Home CinemaΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο λεκές

 

Η ιστορία παει κάπως έτσι:  σε μία πόλη της  Δανίας , ένα μικρό κορίτσι  που φοιτά στο τοπικό νηπιαγωγείο, λέει μια μέρα στην διευθύντρια  ότι  “το τσουτσούνι του Λούκας  [του δασκάλου της] ήταν όρθιο σαν καλάμι”.

Η διεθύντρια θορυβημένη , ρωτάει τη μικρή περισσότερες  λεπτομέρειες, η μικρή μισο-απαντάει, με τον τρόπο που  απαντάει ενα φοβισμένο και ντροπαλό παιδάκι, και τέλος πάντων η κυρία διευθύντρια  συμπεραίνει ότι η μικρή έπεσε θύμα σεξουαλικής  κακοποίησης απ΄τον δάσκαλό της, Λούκας. Η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου , η πόλη στρέφεται κατά του Λούκας και η Κλάρα δηλώνει εκ των υστέρων  “δεν ήθελα να γίνει αυτο. Είπα  μία βλακεία”, υπονοώντας προφανώς ότι  το υποτιθέμενο περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησής της, ήταν μια ψεματάρα.

Η ταινία του Thomas  Vinterberg  JAGTEN (THE HUNT)  ξεκινάει  ως μία θορυβώδης και παιχνιδιάρικη μάζωξη παλιόφιλων, που καταλήγει σε δράματα. Απαιτεί την απόλυτη  προσοχή του θεατή, για να γίνει κατανοητό αυτό που συνέβη. Αυτό που  υποτίθεται  πως συνέβη. Δεν ξέρω πως θα νιώσουν οι νομικοί που θα παρακολουθήσουν  ή ήδη παρακολούθησαν την ταινία, βλέποντας την αντιμετώπιση του Λούκας, όχι τόσο απ΄το νομικό σύστημα της χώρας του, αλλά απ΄τους μη νομικούς συμπολίτες του, απ ΄την τοπική κοινωνία η οποία αποτελείται απο οικογένειες κυνηγών (ελαφιού), εχουν φιλικες σχέσεις μεταξύ τους κ.λ.π.

Όπως συμβαίνει με όλα τα σεξουαλικα εγκλήματα,  ετσι κι αυτό πολυ εύκολα διαπράττεται αλλά δύσκολα αποδεικνύεται- αυτο βέβαια ισχύει στην περίπτωση που όντως  τελέστηκε τέτοιο εγκλημα.  Τί γίνεται όμως όταν  ψευδώς  λέγεται ότι τελέστηκε; Βαρύνει  καθόλου το  ψέμα στο πως αντιμετωπίζεται ο  δράστης;

Η ταινία του Vinterberg  είναι “ενοχλητική” επειδή φυτεύει την αμφιβολία στο μυαλό  του θεατή, ο  οποίος- όπως και οι ενήλικες της ταινίας-  εχει πήξει τροπον τινά από κειμενα, συνεδρια, αναλύσεις, εισηγησεις, γιατην σεξουαλική κακοποίηση,ειναι πεπεισμένος  για την “αγγελικότητα” των παιδιών ,  και όλα αυτά εχουν δημιουργήσει ενα συγκεκριμενο context  εντος του οποίου κρινουν  καποια πραγματικά περιστατικά με ασχημες και απρόβλεπτες συνεπειες όμως μερικές φορες. Πως γίνεται αυτό; Θεωρώ πως η ταινία  εστιάζει περισσότερο, όχι στο συμβάν που  φερεται να έλαβε χώρα καθεαυτό, αλλά στις συνεπειες που εχει  στην πράξη  το νομοθετικό πλαίσιο αφενός, η αντίδραση των μη νομικών αφετέρου, πάνω στον δράστη κυρίως. Τα βασικά πρόσωπα αυτου του δράματος, η Κλάρα (πειστικότατη και εν τέλει αχώνευτη, η μικρούλα Annika Wederkopp) και ο Λούκας (θαυμάσιος Mads Mikkelsen) αποτελούν ένα πολυ ωραίο παράδειγμα  για μελέτη της σχέσης ενήλικα-παιδιού όταν αυτο το παιδί  διψάει για αγάπη, κι εχει αναγκη την  πατρική στοργή.

