Η σημασία της έκπληξης
Από τη στιγμή που μια ταινία αποφασίζει να γυριστεί, μέχρι τη στιγμή που ο θεατής κάθεται στην αναπαυτική πολυθρόνα ενός σινεμά για να την απολαύσει κυλά πολύ νερό στο αυλάκι. Τόσο που ορισμένες φορές αυτό το αυλάκι μπορεί να φανεί τελικά ως μια μικρή ρωγμή ή μια ολόκληρη τάφρος. Η ειδοποιός διαφορά ονομάζεται «προσδοκίες».
Όταν το TheArtist κατάφερε να ενταχθεί στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών ήταν η μικρή έκπληξη που ήρθε από το πουθενά. Μέχρι τη βραδιά των Όσκαρ ήταν η ταινία για την οποία οι περισσότεροι είχαν βαρεθεί να ακούνε. Δεν ήταν και λίγοι οι φίλοι που τη χαρακτήρισαν «υπερεκτιμημένη». Και το ίδιο έγινε με τους «Απόγονους». Γιατί όταν κάτι στο τρίβουν στα μούτρα, κάποια στιγμή, πού θα πάει, θα το σιχαθείς. Ακόμα και αν αυτό το κάτι έχει, όντως, κάποιες αρετές.
Κάτι παρόμοιο μού είχε συμβεί με τους Άδωξους Μπάστερδους. Ήταν η ταινία που αρνιόμουν να δω γιατί πολύ απλά είχα βαρεθεί να ακούω για αυτήν. Όταν την είδα (αρκετό καιρό μετά) μου άρεσε. Ίσως επειδή την είδα με τους δικούς μου όρους και όχι επειδή «την είχαν δει όλοι οι άλλοι».
Η επιτυχία μιας ταινίας σε όρους δημοσιοσχετίστικους, βραβεύσεων και φεστιβαλικούς είναι δίκοπο μαχαίρι. Αφαιρεί από τον θεατή τη δυνατότητα να ανακαλύψει ο ίδιος το επόμενο μεγάλο αριστούργημα.
Μέχρι να φτάσει στους κινηματογράφους η ταινία όλοι έχουν μιλήσει για αυτήν, την έχουν συγκρίνει με κάτι, την έχουν εκθειάσει, την έχουν απορρίψει.
Και αυτό που μένει για τον θεατή είναι συνήθως μια ήδη σχηματισμένη γνώμη κάποιου άλλου που στην καλύτερη περίπτωση θα την λάβει απλά υπόψη του, στη χειρότερη θα καθορίσει την άποψή του, θα τον αποτρέψει από το να δει την ταινία ή θα τον κάνει να αγαπήσει κάτι απλά και μόνο επειδή αγαπήθηκε από εκατομμύρια άλλους. Όχι ότι είμαστε πρόβατα. Αλλά να, ποιος πραγματικά τολμάει πραγματικά να πει ότι δεν του άρεσε το 8 ½ του Φελίνι; Ή ποιος από αυτούς που δεν έχουν δει το Artist θα μπει στην αίθουσα χωρίς κάποια ιδέα για το τι συμβαίνει; Υπάρχουν κάποιοι, αλλά ελάχιστοι. Οι περισσότεροι από μας ξέρουμε την αφίσα, την υπόθεση, τα τρέιλερ, το τι έφαγε ο σκηνοθέτης πριν γυρίσει την τάδε σκηνή, μήνες πριν την ταινία. Από πότε οι ταινίες έγιναν κάτι περισσότερο από ένα δίωρο στο σινεμά και ό,τι αυτό συνεπάγεται; Από πότε χρειάζεται μια διαρκής κατανάλωση πληροφοριών για να απολαύσει κάποιος την κινηματογραφική εμπειρία; Το κάνουμε όλοι. Δεν μπορούμε να αντισταθούμε στο hypeπου είναι ακριβώς το δίκοπο μαχαίρι.
