Εμένα δε με παίζουνε
Η ερωτική ζωή σας πώς είναι; ‘Εχετε; Φίλους έχετε; Πηγαίνετε σε πάρτι και κάθεστε αγκαλιά με το κινητό ή τα τσιγάρα σας, ή είστε αυτός/ή που την επόμενη μέρα γεμίζει το Χρονολόγιο στο fb με φωτογραφίες της ξέφρενης βραδιάς; Αν έχετε ένα τουλάχιστον ναί στις παραπάνω ερωτήσεις, η ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου με τίτλο SUNTAN δεν μιλάει για σας. Γιατί εσείς δεν είστε σαν τον κοντόχοντρο, ατσούμπαλο, τριχωτό γιατρό ονόματι Κωστή, που καταφθάνει χειμώνα καιρό στην Αντίπαρο για ν’ αναλάβει υπηρεσία. Δεν είστε αυτές οι εντελώς αντισεξουαλικές, έως αηδιαστικές χλαπάτσες που ποζάρουν αυτάρεσκα στο fb με γυαλιά-καθρέφτες κι αναρωτιέστε «πως στο λύκο μάζεψε 30 likes αυτό το πράμα;». Δεν είστε οι έχοντες 4 πτυχία, και σταθερή δουλειά αλλά μηδενική σεξουαλική ζωή, δεν είστε αυτοί που μόλις σας βλέπουν λένε βαριεστημένα «ωχ, παιδιά ο μαλάκας». Όχι, εσείς είστε οι ευνοημένοι της ζωής. Η ταινία του Παπαδημητρόπουλου όμως, μιλάει για τους άλλους. τους φτυμμένους, όχι με οικονομικά κριτήρια, αλλά κριτήρια δημοφιλίας. Μία κατάμαυρη (στην ουσία της) σπουδή είναι στον φρικτά, και σαρκοβόρα μόνο άνθρωπο, τον οποίο ενσαρκώνει έξοχα εδώ ο Μάκης Παπαδημητρίου.
Ο ατσούμπαλος, παχουλός και ανομολόγητα μόνος Κωστής, ο νέος γιατρός του νησιού που το χειμώνα θυμίζει νεκροταφείο και το καλοκαίρι σφύζει από ξεσαλωμένους τουρίστες (και ιδιαίτερα τουρίστριες− επονομαζόμενες και μουνιά από τον πηδηχταρά του νησιού ονόματι Τάκη/ο Γιάννης Τσορτέκης πειστικότατος). Είναι σκληρή και αδυσώπητη η ταινία, όπως σκληρό είναι το διαπροσωπικό αλισβερίσι. Ο φρικτά μόνος Κωστής, που για τους δικούς του λόγους αποφάσισε να πάει στην Αντίπαρο,συνειδητοποιεί ( ; ) ότι δεν κολλάει με τίποτα στην χαβαλεδιάρικη, ανέμελη, σεξουαλικά yolo νοοτροπία της 21 ετών ‘Αννας (φοβερή ‘Ελλη Τρίγγου) και της παρέας της. το συνειδητοποιεί κάθε στιγμή, κάθε μέρα που προσπαθεί να συγχρωτιστεί μαζί τους, γατζωμένος στο σωσίβιο της προσφοράς : «ποιός θέλει κρύα μπύρα;» φωνάζει ο κοντόχοντρος κουβαλητής στην παραλία, πάνω απ΄τα γυμνά κι ερεθισμένα απ΄τον ήλιο κορμιά των μειρακίων, που βρήκαν το κορόϊδο που πληρώνει την είσοδό τους στη ντισκοτέκ του νησιού, τους προμηθεύει μπύρες και τους περιθάλπει πρόθυμα όταν έχουν ανάγκη τις ιατρικές υπηρεσίες του. Το εξαιρετικό στην ταινία, είναι η τόσο αληθοφανής (και αφόρητα οικεία σε κάποιους) απεικόνιση αυτής της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην επιθυμία/κατάφαση και στο «φτύσιμο»/απόρριψη/στρίβε ρε φίλε, μας τα’ πρηξες.
‘Ολες οι τραγωδίες ξεκινούν/προκαλούνται από μία παρερμηνεία λεγομένων ή προθέσεων. Εκεί που η νεαρή ‘Αννα βλέπει ένα ευκαιριακό φάσωμα, ο απελπισμένος Κωστής βλέπει το Προσεχώς μίας μόνιμης σχέσης. Βλέπει δέσμευση και αποκλειστικότητα. Κανένας Ποινικός Κώδικας δεν προβλέπει τι συμβαίνει όταν κάποιος σου φερθεί σκάρτα. όταν φερειπείν σ’ αφήνει να νομίζεις πως σε γουστάρει πολύ, σ’ αφήνει να ονειρεύεσαι ειδυλλιακά μερόνυχτα μαζί του, ενώ αυτός ούτε καν σε βλέπει ερωτικά, ΔΕΝ σε βλέπει, βλέπει το τεκνό που στέκεται πίσω από εσένα, όπως η Άννα βλέπει τον κούκλο φίλο της Μόρτεν (ο Marcus Collen).
