Τεν-Τεν ή πώς ο Σπίλμπεργκ μάς γύρισε στα όνειρα της παιδικής μας ηλικίας
«Κάθε του καρέ σφύζει από ζωντάνια και ενεργητικότητα, κάθε ιστορία του είναι και ένα εν δυνάμει storyboard για ταινία μυθοπλασίας. Με άλλα λόγια, ο Τεντέν είχε ανέκαθεν το σινεμά στο DNA του»
Δεν ήμουν ποτέ φαν του Τεν-Τεν. Δεν διάβαζα τις ιστορίες του Ερζέ, δεν είχα εντρυφήσει στους χαρακτήρες του. Ωστόσο, αισθανόμουν πάντα γοητευμένη με τον νεαρό, περιπετειώδη δημοσιογράφο. Αυτή τη γοητεία του ήρωα θέλησε να μεταφέρει στο σινεμά ο Σπίλμπεργκ. Κάνοντάς μας να νιώσουμε και πάλι παιδιά.
Δεν είμαι σίγουρη πόσο καλή ταινία θα ήταν το «Οι Περιπέτειες του Τεν-Τεν: Το μυστήριο του Μονόκερου» εάν δεν είχε γίνει με την τεχνική του performance capture (όπου η ερμηνεία των ηθοποιών μεταφέρεται ψηφιακά στη μεγάλη οθόνη). Και εάν δεν την είχε γυρίσει ο Σπίλμπεργκ. Πρόκειται, βέβαια, για δύο θεωρητικές απορίες. Αυτή η ταινία είναι αυτό που είναι. Και ως αυτό που είναι, είναι απολαυστικότατη.
Σε προκαταβάλλουν θετικά ήδη, οι τίτλοι της αρχής, ένα εξαιρετικής αισθητικής “κλείσιμο του ματιού” στο κόμικ του Ερζέ.
Ο Τεν-Τεν αποτελεί κλασικό χολιγουντιανό σινεμά. Θα μπορούσε να ήταν μια ταινία με τον Έρολ Φλιν για παράδειγμα, μιας και περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που θα έπρεπε να έχει κάθε καλό υπερθέαμα των πρώτων δεκαετιών του σινεμά: εντυπωσιακά σκηνικά, εξωτικές τοποθεσίες, πειρατές, κακούς, μυστήρια, ένα γλυκύτατο σκυλάκι και έναν άτεγκτο και ηθικό ήρωα.
Η τεχνολογία δίνει στον Σπίλμπεργκ τη δυνατότητα να «ζωγραφίσει» (δείτε το σε 3D, αξίζει). Η αμμουδιά που γίνεται θάλασσα, ένα παπούτσι που πατάει ένα καραβάκι που καθρεφτίζεται στο νερό, και ο Τεν-Τεν κρύβει συνεχώς μικρές απολαύσεις για τους θεατές του. Όπως για παράδειγμα η ανατριχιαστική ομοιότητα του Σάκχαριν με τον ίδιο τον Σπίλμπεργκ.