Το στυλ της χίμαιρας
Tο θρυλικό μυθιστόρημα του F.Scott Fitzgerald , δυστυχώς ακόμη δεν αξιώθηκα να το διαβάσω. Λέω όμως με το χέρι στην καρδιά, πως η πιό πρόσφατη μεταφορά του THE GREAT GATSBY στην μεγάλη οθόνη απ΄τον Baz Luhrman είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ. Δεν περίμενα ότι θα ενθουσιαζόμουν τόσο πολύ μ’ εναν σκηνοθέτη που μάλλον ρέπει προς το μιούζικαλ , αλλά ναι, ξετρελάθηκα. Στο θαυμάσιο κείμενό του ο Tyler (διαβάστε ΕΔΩ ), χαρακτήρισε το voice over που διατρέχει την ταινία, εκνευριστικό, αν θυμαμαι καλά. Εμένα μου άρεσε πολύ. Θα προτιμούσα ωστόσο πιο αργή εναλλαγή των πλάνων, ώστε παρατηρώντάς τα, να χωνεύουμε καλύτερα την αφήγηση.
Η ταινία του Luhrman είναι ένα όργιο χρωμάτων, ξέφρενου γλεντιού, ατέλειωτων πάρτι, μία έξοχη παραγωγή απ΄το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο (λαμβάνω υπόψιν και τα opening/end credits).Καταπληκτικό soundtrack ( το πολύ όμορφο βασοικό θέμα ειναι του Craig Armostrong και οι λοιπές επι8λογές εξαιρετικές), πολύ καλές οι ερμηνείες της πεντάδας των: Dicaprio, Mulligan, Macguire,Edgerton,Debicki , εκπληκτικά κοστούμια δια χειρός Catherine Martin (επίσης εμφανίζονται δημιουργίες των PRADA ,MIU MIU παρακαλώ), φοβερή καλλιτεχνική διεύθυνση, ωραιότατα “κάδρα” , και ιδού μιά γαμάτη ταινία για τον μυστηριώδη κύριο Τζέϊ Γκάτσμπι ( ο Leonardo Dicaprio απόλαυση, θα το ξαναγράψω, αυτο το παιδί ειναι πλέον ηθοποιάρα).
Ο αξιοζήλευτος, κομψότατος, γαλαντόμος πάμπλουτος νεαρός, με το μυθικό σπίτι-παλάτι στο Long Island , απέναντι ακριβώς απ΄τη Νέα Υόρκη, τη χρυσαφένια πολιτεία , και κυρίως απέναντι απ΄το έτερο σπίτι-παλάτι του μεγάλου του έρωτα, της Νταίζυ ( η Carey Mulligan πειστικότατη “χαζούλα”, μοσχοθρεμμένη Αμερικανιδούλα, δεν χώνεψα ομως τη φωνή της που μου θύμιζε εδώ, τη Ντάιζυ Ντακ…).
Είναι πολύ εύκολο να παρασυρθεί κανείς απ΄τα τόσο σικ και γεμάτα πολυτέλεια, πλάνα του Luhrmann ( η Νέα Υόρκη στο αποκορύφωμα της επίδειξης πλούτου)και να θεωρήσει αυτη την ταινία μία εκθαμβωτική σαπουνόφουσκα, ένα τεράστιο μπουκάλι σαμπάνιας-κανόνι, που εκτοξέυει χρυσόσκονη προς το θεατή, σαν το μπουκαλι πο υκραταει μια κοπέλα σ’ ενα απ ΄τα διασημα πάρτι του Γκάτσμπι, στα οποία συρρέει όλη η πόλη. Θεωρώ, πως πίσω απ΄αυτη την αβάσταχτη επίδειξη ευμάρειας , ελοχεύει το κενό, η δυστυχία και η μοναξιά, όπως τελικά μέσες-άκρες ομολογεί ο Γκάτσμπι, στον μοναδικό του φίλο Νικ Κάραγουεϊ ( ο Tobey Macguire, παραδόξως γλυκύτατος και συμπαθέστατος).
