Κάνε «καλές παρέες» Ρόμπερτ, θα σου βγει σε καλό!
Τα τελευταία χρόνια θαυμάζουμε περισσότερο τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ σαν σκηνοθέτη παρά σαν ηθοποιό. Σαν να το μυρίστηκε ο προοδευτικός παλαίμαχος και έκανε ένα πολύ καλό come-back, με το the Company you Keep, πλαισιωμένος από ένα δυνατό καστ, με μια ταινία φόρο τιμής στο είδος που τον ανέδειξε και βάζοντας τα με όλους και με όλα. Σκηνοθετεί όπως πάντα καλά, αλλά παράλληλα δίνει μια αρκετά καλή ερμηνεία.
H ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και μια υπαρκτή οργάνωση που ενεργούσε την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ στην Αμερική από νέους κυρίως ανθρώπους. Τότε μια απόπειρα ληστείας τράπεζας είχε κοστίσει τη ζωή ενός φύλακα. Τα μέλη της συμμορίας παρέμεναν όμως ασύλληπτα. Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα όπου ξαφνικά 30 χρόνια μετά ένα πρώην μέλος αποφασίζει να παραδοθεί και χάρη στην εμμονή ενός νεαρού δημοσιογράφου το γεγονός αυτό θα μετατραπεί σε χιονοστιβάδα που θα ξεσκεπάσει πολλά πρόσωπα και καταστάσεις.
[highlight color=”eg. yellow, black”]Όχι κι άσχημα για έναν αφτιά ξωτικό-πρίγκηπα – Gimli[/highlight]
Λίγα λόγια για τους Weathermen: H ακροαριστερή οργάνωση Weather Underground Organization (WUO) συστάθηκε στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν το 1969 αρχικά από κάποιους φοιτητές με κύριες απαιτήσεις το τέλος των εχθροπραξιών στο Βιετνάμ και του ρατσισμού έναντι έγχρωμων (Black Power act). Πέραν όμως των αγαθών κινήτρων τους σύντομα «εμπλούτισαν» τον αγώνα τους με τρομοκρατικά χτυπήματα. Έτσι, ως τα μέσα του ’70 στην προσπάθεια τους όπως έλεγαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Αμερική, έκαναν βομβιστικές επιθέσεις κατόπιν προειδοποιήσεων για εκκενώσεις, κυρίως σε κρατικούς οργανισμούς και κυβερνητικά κτίρια. Στις επιθέσεις τους περιλαμβάνονται έκρηξη στο Καπιτόλιο το 1971 -αντίδραση στην εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Λάος- και στο Πεντάγωνο το 1972, ως αντίποινα για τον βομβαρδισμό του Ανόι (πρωτεύουσα του Βιετνάμ). Στις πρώτες επιθέσεις τους δεν είχε χτυπηθεί άμαχος πληθυσμός με αποτέλεσμα να ηρωποιηθούν από μέρος του λαού και να τους αναφέρει ο Bob Dylan στο τραγούδι του Subterranean Homesick Blues. Αργότερα, όμως έκαναν χτυπήματα όπου κόστισαν ανθρώπινες ζωές, όπως το 1981 που προσπάθησαν να ληστέψουν όχημα χρηματαποστολής, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις άνθρωποι, ανάμεσά τους και ο πρώτος μαύρος αστυνομικός (Waverly Brown), γεγονός που έκανε πολύ κόσμο να αμφιβάλει για τα κίνητρα που τους ωθούσαν. (Πηγή: Wikipedia)
Η ταινία, χωρίς να έχει καταιγιστική δράση, καταφέρνει να κρατά, αν όχι την αγωνία, τουλάχιστον το ενδιαφέρον του θεατή. Το καστ στην πλειοψηφία του είναι της ‘εποχής’ του σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή, αποδίδει όμως καλά. Η πιο δυνατή ερμηνεία είναι σίγουρα του Robert Redford. O συμπρωταγωνιστής Shia LaBeouf είναι καλός στο ρόλο του εκνευριστικού δημοσιογράφου-λαγωνικό που δε θα σεβαστεί τίποτα για να κερδίσει την είδηση. Ίσως όσο πιο πολύ δε τον συμπαθεί κανείς τόσο πιο γάντι βρίσκει ότι ταιριάζει στο ρόλο! Η Susan Sarandon έχει έναν πολύ καλό μονόλογο που την αφήνει να λάμψει, η Julie Christie κουβαλά την αίγλη του παρελθόντος, ενώ ο Terrence Howard ως αποφασισμένος πράκτορας-κυνηγόσκυλο είναι λίγο soft για το ρόλο. Ο Nick Nolte έχει παραβραχνιάσει, ίσα που ακούγεται, ενώ οι Richard Jenkins, Stanley Tucci, Brendan Gleeson,Chris Cooper και Sam Elliott είναι καλοί, σχεδόν όπως πάντα. H Anna Kendrick πάλι ό,τι και να κάνει μου φαίνεται ξινή!