Ποιός φταίει; Η χαβαλέ νοοτροπίας (και αναισθησίας ίσως) Άννα, ή ο στερημένος Κωστής που το μέσα μάτι του, φοράει μεγενθυτικό φακό και βλέπει οάσεις εκεί που υπάρχει μόνο άμμος κι αλάτι; Είναι αβάσταχτη η ταινία του Παπαδημητρόπουλου, η απεικόνιση ενός μονίμως παρατηρητή της χαράς, ηδονής, γλεντιού των άλλων, ποτέ του δικού του. διότι ο Κωστής δεν συμμετέχει κατ’ ουσίαν, δεν ταιριάζει μ’ αυτό το κλίμα, κάτι κάνει λάθος, κάτι του λείπει, ίσως φταίει αυτό το γελοιοδέστατο καπελάκι κι ο σωματότυπός του, ίσως όταν αυτός χτύπαγε τρελά ωράρια μελετώντας και κάνοντας το μεταπτυχιακό του,κι οι άλλοι πήδαγαν ανυποψίαστοι, ίσως τότε να το ‘χασε το τραίνο οριστικά.
Η τραγική φιγούρα του γιατρού, του επιστήμονα, που προσπαθεί ανεπιτυχώς να ενταχθεί στην παρέα (και την καρδιά ) της Άννας, να γίνει αποδεκτός απ’ αυτούς, είναι όλη η ταινία, η σκοτεινή και κλαίουσα καρδιά της. Η πολύ ατμοσφαιρική μουσική του Γ.Βεσλεμέ (aka Felizol) μας προετοιμάζει για την τραγωδία, και οι πειστικότατοι υπόλοιποι του καστ ηθοποιοί, πλαισιώνουν με το υποκριτικό ή γνήσιο ενδιαφέρον τους, αυτή την αξιολύπητη φιγούρα που, δυστυχώς γι αυτόν, τα πτυχία δεν του εξασφαλίζουν την πολυπόθητη γκόμενα. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η αντίστοιξη ανάμεσα στο δυσάρεστο παιχνίδι μεταξύ Άννας- Κωστή (με «νικήτρια» την πρώτη) και της νοοτροπίας για τις γυναίκες όπως εκφράζεται από τους άντρες του νησιού, οι οποίοι ό,τι ποθούν πιο πολύ αυτό βρίζουν και διασύρουν ( ο δήμαρχος/εξαιρετικός Παύλος Ορκόπουλος, λέει «εγώ δεν τολμάω να πάω στις ξεβράκωτες» εννοώντας τις τουρίστριες που κάνουν γυμνισμό στην τοπική κατασκήνωση. Ο wannabe πηδηχταράς του νησιού Τάκης, ουρλιάζει «αφού έρχεστε για να γαμηθείτε. Τσούλες!», όταν τελικά δεν του κάθεται αυτή που νόμιζε πως την είχε σίγουρη). Και στις δύο περιπτώσεις, παρόλο που το νησί κατακλύζεται και από άντρες ιδίας, απελευθερωμένης, νοοτροπίας, μόνο οι γυναίκες κακοχαρακτηρίζονται…
Ανάμεσα στην απερίγραπτης συναισθηματικής σκληρότητας, σκηνή της ερωτ.εξομολόγησης και το απολύτως συγκλονιστικό και….αναμενόμενο ( ; ) φινάλε, προετοιμάζεται σιωπηλά, ακριβώς αυτό το ακατανόητο για την «σοκαρισμένη κοινή γνώμη» που ξέρει μόνο ν’ απορρίπτει και να περιθωριοποιεί. Αυτό που προετοιμάζει τον παραβάτη, του οπλίζει το χέρι,του τονώνει (έτσι νομιζει ο άμοιρος) την σμπαραλιασμένη αυτοεκτίμηση, και εξαπολύει την εκδίκησή του.
«Δε σου χρωστάει τίποτα η ζωή» λένε συνεχώς οι ρεαλιστές, όταν στριμωχτούν και μελανιάσουν απ΄τις απανωτές κλωτσιές της. Κι όμως, μας χρωστάει. Γι αυτό, όσα μας αρνείται πεισματικά, συστηματικά και μονίμως, κάποιοι υπερβαίνοντας τα όρια, τ’ αρπάζουν μόνοι τους.
Πολύ έξυπνα, το φινάλε δεν μας ενημερώνει για την έκβαση του δράματος αλλά αφήνει το πνιχτό κλάμα να στοιχειώσει το μαύρο της οθόνης. Το SUNTAN είναι η ταινία του βαθιά ριζωμένου παράπονου να γίνεις αποδεκτός, να σ’ αγαπήσουν για αυτό (το χάλι) που είσαι, ν’ ανήκεις κάπου.
Κανένα πτυχίο, κανένα «μεγαλείο της σαρκός» δεν προστατεύει τον δύσμοιρο Κωστή απ΄την γελοιοποίηση και την διακωμώδηση. Ο επιστήμονας που αποδεικνύεται γκαβός (ή απλώς, ασύγγνωστα αφελής) στα θέματα της καρδιάς, ερωτεύθηκε όπως όλοι οι έξυπνοι− σαν ηλίθιος. Κι όταν τα πράγματα έφτασαν στο μη παρέκει, αντέδρασε όπως ο πρόγονός του πριν εκατομμύρια χρόνια, με ρόπαλο και απαγωγή.