 

Ο προσεκτικός θεατής σίγουρα θα καταλάβει  πιστεύω , το βαθύτερο  κίνητρο ή πιό σωστά, τη βαθύτερη αιτία  της καταστροφικής  συμπεριφοράς της Κλάρας για τη ζωή του Λούκας. Τί ολέθριες συνέπειες  μπορεί να έχει  “μιά βλακεία”  που ξεστόμισε  ενα μικρο παιδί, για τους δικούς του λόγους οι οποίοι εν προκειμένω, ποτέ δεν κατονομάζονται, και κυρίως  τι συνεπειες έχει για τον δράστη όλο αυτο το προστατευτικό(και καλώς βέβαια)  για το θύμα νομοθετικό πλαίσιο [να πω, οτι εικάζω πως και στη Δανία ισχύουν παρόμοιοι νόμοι περί σεξουαλικής κακοποίησης όπως στα καθ’ ημάς, οι οποίοι περιέχουν διατάξεις   αρωγής στα θύματα τετοιων πράξεων]. Φερειπείν βλέπουμε  τον Λούκας  να κατηγορείται  για κάτι, και ποτέ δεν βλέπουμε να λαμβάνει σαφή γνώση του κατηγορητηρίου! Δεν υπονοώ ότι δεν προβλέπεται  αυτο απ΄τους  δανέζικους ποινικούς νόμους,  δεν γνωρίζω να  μην  εχει ο κατηγορούμενος δικαιώματα στη  Δανία, αλλά ότι ο Vinterberg (δια του σεναρίου του) επιλέγει να δείξει  την επίδραση που εχει το πλέγμα:  πανικός των συμπολιτών του Λούκας- εμπλοκή τελικά των διωκτικών αρχών-μυστικοπάθεια έναντι του Λούκας για το τί τελικά συνέβη, πάνω σ’ εναν άνθρωπο που ξαφνικά ( και ανεξήγητα για τον ίδιο) βρίσκεται στη θέση του κοινωνικά ανεπιθύμητου. ‘Ισως ο σκηνοθέτης  να ήθελε  μας πεί: “ιδου οι νόμοι μας και τι αποτελέσματα εχουν”.

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον   πιστεύω , σ’αυτη την ταινία  είναι ότι το τί συνεβη, ξεκαθαρίζεται σχετικά νωρίς. Ξεκαθαρίζεται  μέσω των συμεπρασμάτων που ασφαλώς μπορεί να βγάλει ο προσεκτικός, επαναλαμβάνω, θεατής  βάσει όσων βλεπει. Ποιό θα ήταν  το εύκολο  εύρημα  για τον Vinterberg; Να δείξει  τον Λούκας  ως πανούργο παιδεραστή, που πράγματι διέπραξε όσα του καταλογίζουν  κι αυτος υποκρίνεται την αθώα περιστερά. Θα ήταν όμως μάλλον  εύκολο  για έναν σκηνοθέτη που έχει την εμμονή να μας αποκαλύπτει δτην ιδρωμένη μασχάλη μέσα απ΄τη σικ μπλούζα, τ’ αποφάγια μετά το τέλος της  λαμπερής γιορτής, αν με εννοείτε.

Ο Vinterberg  μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο  ο οποίος πέφτει  εν τέλει θύμα  συκοφαντικής δυσφήμησης, και βλέπει μια χιονοστιβάδα  από ψέμματα, φήμες και γονεϊκό πανικό  να του πέφτει στο  κεφάλι  και να διαλύει τη δουλειά του, τις διαπροσωπικές του σχέσεις, τη ζωή του ολόκληρη. Το απολύτως εξοργιστικό δε  ειναι η εθελοτυφλία των ενηλίκων -αποδεκτών της ιστορίας  της μικρής, μπροστά, όχι μόνο  στην κατοπινή ελεύθερη ομολογία της ότι “είπα μια βλακεία”, αλλά και στην απαλλαγή του Λούκας ήδη απ΄την προδικασία ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων.

“Τι μας νοιάζει εμας  που ο ανακριτής  σ’ αφησε να φύγεις;  Το εκανες κι αυτος ο ηλιθιος δεν το βλεπει. Φυσικά και το έκανες, αφου ολατα παιδια στο  νηπιαγωγείο  λενε το ιδιο πραγμα, και καπνος χωρις φωτιά δεν υπάρχει. Αρα ,για να το λενε ολοι, το έκανες!” , σκέφτονται ή και δηλώνουν οι κατ’αρχην δικαιολογημένα, τρομοκρατημένοι γονείς. Σϊγουρα το να εργάζεται στο σχολείο που φοιτά το σπλάχνο σου ένας “σάτυρος” , προκαλεί μεγάλη ανησυχία.Μιλάμε για πολύ λεπτά ζητήματα ,τα οποία  όταν ανακύπτουν  στην πραγματική ζωή και όχι μόνο στις σελίδες των συγγραμμάτων , “μολύνουν”  το μυαλό μας και τηη συνακόλουθη  στάση μας απέναντι στον φερόμενο  ως δράστη.Ξαφνικά , ο Λούκας από αγαπητός  φίλος και σύντροφος-κυνηγός των ανδρών  της κωμόπολης, γίνεται  ανεπιθύμητος  με επώδυνες συνέπειες, και κυριολεκτώ. Ειναι απίστευτη  επίσης η εμμονή  των ενηλίκων της ταινίας  με την υποτιθέμενη   φιλαλήθεια   των παιδιών- “εγώ πιστεύω τα παιδιά Λούκας.Δε λένε ποτέ ψέμματα” του λέει τρομοκρατημενη  η διευθύντρια  ακόμη και οταν η ίδια η μικρή , το υποτιθέμενο θύμα της πράξης του,  αρνείται ότι συνέβη ό,τι ισχυρίστηκε πως συνέβη.