Για παράδειγμα ξέρω πολλούς που δεν τους άρεσε το HungerGames. Πρόσφατα φίλος μου έλεγε ότι προσπαθούν με το τσιγκέλι να μας το φορτώσουν, έχοντας κάνει τρελή προώθηση. Ίσως επειδή αρχικά η υπόθεση δεν παρουσιάζε ενδιαφέρον για μένα είχα μείνει μακριά από οτιδήποτε είχε να κάνει με την ταινία και γνώριζα μόνο τον τίτλο, ελάχιστα για την υπόθεση (κάτι παιδιά που αλληλοσκοτώνονται σε ένα τύπου ριάλιτι) και τίποτα άλλο. Υποθέτω ότι εάν έβλεπα κάθε μέρα και από μία νέα φωτογραφία θα το είχα σιχαθεί. Αλλά επειδή δεν έβλεπα, δεν το σιχάθηκα και μου φάνηκε καλύτερο από ότι το περίμενα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ταινίες που ανακαλύπτει ο θεατής έχουν μεγαλύτερη αξία από αυτές που ανακαλύπτει ο κριτικός γι’αυτόν. Για παράδειγμα, οι Άθικτοι άρεσαν τόσο γιατί κανένας δεν το περίμενε, «δεν τους το χε». Ναι, έσπασε ταμεία, αλλά έγινε γνωστή ακριβώς γι’αυτό: γιατί το κοινό ήταν εκείνο που την ανακάλυψε.
Όλα αυτά τα σκεφτόμουν λίγες ημέρες νωρίτερα, την ώρα που παρακολουθούσα στο Γαλλόφωνο το Μια καλύτερη ζωή με τον Γκιγιόμ Κανέ (παρεπιπτόντως η ταινία κέρδισε βραβείο κοινού). Είχα πάει να την δω γιατί έχω αδυναμία στον ηθοποιό και περίμενα να δω μια μελούρα τύπου Κράμερ εναντίον Κράμερ.
Καλά να πάθω. Γιατί αυτό που είδα στην οθόνη με εξέπληξε. Η ταινία του Σεντρίκ Καν θυμίζει σε σημεία της Το Κυνήγι της Ευτυχίας με τον Γουίλ Σμιθ και σίγουρα δεν αποτελεί μια ερωτική ιστορία, αλλά μια κινηματογραφική καταγραφή της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης που ζούμε. Ο Γιαν, νεαρός σεφ (Γκιγιόμ Κανέ) και η Νάντια (Λεϊλά Μπεκτί) ερωτεύονται και αποφασίζουν να στηρίξουν τα όνειρα τους σε ένα εστιατόριο. Τα δάνεια και τα χρέη θα προκαλέσουν εντάσεις και ξαφνικά η Νάντια που έχει έναν 9χρονο γιο θα καταφύγει στον Καναδά και θα αφήσει τον μικρό της με τον Γιαν.
Δεν υπάρχει εύκολη διαφυγή από την ταινία του Καν. Η εικόνα είναι βρώμικη, πράσινα, γκρι, μπλε χρώματα κατακλύζουν την οθόνη όσο οι ήρωες κάνουν μια όλο και πιο δραματική κατάβαση στην φτώχεια. Μετρούν το κάθε ευρώ, δανείζονται, παρακαλούν.
Και όμως. Το φιλμ δεν καταφεύγει στην «εύκολη» συγκίνηση. Δεν κάνει κοντινά στα αθώα μάτια παιδιών, ούτε σε βάζει να καταπιείς με τη βία την απόγνωση. Είναι ο ρεαλισμός της κατάστασης που σε κάνει να νιώθεις το μόνιμο κόμπιασμα στο λαιμό. Ξέρεις ότι αυτά που βλέπεις είναι αλήθεια. Το ξέρεις γιατί υπάρχουν γύρω σου. Άνθρωποι που δέχονται το ανελέητο κυνήγι τραπεζών και τοκογλύφων, απλά και μόνο επειδή κάποτε τόλμησαν να πιστέψουν σε ένα όνειρο μεγαλύτερο από το δικό τους.
Και κάπως έτσι γυρίζεις πάλι στο σινεμά. Γιατί μπορούν ακόμα να σε εκπλήξουν ταινίες που δεν τις έχουν ανακαλύψει άλλοι. Που τις ανακαλύπτεις μόνο εσύ. Και που μπορεί να είναι αριστουργήματα, μπορεί και όχι. Είναι, πάντως, δικές σου.
Τάιλερ Ντέρντεν