Η δεοντολογία στη δημοσιογραφία θα καυτηριαστεί ανελέητα στο πρόσωπο και τις πράξεις του Σια Λεμπέφ. Θα έρθει ακόμα και σε κόντρα με το ήθος του διευθυντή του (Στάνλεϊ Τούτσι) δείχνοντας πως συχνά το νεαρό της ηλικίας ενισχύει λανθασμένες συμπεριφορές. H ταινία προς το τέλος γίνεται λίγο προβλέψιμη και χάνει λίγο από τη δυναμική της. Ενώ ξεκινά με σημαντικά κίνητρα και αγωνιστική διάθεση μετατρέπεται σε ένα ‘Φυγά’ που προσπαθεί να καθαρίσει το όνομα του και να γυρίσει στην κανονική ζωή του στο πλευρό της κόρης του. Έχει και αυτό τη γλύκα του όμως μιας που πιάνει διλήμματα και ηθική συνείδηση παλαιότερων ετών και τα συγκρίνει με τη σύγχρονη εποχή.
Το Χόλιγουντ και το αμαρτωλό παρελθόν: Στις σκληρές εποχές που ζούμε και δεχόμενοι συνέχεια βομβαρδισμό προπαγανδιστικών μηνυμάτων, είναι άξιο θαυμασμού πως μπορούν φωνές διαμαρτυρίας μέσα από την ίδια τη βιομηχανία θεάματος να φτάνουν στα αφτιά μας τόσο καθαρές και δυνατές. Ενώ παλαιότερα το Χόλιγουντ ασκούσε δριμύτατη κριτική με ταινίες όπως το All the President’s Men (1976) με πρωταγωνιστές πάλι Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν αναφερόμενη στο σκάνδαλο του Watergate, οι μετέπειτα ταινίες χαρακτηρίζονταν περισσότερο ως θεωρίες συνωμοσίας (όπως το Wag the Dog, 1997). Είχε προηγηθεί το 2007 το In the Valley of Elah, που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση στο συγκλονιστικό κλείσιμο της με την αμερικάνικη σημαία να κυματίζει ανάποδα. Αυτή τη φορά ο Ρέντφορντ κάνει ένα μεγάλο βήμα αναφερόμενος στον πόλεμο του Βιετνάμ μιλώντας για γενοκτονία των Αμερικάνων έναντι σε έναν ταλαίπωρο λαό, ρίχνοντας ένα γερό χαστούκι στα μούτρα των συντηρητικών Αμερικάνων. Ως τώρα όλες οι (πολύ καλές κατά τα άλλα) αντιπολεμικές ταινίες αναφέρονταν κυρίως στο πόσοι αμερικάνοι έχασαν τη ζωή τους. Από όσο γνωρίζω για το Βιετναμ είναι η πρώτη φορά που αναφέρεται ο όρος ‘γενοκτονία’ σε αμερικάνικη ταινία! Ο καταπληκτικός μονόλογος της Σούζαν Σάραντον είναι καθηλωτικός.
Ο Ρέντφορντ όμως όπως προείπα τα βάζει με όλους και όλα. Έτσι δε θα παραλείψει να ασκήσει βαριά κριτική και στις προοδευτικές απόψεις. Ασκεί δριμύτατη κριτική και στη γενιά των παιδιών των λουλουδιών. Στο κατά πόσο ήταν καθαρός ο αγώνας τους και πότε έχασε το νόημα του. Κατακρίνει τις τρομοκρατικές ενέργειες και το εμπόριο ναρκωτικών που ήταν συνυφασμένο με τις οργανώσεις. Δείχνει ωραία την άλλη πλευρά του νομίσματος με την παραβολή των αλλαγών ταυτοτήτων. Πολλοί από τους αγωνιστές του χθες είναι πλέον ευυπόληπτοι πολίτες, μέρος του λεγόμενου status quo (κατεστημένου).
Η ανάσταση του Κόνδορα: Σίγουρα για τους παλιότερους που έχουν τις Τρεις Μέρες του Κόνδορα ακόμα στη μνήμη τους η ταινία θα ξύπνησε αναμνήσεις. Είναι τρομερό να βλέπεις την ίδια φλόγα στα μάτια του πρωταγωνιστή, που όμως είναι πλέον πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Κι όμως η ορμή του, η αγωνιστικότητα του, ακόμα και το χαρακτηριστικό γελάκι του, που από πίσω κρύβει ένα μυαλό που δουλεύει πυρετωδώς, όλα είναι εκεί. Σεναριακά, οι μέρες που κυνηγούν τον χαρακτήρα στο Company you Keep συμπίπτει με το ανθρωποκυνηγητό του Three Days of the Condor (1975). Σημαντική διαφορά ότι τότε προσπαθούσε να μάθει να εμπιστεύεται ανθρώπους, ενώ τώρα η ελπίδα του βασίζεται στην εμπιστοσύνη που έχει σε πρόσωπα και φιλίες του παρελθόντος.
Ακόμα και για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται για τις πολιτικές προεκτάσεις πάντα έχει ενδιαφέρον η ταινία ως ένα καλό θρίλερ. Συνέχισε, λοιπόν Ρόμπερτ να εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους αλλά και τον εαυτό σου γιατί φαίνεται ότι έχεις ακόμα να προσφέρεις!