Τα θερινά και η γοητεία του αττικού ουρανού
Μεγαλωμένος στα ‘ένδοξα’ Πατήσια τις δεκαετίες του ’80 και ΄90, που κρατούσαν ενεργή ακόμη την καλλιτεχνική οσμή και γεύση όλων των τεχνών, δε θα μπορούσα να μη περνάω πολλές στιγμές από τα καλοκαίρια μου στα θερινά σινεμά της περιοχής. Αν και φράση κλισέ ίσως οι στίχοι του Λουκιανού Κηλαηδόνη «είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι μεσ’ τα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν, που δε θα ξαναρθούν μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά», πάντοτε να μας ταξιδεύουν στα στέκια μας αυτά, που δυστυχώς για την περιοχή των Πατησίων από τους τότε 12 – ΑΕΛΛΩ, ΛΙΛΑ, ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΕΙ, ΗΛΕΚΤΡΑ, ΤΡΙΑΝΟΝ, ΑΤΕΝΕ, DIANA, ΣΤΕΛΛΑ, ΡΑΝΙΑ, ΜΟΝ ΡΕΠΟ, ΠΟΛΕΝΑ –ΣΕΜΕΛΗ πλέον λειτουργούν μόνο οι 3 εξ’ αυτών (ΤΡΙΑΝΟΝ, ΛΙΛΑ, ΑΕΛΛΩ).
Το ότι ο κινηματογραφικός χώρος στην Ελλάδα διανύει τεράστια κρίση είναι κάτι γνωστό, αδιαμφισβήτητο επίσης όμως πως αποτελεί όχι απλώς διασκέδαση, αλλά αγωγή ψυχής. Προσωπικά όποτε μου δημιουργείται η ανάγκη να δω μια ταινία, πάντα προσπαθώ να χωθώ σε μια αίθουσα, είτε χειμερινή είτε θερινή, όμως ο θερινός έχει την απαράμιλλη γοητεία του υπέροχου Αττικού ουρανού, της κλασσικής εισόδου με τα λουλούδια να σε περιβάλλουν, τον ήλιο να δύει και να βλέπεις κάθε τόσο το φως του φεγγαριού, τα δέντρα να σε περικυκλώνουν στο χώρο και τους ενοίκους ακόμη των γύρω πολυκατοικιών να ρίχνουν κλεφτές ματιές στη μεγάλη οθόνη.
Η άνθηση του θερινού σινεμά στη χώρα χρονολογείται το 1950-1970 κι αρχή της παρακμής τη δεκαετία του 1980 όπως τόσα άλλα στο κομμάτι του πολιτισμού μας. Οι θερινοί έδωσαν τη θέση τους σε πάρκινγκ και σούπερ μάρκετ, μα οι αναμνήσεις μας είναι εδώ και πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία για όσους παραμένουμε ακόμη παιδιά. Το χαλίκι στα πόδια, η πλαστική καρέκλα, η τυρόπιτα κουρού κι η σπιτική βυσσινάδα στο σινέ Θησείο, οι βεράντες/εξώστες στο σινέ Παρί στην Πλάκα, η επιγραφή με νέον στο Λίλα, η ανοιγόμενη οροφή του Τριανον, η στοά του Μπροντγουέι με τα θέατρα γύρω.
Εκεί ο ήχος της μηχανής προβολής πάντα ακούγεται καλύτερος, οι παλιές μπομπίνες να μεταφέρονται, στους θερινούς τα πουλιά του Χίτσκοκ πάντα ορμούσαν πιο εντυπωσιακά, οι άγριες φράουλες του Μπέργκμαν σαν να μύριζαν εκεί μπροστά σου και σαν να συμμετείχες στο ταξίδι του καθηγητή. Τον Μπραντο να φωνάζει την Μπλανς, το να βλέπεις το ξεκίνημα του Pulp fiction και να ακούς την Μισιρλού όλα εκεί είναι πλούσιες σινέ εμπειρίες ασύγκριτα ανώτερες με οποιαδήποτε 50άρα LED οθόνη.
Το Παρίσι-Τέξας με τις υποβλητικές κιθάρες του Ράι Κούντερ και οι καπνιστές να απολαμβάνουν τη ρουφηξιά τους και εσύ αντί να σε ενοχλεί ο καπνός να τον βλέπεις μπροστά από την οθόνη
και να σε σαγηνεύει ακόμη κι αυτό.
Στους θερινούς δεν πας για τη high definition εικόνα σε 24 καρέ το δευτερόλεπτο ή το dolby surround dts σύστημα ήχου, αλλά για μια ανάγκη σου βαθύτερη. Μια ‘ελληνική’ ανάγκη, σαν είδος ηρεμιστικού πριν τη βραδυνή ξεκούραση.
Κι ύστερα ήρθαν οι βιντεοκασσέτες, η ιδιωτική τηλεόραση, το DVD και φυσικά το ίντερνετ που δυστυχώς έριξε την τελευταία σφαλιάρα. Όμως τα τελευταία χρόνια όσοι θερινοί έχουν παραμείνει αντιστέκονται σθεναρά, ιδίως όσοι προβάλουν κλασσικά αριστουργήματα σε επανεκδόσεις. Ο κόσμος κ ιδίως η νεολαία είναι εκεί, δηλώνει παρών να συνεχίσει να εισπράττει συναισθήματα που σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές, ίσως πιο αγνές, κι εσύ ακούγοντας τη ροή των περαστικών βυθίζεσαι στην ταινία παρέα με τον/την αγαπημένο/η πίνοντας την παγωμένη σου μπύρα.
Θα ήταν καλό να τονιστεί πως η εικόνα του φετινού καλοκαιρινού προγράμματος είναι επιεικώς κακή. Να ευθύνεται το μουντιάλ, η κρίση; Το να προβάλλονται τα υπολείμματα της χειμερινής σεζόν δεν είναι η λύση για να επιστρέψει ο κόσμος στους θερινούς. Θαρρώ ότι όπως κι η κρίση δεν προκλήθηκε μόνη της έτσι η κι επιτυχία καλών ποιοτικών ταινιών (ιδίως κλασικών και επανεκδόσεων) μάλλον δεν αρέσει σε κάποιους.
Σε όποιο σημείο της πόλης λοιπόν και αν βρεθείτε, σας προτρέπω να επισκεφτείτε ένα θερινό σινεμά. Θα σας γαληνέψει. Εντός των τειχών μεν αλλά είναι μια μικρή απόδραση, και να έχετε πάντα κατά νου πως Κινηματογράφος ίσον Πολιτισμός.