Αδέσποτα Σκυλιά (Stray Dogs)
Ένας πατέρας ζει με τα δυο παιδιά του στους δρόμους. Η ζωή του είναι σκληρή και αναγκάζεται να εργαστεί ως άνθρωπος – πινακίδα για να βγάλει τα προς το ζην. Η γνωριμία μιας μοναχική υπαλλήλου σουπερμάρκετ που ταΐζει αδέσποτα σκυλιά θα έχει ως αποτέλεσμα την προσπάθεια να έρθουν κοντά. Θα τα καταφέρουν;
Στην ουσία δεν υπάρχει υπόθεση στην ταινία του σκηνοθέτη Τσάι Μινγκ Λιανγκ από την Ταϊβάν. Υπάρχουν μόνο εικόνες και ελάχιστος διάλογος. Ο θεατής καλείται να βιώσει την ταινία του Λιανγκ, όπως κανείς βιώνει κάποιον πίνακα.
Κι αυτό γιατί ο σκηνοθέτης επιλέγει τα μεγάλης (τεράστιας θα λέγαμε) διάρκειας ακίνητα πλάνα. Ο θεατής μένει να παρακολουθεί την ίδια εικόνα για αρκετά λεπτά περιμένοντας κάτι να συμβεί. Στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει και τίποτα.
Μπορεί η ταινία να απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο 70ό Φεστιβάλ Βενετίας, αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν δοκιμάζει την υπομονή του θεατή. Γιατί η ταινία του Τσάι Μινγκ Λιάνγκ είναι ένα δείγμα σινεμά ψευτοκουλτουριάρικου, που θέλει να σε πείσει για πολλά πράγματα με συμβολισμούς που προσωπικά τους βρήκα δήθεν και εξαναγκαστικούς.
Για παράδειγμα η σκηνή με το λάχανο. Ο σκηνοθέτης δείχνει τον βασικό ήρωά του να προσπαθεί να πνίξει ένα λάχανο –ντυμένο με γυναικεία ρούχα-, στη συνέχεια να το χτυπά, να το φιλά, να το τρώει… Θα μπορούσε να βρει κανείς άπειρους συμβολισμούς: το λάχανο συμβολίζει αυτό που δεν μπορεί να προσφέρει στην οικογένεια του, την γυναικεία απουσία, την απόγνωση… Όσο καλή και αν είναι, όμως, η ερμηνεία του Λι Κανγκ Σενγκ, η ταινία απλά μοιάζει να προσπαθεί να εκβιάσει από τον θεατή να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα.
Η ταινία διαθέτει εικόνες μεγάλης δύναμης. Τον ήρωα Χσιάο Κανγκ να τραγουδά ένα πατριωτικό ποίημα, κρατώντας την πινακίδα του, δακρύζοντας για την κατάντια του, τους δύο ήρωες –άνδρα και γυναίκα- να στέκονται πλάι – πλάι μην έχοντας αποφασίσει εάν θα έρθουν κοντά.
Οι δύο πρωταγωνιστές -που στην οθόνη τους βλέπεις εξουθενωμένους συναισθηματικά, δύο πραγματικά ράκη-, δίνουν δυνατές ερμηνείες (ο κάθε ένας έχει και τις στιγμές που λάμπει).
Αλλά εκεί που σκέφτεσαι ότι η ταινία τελείωσε, μοιάζει να ξεκινά ξανά από την αρχή, μία ταινία διαφορετικού ύφους και προσέγγισης που για το τελευταίο 40λεπτο που διαρκεί αποξενώνει ουσιαστικά τον θεατή, τον φέρνει στα όριά του.