Κι αν έγιναν έτσι τα πράγματα;
Ήταν στ’αλήθεια βρυκόλακας ο Max Schreck, ο ηθοποιός που υποδύθηκε τόσο αλησμονητα τον Νοσφεράτου στη θρυλική, ομότιτλη ταινία του F.Murnau;
Η ερώτηση αυτή ίσως εκνευρίσει όσους μισούν τους μύθους και τις φήμες, αλλά η εξαιρετική ταινία του E.Elias Merhige με τίτλο SHADOW OF THE VAMPIRE (2000), δίνει μία πολύ ενδιαφέρουσα, «αιρετική» και ιντριγκαδόρικη απάντηση, αποτελώντας ταυτόχρονα μιά ευφυέστατη παρατήρηση πάνω στη διαπλοκή (και ίσως αντιπαλότητα) Τέχνης- Πραγματικότητας, και μία χιουμοριστικά ανατριχιαστική εκδοχή σχετικά με το πώς γυρίστηκε η ταινία-ορόσημο του 1922.
Βερολίνο, 1921, ο Γερμανός σκηνοθέτης Φρήντριχ Μουρνάου τελειώνει επιτέλους τα εσωτερικά γυρίσματα της, μη εγκεκριμένης απ΄τη χήρα του Μπραμ Στόκερ κινηματογρ.ταινίας του ΔΡΑΚΟΥΛΑ, και ετοιμάζεται πυρετωδώς να μεταβεί με τους συνεργάτες του στην Τσεχοσλοβακία για το γύρισμα των σκηνών με τον ηθοποιό που θα υποδυθεί τον Κόμη Όρλοκ (όπως άλλαξε ο Μουρνάου τ’ όνομα του βρυκόλακα, πιστεύοντας ότι θα γλίτωνε τις κατηγορίες περί προσβολής πνευματ.ιδιοκτησίας). Το συνεργείο της ταινίας, μαζί κι ο απαιτητικός και τελειομανής σκηνοθέτης της, είναι ντυμμένο με λευκές ρόμπες σαν των γιατρών ή των ερευνητών. Ο Μουρνάου (έξοχος ο John Malkovich, δίνει μία παθιασμένη, «τρελή» ερμηνεία, ισάξια σε επιδραστικότητα μ’ αυτή του W.Dafoe στο ρόλο του Νοσφεράτου) αρνείται πεισματικά να δώσει πολλές πληροφορίες στους συνεργάτες του γι αυτόν τον μυστηριώδη τύπο που δούλεψε με τον φίλο του Μουρνάου Max Reinhardt, προκαλώντας την έντονη περιέργειά τους. Η ταινία είναι απόλαυση, πλημμυρισμένη από τρόμο που προκαλεί η απαράμιλλη παρουσία/ερμηνεία του έξοχου Willem Dafoe, ο οποίος ενσαρκώνει τον τρομερό κι αποτρόπαιο Βρυκόλακα.
Οι λέξεις δεν φτάνουν για να περιγράψουν/μεταδώσουν τον γνήσιο φόβο και ανατριχίλα που προξενεί η ψιλόλιγνη,αποστεωμένη, μαυροντυμμένη φιγούρα αυτού του πλάσματος. Ο Dafoe εκτός της εκπληκτικής ομοιότητάς του με τον Νοσφεράτου/Max Schreck, κατορθώνει να μεταδώσει και την βαθύτατη απόγνωση και μοναξιά που στοιχειώνει αυτό το βδέλυγμα : καταδικασμένος να «ζεί» μόνο τη νύχτα, να παρασύρει τα ζωντανά όντα για να τους πιεί το αίμα, καταδικασμένος να προκαλεί τον τρόμο και την απέχθεια, ο Νοσφεράτου δεν ορέγεται μόνο «ζουμερούς λαιμούς» ,αλλά κυρίως το φως του ήλιου, όπως λέει σε μία έξοχη σεκάνς ο ίδιος. Η συγκλονιστική ερμηνεία του Dafoe και η παρεμβολή πλάνων απ΄τον Nosferatu του Μουρνάου στην ταινία, μπερδεύουν έξυπνα το θεατή, σε σημείο να πιστεύει ότι ο Dafoe είναι o Max Schreck.
Δεν είναι όμως μόνο ο Dafoe εξαιρετικός στο ρόλο του, είναι και ο αντισυμβαλλόμενός του σ’αυτή τη συμφωνία του τρόμου, ο τελειοθήρας κι απολύτως αφοσιωμένος στην Τέχνη, Φρήντριχ Μουρνάου (δηλαδή ο John Malkovich). «Είμαστε επιστήμονες, ταγμένοι στην δημιουργία μνήμης» λέει στους συνεργάτες του ο Μουρνάου, πριν το ταξίδι στην απόλυτη φρίκη (των θεατών αλλά και δική τους), προσηλωμένος στο στόχο του που είναι η δημιουργία της ρεαλιστικότερης ταινίας για τον Δράκουλα που γυρίστηκε ποτέ, συνάπτει (εν αγνοία των συνεργατων του) μία φρικτή συμφωνία με τον απαίσιο Κόμη προκειμένου (όπως αφελώς ή όχι, πιστεύει) να ολοκληρώσει την ταινία του. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; στην περίπτωση του Μουρνάου (όπως απεικονίζεται σ’ αυτή την ταινία) ναι, τ’αγιάζει. εδώ ακριβώς βρίσκεται πιστεύω, το κομβικό στοιχείο που κάνει αυτή την ταινία (το σενάριό της για την ακρίβεια) ένα πανέξυπνο σχόλιο πάνω στη σχέση Τέχνης-Πραγματικότητας : ο Μουρνάου συνάπτει την αποτρόπαιη συμφωνία, εμείς− μαζί και οι συνεργάτες του όταν το μαθαίνουν εν τέλει− φρικιούμε αλλά περιέργως, κανείς δεν παραιτείται, κανείς δεν τον εγκαταλείπει.
Η αρχική τους ταλάντευση μεταξύ της φρικτής υποψίας τους μήπως ο Σρεκ είναι όντως βρυκόλακας και του δέους τους μπροστά στον πλήρως ενταγμένο στο ρόλο του ηθοποιό, διατηρείται μέχρι το τραγικό φινάλε. Είναι χαρακτηριστικότατη η σκηνή όπου ο καλλιτεχν.δ/ντής-παραγωγός της ταινίας και ο σεναριογράφος (απολαυστικοί οι Udo Kier, Nicholas Elliot) συζητούν με τον Σρεκ/Νοσφεράτου και ο τρόμος τους νοθεύεται απ΄τον θαυμασμό τους γι αυτόν τον, τάχα μου, ορκισμένο ακόλουθο της μεθόδου Στανισλάβσκι : το ότι μπροστά στα μάτια τους στραγγίζει απ΄το αίμα της μιά ζωντανή νυχτερίδα , τους παραλύει από φόβο αλλά ταυτόχρονα τους γοητεύει βαθιά, γιατί κι αυτοί όπως και ο σκηνοθέτης τους, είναι αφοσιωμένοι στην Τέχνη.
Τα ψέμματα του Μουρνάου εξυπηρετούν μιά χαρά τους αληθινούς σκοπούς του φρικτού Κόμη, ο οποίος βεβαίως σκοτίστηκε για την ταινία του Μουρνάου, αυτός έχει μόνο ένα σκοπό που λέγεται Γκρέτα Σρέντερ (εξαίρετη και η Catherine McCormack).
Εδώ ακριβώς παίζεται όλο το παιχνίδι αλληλοεξαπάτησης κι αλληλοπαγίδευσης : Ο Μουρνάου νομίζει πως έχει του χεριού του τον διψασμένο για αίμα Κόμη τάζοντάς του τη Γκρέτα, και ο Νοσφεράτου παγιδεύει με τη σειρά του, τους παγιδευτές του. «Αφήστε τον ήσυχο, κυνηγάει ένα εντελώς δικό του φάντασμα» λέει ο Μουρνάου στους συνεργάτες του για τον βρυκόλακα, όταν ακόμα η κατάσταση φαινόταν υπό έλεγχο.
Υπάρχει μία σκηνή όπου ο Νοσφεράτου γοητευμένος απ΄την κινηματογραφική μηχανή του Μουρνάου, βλέπει την ανατολή του ήλιου που έχει καταγράψει. σαν άλλη Λαίδη του Shallott , έτσι κι αυτός δεν μπορεί να κοιτάξει ευθέως την πραγματικότητα (του ήλιου) αλλά μόνο το απείκασμά της, την αντανάκλασή της στον καθρέφτη της Τέχνης, αυτός που δεν φαίνεται σε κανέναν καθρέφτη (καταπληκτική η σχετική σκηνή με την Γκρέτα).
Ανατριχιαστική μουσική του Dan Jones, εξαιρετικές ερμηνείες απ΄όλο το καστ, μοναδική ατμόσφαιρα τρόμου και εκπληκτικοί τίτλοι έναρξης με μία φοβερή γοτθική ζωγραφιά ν’ αποκαλύπτεται σταδιακά στον προσεκτικό θεατή, αρχίζοντας απ ΄το άνοιγμα μιάς ροζέτας που θυμίζει τα εξωτερικά χείλη του γυναικείου γεννητ.οργάνου… πρόγευση του τι περιμένει τον Μουρνάου και τους υπόλοιπους.
Η ταινία του Merhige είναι απ΄τις συναρπαστικότερες Δρακουλο-ταινίες που έχουν γυριστεί, μία αιρετική εκδοχή για το πώς γυρίστηκε ο αληθινός Nosferatu. «Το έκανα για την επιστήμη. Για να περάσει στην αιωνιότητα» ομολογεί ο, σε κατάσταση μαστούρας, Μουρνάου στους συνεργάτες του, όταν πλέον συνειδητοποιεί ( ; ) πως η συμφωνία που έκανε έχει βαρύτατο τίμημα.
Η τελική σεκάνς είναι χαρακτηριστική της σύγκρουσης μεταξύ του «κινδυνεύει η ζωή μας εδώ πέρα, παρατήστε τα!» και του «τώρα κάνω Τέχνη, γράφω Ιστορία», ο Μουρνάου χειρίζεται λυσσασμένα την κάμερα αποτυπώνοντας τον (πραγματική) φρίκη που βλέπει να συμβαίνει ενώπιόν του με τις δικές του οδηγίες, κι οι συνεργάτες του, όσοι απέμειναν, ακολουθούν παραλυμένοι από τρόμο , χωρίς να επιχειρούν να τον σταματήσουν , κι αυτό προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη φρίκη.
“If it’s not in frame, it doesn’t exist” λέει ο Μουρνάου, παρέχοντας στον εαυτό του τον τέλειο μηχανισμό απώθησης της αποτρόπαιας πραγματικότητας που συμβαίνει εντός της ταινίας που γυρίζει. Ο Μουρνάου φιλοδοξούσε να παράξει με την ταινία του μνήμη με «σταθερά θεμέλεια σαν τάφου» όπως δήλωνε εμψυχωτικά στους συνεργάτες του όταν ξεκινούσαν. και είχε δίκιο…