ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

The Amazing Spiderman 2: Σαν παιδί στη βιτρίνα ζαχαροπλαστείου

(3,5/5)

Ο Πήτερ Πάρκερ παίρνει το πτυχίο του, αλλά διαπιστώνει ότι η ζωή είναι το ίδιο περίπλοκη όπως πάντα. Αναρωτιέται αν θα πρέπει να είναι με την αγαπημένη του Γκουέν, καθώς ο πατέρας της του ζήτησε να μείνει μακριά της, έχει να αντιμετωπίσει νέους κακούς, δεν ξέρει αν πρέπει να βοηθήσει έναν παλιό φίλο, ενώ ακόμα δεν έχει λάβει απαντήσεις στο γιατί εξαφανίστηκαν οι γονείς του τόσα χρόνια πριν.

Υπάρχουν σκηνές στο νέο Σπάιντερμαν που σε κάνουν να αισθάνεσαι σαν παιδί μπροστά στην βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Η πρώτη αναμέτρηση με τον Ελέκτρο στην Τάιμς Σκουέαρ.  Ο Σπάιντερμαν να «πετά» ανάμεσα στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Να καλείται να αντιμετωπίσει τους «κακούς» που απειλούν την πόλη του, αλλά και τον κόσμο που δεν ξέρει αν πρέπει να τον αγαπήσει ή να τον μισήσει.

Το δυνατό σημείο της ταινίας, όμως, δεν είναι αυτό. Αν υπάρχει κάτι που ο Μαρκ Γουέμπ (500 μέρες με τη Σάμερ) που ξέρει να κάνει καλά, αυτό είναι η ανάπτυξη των διαπροσωπικών σχέσεων. Δεν βλέπουμε συχνά ταινίες με σούπερ ήρωες όπου να δίνεται σημασία στις σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών. Ο Πήτερ με την καλή του. Ο Πήτερ με τον Χάρι. Ο Πήτερ με τον Ελέκτρο. Οι σκηνές μεταξύ τους είναι πραγματικές, συγκινητικές. Όταν ο Πήτερ ξαπλώνει στο κρεβάτι φορώντας τα ακουστικά του, είναι απλά ένας απογοητευμένος έφηβος. Το αμέσως επόμενο λεπτό ανοίγει την ντουλάπα με τον χαρτοφύλακα και αναγκάζεται να αντικρίσει την ενήλικη πλευρά της ζωής του.

Τα πάντα στο νέο Σπάιντερμαν έχουν να κάνουν με τις επιλογές. Πρέπει να απομακρυνθείς από έναν έρωτα για να τον σώσεις; Απέναντι στον φόβο και το άγνωστο κάνεις τι επιλέγεις; Τον λάθος ή τον σωστό δρόμο; Μετράει η σωτηρία του ενός; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα, τόσο ο Σπάιντερμαν, όσο και οι άλλοι χαρακτήρες της ταινίας καλούνται να τοποθετηθούν. Δεν είναι θέμα σούπερ ήρωα. Είναι θέμα προσωπικών επιλογών που οι χαρακτήρες –ήρωες ή απλοί άνθρωποι- καλούνται να κάνουν σε κάθε τους βήμα.

Είναι η πρώτη φορά που πραγματικά κατάλαβα για ποιο λόγο ο Σπάιντι είναι τόσο… fun. Οι μόνες στιγμές που μοιάζει να χαίρεται την ανεμελειά του, να μη σκέφτεται προβλήματα και βάρη που κουβαλά μέσα του, είναι όταν φορά τη στολή και τη μάσκα του Σπάιντερμαν. Για λίγο αποκτά λόγο ύπαρξης. Και εκεί μπορεί να είναι όσο χαρούμενος θέλει.

Όσον αφορά το θέαμα, ο Σπάιντερμαν διαθέτει πολύ από αυτό (και ειδικά στην τρισδιάστατη εκδοχή του). Σίγουρα η επιλογή του κακού είναι αβανταδόρικη, καθώς ο Ελέκτρο είναι πολύ εντυπωσιακός. Πέρα, όμως, από τις αρχικές σκηνές της εμφάνισης του, ο χαρακτήρας αποδεικνύεται πολύ αδύναμος από τη μέση της ταινίας και μετά. Η αναφορά στον Dr Strangelove προκαλεί γέλια –και όχι του καλού είδους-, ενώ και ο Τζέιμι Φοξ μάλλον δεν πείθει. Άσε που φέρνει ανατριχιαστικές μνήμες από τον χαρακτήρα του Σβατζενέγκερ στο Batman & Robin (μπρρρ…)

Σε γενικές γραμμές, βέβαια, οι ερμηνείες είναι καλές. Ο Άντριου Γκάρφιλντ νιώθει πολύ πιο άνετα στον ρόλο του, η Έμμα Στόουν στέκεται επάξια στο πλευρό του και η μεταξύ τους σχέση (είναι ζευγάρι και στη ζωή) δίνει δυναμική στη μεταξύ τους χημεία. Αναφορά πρέπει να γίνει και στην ερμηνεία του Ντέιν Ντε Χάαν που και αυτή ήταν πολύ καλή (καλύτερη από του Τζέιμς Φράνκο στον αντίστοιχο ρόλο). Ενσαρκώνει τον φόβο, την ανασφάλεια και τις αδυναμίες του Χάρι Όσμπορν, αν και στη μεταμόρφωση δεν είναι το ίδιο πειστικός.

Το αρνητικό της ταινίας είναι ότι «μπουκώνει» τον θεατή. Μεγάλη διάρκεια, υπερβολικά πολλοί κακοί (τρεις; Αδικία και για τον Πολ Τζιαμάτι και τον χαρακτήρα του που «καίγεται» σε μία μικρή εμφάνιση), πολλές υπό-πλοκές που δεν χρειάζονται και που κουράζουν τον θεατή. Μερικές φορές η απλότητα είναι καλύτερη, αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό σε ένα παιδί που κολλά το πρόσωπό του στο τζάμι, κοιτώντας για ώρα τα θαυμαστά γλυκίσματα;

Τελικά να το δω;

Ναι. Ωραίες ερμηνείες, εντυπωσιακά εφέ, πραγματικές σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων. Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσε να βελτιωθεί με λίγο «ψαλίδι» στο μοντάζ και εάν κρατούσε τα πράγματα πιο απλά.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *