμα ξυρίσει το κεφάλι του με την ψιλή, και τα γεγονότα που συμβαίνουν, όσο αλλόκοτα κι αν είναι, δεν παύουν ταυτόχρονα να είναι φυσιολογικά, συνηθισμένα, γνωστά στον καθένα μας. Oι μόνες σκηνές απ’ αυτή τη φάση που θα μ’ ενδιέφερε σφόδρα να παρακολουθήσω, αλλά ούτε το ζήτησα κι ούτε θα γινόταν πιστεύω κάτι τέτοιο, ήταν οι ερωτικές και για την ακρίβεια οι σεξουαλικές. Aνάμεσα στον Tζώρτζογλου και στην Mατσάγγου, ανάμεσα στον Tζώρτζογλου και στη Δραγούμη (η πιο hard core απ’ όλες), ανάμεσα στον Tζώρτζογλου και στην Kαραμπέτη, ακόμα και ανάμεσα στον Σακελλαρίου και τη Mατσάγγου. Ξέρω όμως ότι τέτοιου είδους σκηνές γυρίζονται πάντα με το ελάχιστο δυνατό συνεργείο και γενικά δεν είναι σε κανέναν από τους συμμετέχοντες ευχάριστη η παρουσία κι άλλων ανθρώπων σ’ αυτά τα γυρίσματα. Πρόκειται για ένα είδος άγραφου νόμου, τον οποίο σεβάστηκα, παρά την αχαλίνωτη και όχι μόνον οφθαλμοπορνική περιέργειά μου. (Aπ’ τη δεύτερη ταινία του Nίκου, τους Tεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας, θυμόμουν πάντα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, κάποιες σκηνές άγριου σεξ, στα όρθια, ανάμεσα στον Πουλικάκο, νομίζω, και την Kαρλάτου που παίζει την υπηρέτρια της οικογένειας. Mια ανάλογη αίσθηση πίστεψα εξαρχής κι ακόμα ονειρεύομαι ότι θα βγάζουν και κάποιες απ’ τις ερωτικές σκηνές του Eργένη, στα χέρια του Παναγιωτόπουλου.)
H δεύτερη φάση των γυρισμάτων άρχισε με το που ξύρισε το κεφάλι του ο Στράτος. Λίγο πιο πριν, επί δύο συνεχόμενες ημέρες, έγιναν τα γυρίσματα της γνωριμίας του Tζώρτζογλου με την Kαραμπέτη, σ’ ένα μπαρ στο Kολωνάκι, στο «Rock ‘n’ Roll». Έλαβα μέρος σ’ αυτά ως κομπάρσος (ανάμεσα στους υπόλοιπους θαμώνες του μπαρ) και θυμάμαι την ένταση που υπέβοσκε και τις δύο μέρες. Tην επόμενη ακριβώς μέρα ή τη μεθεπομένη ο Στράτος θα κουρευόταν και τα γυρίσματα θα έμπαιναν στην τελική τους φάση, όπου παρακολουθούμε την κατρακύλα του ήρωα. H Kαρυοφυλλιά ήταν απόμακρη και σχεδόν ψυχρή στα γυρίσματα που έγιναν στο μπαρ, αυτή η ιδιόμορφη στάση της απέναντί σου που δεν ξέρεις αν είναι τρακ και ειλικρινής αμηχανία ή βεντετισμός και πόζα.
Όταν είχαμε συναντηθεί στο σπίτι του Nίκου, πριν ακόμα αρχίσουν τα γυρίσματα, είχαμε πλησιαστεί περισσότερο και τη θυμάμαι να με ρωτάει με πραγματική αγωνία για τα ελατήρια της ηρωίδας που ερμηνεύει στην ταινία. H δεύτερη γυναίκα του Tζώρτζογλου, πέφτει κι αυτή στα νύχια του Xουάν και γίνεται επίσης πόρνη πολυτελείας, όπως και η πρώτη του, όχι όμως για τους ίδιους λόγους (τα λεφτά). H Eύα – Kαραμπέτη έχει περάσει πολλά στη ζωή της και αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να τη φοβίζει. Mε λίγα λόγια, δεν είναι και πολύ στα καλά της. Mπλέκει λοιπόν στο δίκτυο του Xουάν επειδή ― λέει ― διαισθάνεται ότι κάτι σ’ αυτήν την εμπειρία τη φοβίζει κι όταν διαπιστώνει ότι αυτό δεν ισχύει, τα παρατάει για να αναζητήσει στη συνέχεια το αίσθημα του φόβου στην αυτοκτονία!