 

 

 

Tο δύσκολο δεν είναι να δηλώνεις την αποστροφή σου για τον “κακό”  όταν πράγματι εγκλημάτισε- το δύσκολο και η λυδία λίθος  του πολιτισμού σου , είναι να αποδέχεσαι (ή έστω ανέχεσαι) ή ακομη καλύτερα σέβεσαι  την δικαστική απόφαση που απαλλάσει  αυτον τον “κακό” απ΄τις  ψευδείς  κατηγορίες  που τον βάρυναν. Νάλλάξει το βλέμμα σου απέναντί του .Εδώ ζητάμε, και νομοθετικά, ν’αλλάξει το βλέμμα της κοινωνίας προς τους αποφυλακισμένους ,δεν θα το ζητήσουμε  για κάποιον που ψευδώς επαναλαμβάνω, κατηγορήθηκε;

Αυτη είναι η ουσία της ταινίας του Vinterberg:  πως αντιμετωπίζεις ένα άνθρωπο που κουβαλάει  την ψευδή κατηγορία  ότι ειναι φερειπείν, παιδεραστής; Ως αθώο και έντιμο σαν την αφεντιά σου, ή ως τεκμαιρόμενο ένοχο διά βίου;

Η απίστευτη βλακεία  της μικροκοινωνίας στην οποία ζεί ο Λούκας, η οποία ποιός ξέρει μέσα από πόσα “φίλτρα”  δέχεται  τις  φήμες  που αστραπιαία  μεταμορφώνονται  σε τετελεσμένα γεγονότα και αρνείται το προφανές : την ομολογία του “θύματος” ότι  ΔΕΝ  υπήρξε θύμα, ο φόβος  που μετατρέπει τους συμπολίτες  και φίλους του Λούκας (με φωτεινές εξαιρέσεις τον γιό και τον φίλο του Μπρούν) σε αμυνόμενους με άσχημες γιαυτον συνέπειες, η παθητική στάση του ίδιου (ο φόβος και η αδυναμία κατανόησης συχνά παραλύει ψυχικά) ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει το τί, το πότε και το άν  συνέβη ό,τι του καταμαρτυρούν, κάνουν τον τίτλο της  ταινίας  πολύ ταιριαστό .

Το έξοχα αμφίσημο φινάλε, με την αμέσως προηγούμενη σεκάνς να δημιουργεί μια (ψευδή) αίσθηση ευφορίας και κοινωνικής αποκατάστασης, συμβολίζει  τη δύναμη  και το ανεξίτηλο του ψεύδους. Η αλήθεια μπορεί  να λάμπει τελικά ,όπως διατείνονται οι αισιόδοξοι, αλλά τα μολυβιά σύννεφα της  υποψίας  και της κακής φήμης  μπορούν να την  κρύψουν ανά πάσα στιγμή.

Η γλώσσα μας τσακίζει πράγματι κόκκαλα, υπολήψεις, ζωές…

Το πολυ όμορφο μουσικό θέμα ειναι του  Nikolaj Egelund.

 

 

 

 

 

Κατερίνα Καρά

Την πρώτη ταινία την είδε πριν πολλά χρόνια σε συνοικιακό σινεμά. Τραυματική εμπειρία... Επική η ταινία. Από τότε δηλώνει ανερυθριάστως ότι οι ταινίες (όπως και τα βιβλία) την έχουν πάρει κανονικά στο λαιμό τους. Πιστεύει ότι το σινεμά, όπως και η Τέχνη γενικώς, ΔΕΝ θα πεθάνει ποτέ, επειδή η τρισάθλια πραγματικότητα ειρωνεύεται χοντρά τις προθέσεις και τα όνειρά μας... Άρα κάπως πρέπει να αποδίδεται δικαιοσύνη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *