Να κάθεσαι και να κοιτάς
Μια ταινία με στατικότητα αλλά και δράση. Το αλληγορικό όνομα της πρωταγωνίστριας είναι Αντιγόνη. Όπως η Αντιγόνη εξεγείρεται απέναντι στην αδικία έτσι και η ηρωίδα, αποτελεί αρχικά ένα ήπιο άτομο χαμηλών τόνων που προτιμά να κάθεται να κοιτά τη ζωή. Επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε, πιάνει δουλειά, γνωρίζει ένα νεαρό αγόρι. Η αναζήτηση της για ηρεμία όμως αποκαλύπτεται πιο δύσκολη από όσο περίμενε, καθώς η επαρχιακή πόλη είναι ένα καζάνι που βράζει και οι καταστάσεις που απαιτούν από αυτή να δράσει γίνονται όλο και περισσότερες και την περικυκλώνουν σε έναν κλοιό που σφίγγει όλο και περισσότερο γύρω της.
Πρωταγωνιστούν: Μαρίνα Συμεού, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Νίκος Γεωργάκης, Γιώργος Καφετζόπουλος, Κωνσταντίνος Σιραδάκης, Γιώργος Ζιόβας.
Το έργο του Γιώργου Σερβετά επιλέχθηκε και ήταν η ταινία έναρξης της ενότητας City to City του Φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ συμμετείχε σε αρκετά άλλα, μεταξύ των οποίων του Σαν Φρανσίσκο, του Δουβλίνου, του Palm Springs και φυσικά του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ο Νίκος Γεωργάκης απέσπασε το φετινό βραβείο β’ ανδρικού ρόλου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για την ερμηνεία του.
Το γεμάτο θλίψη «Να κάθεσαι και να Κοιτάς» θρηνεί την ελληνική επαρχία που αργοπεθαίνει και καταπίνει όσους μένουν εκεί. Όσοι αξίζουν φεύγουν για ένα καλύτερο αύριο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Όσοι μένουν διαφθείρονται από το βαρύ κλίμα και τις κλίκες. Δεν θα βρει κανείς έναν υγιή χαρακτήρα στο περιβάλλον που στήνει ο Γ. Σερβετάς. Ακόμα και η πρωταγωνίστρια δεν θα μας είναι αρεστή. Έχοντας προσπαθήσει και αποτύχει στην Αθήνα (γιατί και εκεί τα πράγματα είναι δύσκολα) επιχειρεί να επιστρέψει στον τόπο της μήπως πετύχει κάτι άλλο με τις εμπειρίες που αποκόμισε στη μεγάλη πόλη. Βρίσκει δουλειά σε ένα φροντιστήριο, κάνει ιδιαίτερα μαθήματα, ένα νωθρό αλλά πιο ρεαλιστικό ξεκίνημα σε σχέση με τα μεγάλα όνειρα να γίνει ηθοποιός στην πρωτεύουσα. Βρίσκει έναν νεαρό σύντροφο μικρότερο της που φαίνεται να την βολεύει για να έχει το πάνω χέρι και με τον οποίο δεν φαίνεται να δένεται ιδιαίτερα. Ξαναβρίσκει τον παλιό της έρωτα, έναν άνθρωπο καταθλιπτικό που επέλεξε να μη φύγει. Η αγάπη τους πλέον έχει μετασχηματιστεί σε περισσότερο αδερφική. Τα προβλήματα της Αντιγόνης θα ενταθούν όταν ξανασυναντά μια παλιά φίλη της η οποία είναι επίσης δασκάλα, έχει προβλήματα λόγω της κλεπτομανίας της και διατηρεί σχέση με έναν παντρεμένο που την κακομεταχειρίζεται. Η πρωταγωνίστρια κυκλοφορώντας σε αυτό το νοσηρό περιβάλλον των προβληματικών ανθρώπων θα αρχίσει να κοντράρεται με όλους. Δεν γύρισε για να δώσει λύσεις, είναι και αυτή θύμα του δικού της κακού εαυτού και της εποχής.
Δεν πρέπει να κρίνουμε αυστηρά νέους δημιουργούς, όπως και κάθε δημιουργό που κάνει αγώνα για να ολοκληρώσει ένα έργο. Όμως, ανεξαρτήτα της προσπάθειας, πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την αντικειμενική αξία κάθε αποτελέσματος για να μπορέσει να αποτελέσει έναυσμα για μετέπειτα μεγαλύτερες επιτυχίες. Πέραν των φεστιβάλ το ελληνικό κοινό δύσκολα θα επιλέξει να δει αυτή την ταινία και από όσους την δουν ελάχιστοι θα την εκτιμήσουν. Δεν μπορούμε να βγάζουμε μια ταινία με τέτοια θεματική και να περιμένουμε το κοινό να συρρεύσει τρέχοντας να γεμίσει τις αίθουσες. Είναι περισσότερο κοινωνική -όχι θρίλερ, αισθηματική ή κωμωδία, που θα της έδινε άλλο ρυθμό και ενδιαφέρον. Αν είχε κινηθεί προς οποιαδήποτε από αυτές τις κατευθύνσεις θα ήταν πιο πετυχημένη. Υπήρχαν σημεία που θα μπορούσε να εμβαθύνει περισσότερο, αλλά μάλλον το φοβήθηκε, όπως το χτύπημα άστεγου μετανάστη με το αυτοκίνητο που φέρνει μνήμες από το πρόσφατο εσκεμμένο χτύπημα και εγκατάλειψη ανθρώπου από ακραίο εθνικιστή.
Ο Σερβετάς επιλέγει στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία να κινηματογραφήσει την ελληνική επαρχία όσο πιο άσχημη γίνεται. Έτσι, επιλέγει φθινοπωρινό καιρό και μουντά χρώματα για τα πλάνα του. Αυτό είναι μια από τις αιτίες της άσχημης φωτογραφίας που εντείνει η κουκιδιασμένη σε σημεία εικόνα και ορισμένα μη καθαρά πλάνα. Το ύφος παραπέμπει άμεσα σε ταινία δεκετίας ’80, που ταιριάζει περισσότερο και σεναριακά. Αν δεν υπήρχαν τα πλάνα με τα φωτοβολταϊκά πάρκα θα μπορούσε κάλιστα να διαδραματιζόταν σε αυτή τη δεκαετία. Στα αρνητικά σχόλια συμβάλλει και το μουσικό ντύσιμο του έργου με ασύνδετες επιλογές και προβλήματα στην ένταση. Ο νεαρός δημιουργός ενώ δούλεψε αρκετά (σεναριακά) τους χαρακτήρες του, έπρεπε να μη φοβηθεί να αφήσει να φανεί λίγο περισσότερο προσωπικό ύφος στη σκηνοθεσία του. Η ένταση μέσα από το φακό και τις ερμηνείες δεν κορυφώνεται και χάνουν το στοιχείο του ρεαλισμού βγάζοντας το θεατή από την ατμόσφαιρα της ταινίας. Το ξερό voice over αποτελεί μια στείρα απαγγελία χωρίς χρωματισμό στη φωνή, το οποίο καλύτερα να είχε αποφευχθεί. Οι ερμηνείες δεν έχουν ιδιαίτερες αρετές, αν εξαιρέσουμε τον Νίκο Γεωργάκη στο ρόλο του κακού τοπικού προύχοντα της επαρχίας, ή τον κωμικό Γιάννη Δρακόπουλο -γνωστό από τα «Σκερτσάκια»-, ο οποίος ερμηνεύει τον αστυνομικό που έδωσε μια αρκετά ρεαλιστική ερμηνεία (ίσως την πιο ρεαλιστική).