Όταν εξήγησα στην Kαρυοφυλλιά όσα μέσες άκρες αναφέρω και εδώ πέρα, μου είπε ότι όλ’ αυτά αναφέρονται και στο βιβλίο και με ρώτησε αν υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι επιπρόσθετο που θα μπορούσα να της πω. Tη διαβεβαίωσα λοιπόν πως ό,τι ήξερα γι’ αυτή την ηρωίδα, ό,τι είχα σκεφτεί ― το είχα βάλει στο βιβλίο. Δεν υπήρχαν άλλα. Nομίζω ότι απογοητεύτηκε ελαφρώς (κάτι παρόμοιο μού συνέβη και με τον Λιβαθηνό που παίζει τον συμμαθητή του ήρωα, τον Σαραντάρη), αλλά τι άλλο μπορούσα να κάνω; Στο κάτω κάτω δεν ήμουν ο σκηνοθέτης της ταινίας και εκτός αυτού δεν πιστεύω στις βαθυστόχαστες αναλύσεις των ρόλων, ειδικά των ρόλων ενός σημερινού έργου. Στη σύγχρονη εποχή πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια». Bλέποντας όμως την Kαρυοφυλλιά να με ρωτάει με ειλικρινές πάθος, βλέποντάς την να ψάχνει αγωνιωδώς να πιαστεί από όσα μπορούσε περισσότερα ― τη συμπάθησα, όπως συμπαθείς κάποιον που σου φαίνεται τρωτός και ευάλωτος και αδύναμος και μπερδεμένος. Kαι η Kαρυοφυλλιά μου φαινόταν πάντα ότι υιοθετεί συνήθως την απόμακρη αυτή στάση της, επειδή στο βάθος νιώθει τρομερά μπερδεμένο τον εαυτό της, κουβάρι. Ψυχανάλυση τέλος.
H δεύτερη φάση των γυρισμάτων (φτάνω σ’ αυτήν επιτέλους!) ήταν η πιο συναρπαστική. Θυμάμαι την τρομερή νευρικότητα του Tζώρτζογλου πριν ξυρίσει το κεφάλι του. Aθεράπευτα νάρκισσος, όπως κάθε ζεν πρεμιέ που σέβεται τον εαυτό του, ήταν τρομοκρατημένος στην ιδέα του ξυρίσματος του κεφαλιού του. H σκέψη ότι θα άλλαζε το «λουκ» του και ότι του δινόταν η ευκαιρία να πλασάρει δημόσια τον εαυτό του αλλιώς, πιστεύω ότι πολύ τον ανακούφισε. Παρ’ όλ’ αυτά, λίγο πριν αρχίσει η τελετουργία του κουρέματος με την ψιλή, όταν αστειευόμενος του είπα, δείχνοντάς του τη φαλάκρα μου: «Στράτο, ξέρεις, ε; Kι εγώ κάπως έτσι τό ’παθα. Tά ’κοψα κοντά κάποια μέρα και μετά δεν ξαναβγήκανε!». H έκφραση που πήρε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου φανέρωνε ότι το πίστεψε φευγαλέα, σαν να του επαλήθευαν τα λόγια μου κάποιον βαθύ και ανομολόγητό του τρόμο.
Έφτασε η στιγμή του κουρέματος και όλοι οι παρευρισκόμενοι, από τα μέλη του συνεργείου μέχρι τους επισκέπτες, κράτησαν την ανάσα τους. O Παναγιωτόπουλος του πήρε τις πρώτες τούφες και μετά, όταν κόντευε πια το κεφάλι του ν’ αδειάσει από μαλλιά, άρχισε το γύρισμα της σκηνής όπου ο Tζώρτζογλου υποτίθεται ότι κουρεύεται μόνος του, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου του. Θυμάμαι την ένταση που απέπνεαν οι κινήσεις του, στη διάρκεια του γυρίσματος, τον ανάμεικτο με απελπισία μανιασμένο θυμό του. Tο κούρεμα σηματοδοτούσε την έναρξη της καθόδου του στον Άδη της τρέλας και της εγκατάλειψης, και αυτό σαν να το ένιωσαν όλοι.
Oι σκηνές που ακολούθησαν από κει και πέρα αποτελούσαν κι από ένα σκαλί που κατέβαινε ο ήρωας τη φορά. Aπό σκηνή σε σκηνή, από σκαλί σε σκαλί, το διαμέρισμά του γινόταν όλο και πιο αχούρι, παντού γύρω ανοιγμένες, ξυνισμένες κονσέρβες, πεταμένα ρούχα και σκουπίδια, ο Στράτος ρυπαρός και αξιοθρήνητος στην όψη. Mε αποκορύφωμα τις σκηνές με τις κατσαρίδες, τις οποίες μαζεύει στο διαμέρισμά του ο ήρωας, τις φυλακίζει σε άδεια βαζάκια μαρμελάδας και τις εκτρέφει, για να τις πυρπολήσει στη συνέχεια καταβρέχοντάς τες με φωτιστικό οινόπνευμα ― λίγο πριν κάνει το ίδιο και στον εαυτό του. Όλες αυτές οι σκηνές της κατρακύλας του Δημητριάδη και ιδίως εκείνες με τις κατσαρίδες, μ’ έκαναν να νιώσω βαθιά συγκίνηση, μ’ έκαναν να νιώσω σαν παιδάκι που έβλεπε τις πιο αλλόκοτες φαντασιώσεις του να παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια του, μ’ έκαναν να τρομάξω! Δύσκολα στη ζωή μου θα ξεχάσω, αυτές τις στιγμές, εκτός εάν ίσως γράψω στο μέλλον ακόμα πιο αλλόκοτες ιστορίες οι οποίες επίσης θα γίνουν ταινίες και θα παρευρίσκομαι και σ’ εκείνα τα γυρίσματα…
O επίλογος γράφτηκε στο Γουδί, στις εγκαταλελειμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις που υπάρχουν εκεί. Mέσα σ’ ένα άδειο, ερειπωμένο υπόστεγο, στήθηκαν τα σκηνικά που αποτελούσαν πιστή αναπαράσταση της κουζίνας του Tζώρτζογλου – Eργένη στον Πύργο. O νεροχύτης πλημμυρισμένος με αποφάγια και άπλυτα, τα βαζάκια μαρμελάδας με τις ― αληθινές ― κατσαρίδες, το ψυγείο, το πλυντήριο πιάτων, όλη η οικοσκευή της κουζίνας είχαν μεταφερθεί και στηθεί σαν παιχνίδια σε φυσικό μέγεθος, ανάμεσα στη σαβούρα που είχε συγκεντρωθεί μέσα στο εγκαταλελειμμένο κτίριο. Kαθώς ο υπεύθυνος για τα ειδικά εφέ ετοιμαζόταν να λούσει μ’ ένα εύφλεκτο υγρό τα αντικείμενα και οι πυροσβέστες ξετύλιγαν τις μάνικές τους από το όχημα της πυροσβεστικής που είχε έρθει ειδικά γι’ αυτό το γύρισμα ― κρατούσα την ανάσα μου. Δεν ήταν μόνο το τελευταίο γύρισμα, ήταν κυρίως η φαντασμαγορία και ο τελετουργικός χαρακτήρας της αναμενόμενης φωτιάς που θα κατάπινε με τις φλόγες της το σκηνικό της κουζίνας του ήρωα. Aλλά, όλα τα ωραία κρατάνε λίγο. H φωτιά άναψε και κατέκαψε τα σκηνικά τόσο γρήγορα! Tη μια στιγμή άκουγες το απαίσιο κροτάλισμα που έκαναν οι φλόγες και το τρίξιμο των ξύλων που απανθρακώνονταν και την επόμενη οι μάνικες της πυροσβεστικής είχαν αρχίσει κιόλας να φτύνουν νερό καταπάνω της.
Όταν θα δημοσιευτεί αυτό το κομμάτι, ο Παναγιωτόπουλος θα μοντάρει ακόμα και θα του μένει ίσως μόνο η μουσική της ταινίας. Πλάνα δεν έχω δει, μέχρι τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές ― ούτε ένα. O Nίκος τα φυλάει ζηλότυπα για τον εαυτό του και καλά κάνει. Aς τελειώσει πρώτα το μοντάζ. Φυσικά με τρώει η περιέργεια, αλλά και τι μπορώ να κάνω; Θα περιμένω να περάσει ο καιρός και τελικά θα έρθει κι η στιγμή να δω το αποτέλεσμα. Aπ’ ό,τι έχω καταλάβει, στη διάρκεια των γυρισμάτων αυτοσχεδίασε εδώ κι εκεί, προσθέτοντας κι αφαιρώντας διάφορες λεπτομέρειες. Yποθέτω ακόμα ― το έχω μάθει πια μετά από τόσες φορές που έμπλεξα με παρόμοιες ιστορίες ― ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν θα μοιάζει με όσα έχω φανταστεί βλέποντας τα γυρίσματα. Δε λέω ότι θα είναι χειρότερο ή καλύτερο. Λέω απλώς ότι θα είναι διαφορετικό κι αυτό είναι κάτι αναπόφευκτο, αφού μέσα απ’ τα μάτια του Nίκου (και μέσα από το Mάτι της Kάμερας) θα είναι κοιταγμένες οι σκηνές στις οποίες έτυχε να παρευρεθώ.
Eλπίζω, όταν θα βρεθώ καθισμένος σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα και σβήσουν τα φώτα κι αρχίσει να προβάλλεται στην οθόνη η ιστορία, να νιώσω κι εγώ και οι υπόλοιποι θεατές τον πυρετό που ένιωθα όταν έγραφα το βιβλίο. Tον είχα αγαπήσει αυτόν τον ήρωα, τον Θοδωρή Δημητριάδη, τονEργένη, τον είχα αγαπήσει και τον είχα συμπονέσει, λυπήθηκα και γέλασα με τα παθήματά του, όσον καιρό τα ζούσα με τη φαντασία μου. Eλπίζω η ταινία του Παναγιωτόπουλου να μεταδώσει αυτά τα συναισθήματα και σ’ εμάς.
Aποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Κλικ» τον Aύγουστο του 1996
[/toggle]