Διότι όλα τα πλούτη, όλη η επίδειξη , ο,τιδήποτε πετυχε αυτος ο φιλόδοξος και ανυποχώρητα αισιόδοξος νεαρός, που απ ΄την απόλυτη φτώχεια, επανευφήρε τον εαυτό του και κατέκτησε τον απόλυτο πλούτο(το σπίτι του Γκάτσμπι ειναι πέραν πάσης περιγραφής) ,ειχαν ενα και μοναδικό αποδέκτη και κριτή: τη Νταίζυ. Τη Νταίζυ που παντρεύτηκε το old money που εκπροσωπείται απ΄ τον γόη-αδιόρθωτο γυναικά και πάμπλουτο κληρονόμο (χρηματων και προνομίων) Τομ Μπιουκάναν (ο Joel Edgerton “ζωγραφιζει” και οι ατάκες του ειναι άκρως δυσοίωνες, μιλώντας με ιστορικούς όρους). Διαταξική κινητικότητα, υφέρπων ρατσισμός – τι υφέρπων δηλαδή, απροκάλυπτος- φασισμός (ναι στην Αμερική μην εκπλήσσεσθε, οι ιδέες δεν εχουν πατρίδα), τα αόρατα εμπόδια στην κατάκτηση του περίφημου αμερικάνικου ονείρου είναι παρόντα στην ταινία του Luhrman, κι ας κρύβονται πίσω από υπέρκομψα ρούχα, πανάκριβα κοσμήματα και αφιονισμένους γλεντοκόπους. Σε μία χαρακτηριστικότατη και κομβική σκηνή, ο Τομ χτυπάει τον αντίζηλό του Γκάτσμπι εκεί που πονάει: του θυμίζει πως αυτός είναι κάλπικος λεφτάς, δεν τα είχε ανέκαθεν τα χρυσά κουτάλια στο στόμα του, τώρα τ’απεκτησε , δεν τον εχει στο αίμα του τον πλούτο, και δεν πείθει κανέναν, γιατί συν τοις άλλοις είναι ένας γκάνγκστερ, ένας απατεώνας. Γιατί αυτή ακριβώς ειναι και η ουσία, ο ερωτευμένος μεγιστάνας,ανήλθε την κοινωνική κλίμακα κάνοντας ζαβολιά: παρανόμησε, δεν είναι άσπιλος και έντιμος λεφτάς, σαν τον μουρντάρη Τομ Μπιουκάναν, φερειπείν…
Πίσω απ΄τη σαγηνευτική , εύκολη ζωή του περνάμε καλά που διαφημίζει εμπράκτως ο Γκάτσμπι, ξεπροβάλλει όλη η σαπίλα του αμερικάνικου παρακράτους: διεφθαρμένοι πολιτικοί, τζογαδόροι, λαθρέμποροι, μαφιόζοι κ.λ.π., όλοι όσοι πίστεψαν στο αμερικάνικο όνειρο σαν υπάκουα μαθητούδια, αλλά τα μέσα για την κατάκτησή του δεν τους δόθηκαν ποτέ. Και γιαυτό τ’ άρπαξαν μόνοι τους.
Ο Luhrman έχει πεί οτι ήθελε η ταινία του να εστιάσει στον έρωτα του Γκάτσμπι για τη Νταίζυ. Όντως, εκτός απ ΄τη δίψα του για κοινωνική καταξίωση μέσω του χρήματος, ο Γκάτσμπι προσπαθεί να πάρει πίσω το κορίτσι που αγαπά. “Δεν μπορείς να φέρεις πίσω το παρελθόν” προσγειώνει τρυφερά ο Νικ τον Γκάτσμπι. “Φυσικά και μπορείς- έχεις άδικο” επιμένει ο πάντα αισιόδοξος Τζέϊ με το ακαταμάχητο χαμόγελο . Τί παθαίνει ένας άνθρωπος που κάνει τα πάντα για κάποιον άλλο, κι αυτος ο άλλος του γυρίζει τελικά την πλάτη;
Με απαράμιλλο στυλ, ο Luhrman μας δείχνει τη μοναξιά ενός ανθρώπου που αυτοβελτιώθηκε, προόδευσε (έστω , με όρους παρανομίας) για χάρη του έρωτά του, αλλά τελικά ο έρωτάς του τον έφτυσε.
Αν αυτό δεν είναι η επιτομή της δυστυχίας , τότε ποιό ειναι;