The Master: η Σαϊεντολογία, η μεταπολεμική Αμερική, η ατμόσφαιρα
Με φόντο μια εντυπωσιακή εικονογραφία περιπλανώμενων και ανήσυχων ψυχών στη μεταπολεμική Αμερική, η ταινία “The Master” ακολουθεί το ταξίδι ενός βετεράνου αξιωματικού του Ναυτικού, που επιστρέφει στην πατρίδα μετά τον πόλεμο χωρίς σχέδια για το μέλλον. Κλονισμένος και γεμάτος αβεβαιότητα, γρήγορα θα υποκύψει στη γοητεία του Master, του χαρισματικού ηγέτη μιας θρησκευτικής οργάνωσης ονόματι The Cause, που αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς.
Οι ταινίες του Πολ Τόμας Άντερσον αποτελούν ένα ενδιαφέρον καλειδοσκόπιο της αμερικανικής ζωής και κουλτούρας. Από τις απαρχές της αμερικανικής αυτοκρατορίας, εκεί που πετρέλαιο και αίμα ανάβλυζε άφθονο στο Θα Χυθεί Αίμα, στη μεταπολεμική Αμερική με τις απογοητεύσεις που πνίγονται σε τόνους αλκοόλ και νεο-γκουρού θεωριών στο The Master, στην συσωρευμένη οργή –αλλά και τρυφερότητα- του Punch Drunk Love και από εκεί στην αμερικανική βιομηχανία πορνό (από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως) στο Boogie Nights και στους πολύχρωμους χαρακτήρες του Μανόλια που αντιπροσωπεύουν την σύγχρονη «εξέλιξη» (ή απομυθοποίηση) του αμερικανικού ονείρου, ο Πολ Τόμας Άντερσον φαινομενικά προσεγγίζει θέματα που αφορούν τη χώρα του. Στην ουσία, πρόκειται για βαθιά ανθρώπινα θέματα που θέτουν κάτω από το μικροσκόπιό τους τις οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές σχέσεις, τη θέση της θρησκείας στη σύγχρονη κοινωνία, τις σχέσεις εξουσίας.
Με το The Master ο Άντερσον ασχολείται με το θέμα της γέννησης ενός νέου είδους αμερικανικής «οικογένειας» που γεννήθηκε μέσα στην αναστάτωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: σε αυτήν μία πνευματικά εναλλακτική «φατρία» ενώνεται με τις νεοσύστατες θρησκείες όλων των ειδών. Από τον ανατολίτικο ασκητισμό στη Σαϊεντολογία, η δεκαετία του ’50 ήταν η κατάλληλη εποχή όπου πολλοί άρχισαν να δημιουργούν Κινήματα Βάσης (Grassroots Communities), αφοσιωμένα στην πραγματοποίηση των μεγάλων οραμάτων του ανθρώπινου νου.
«Ήταν ένα γόνιμο έδαφος για να διηγηθώ μια δραματική και ελκυστική ιστορία», λέει ο Άντερσον εξηγώντας τι τον συνάρπασε σ’ εκείνη την εποχή πολιτιστικής αναστάτωσης και πνευματικού τυχοδιωκτισμού. «Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι άνθρωποι ανυπομονούσαν για το μέλλον με μεγάλη αισιοδοξία, αλλά ταυτόχρονα διαχειρίζονταν μεγάλο πόνο και τόσους θανάτους από το πολύ πρόσφατο παρελθόν».
«Ο πατέρας μου επέστρεψε από τον πόλεμο και παρέμεινε ανήσυχος για το υπόλοιπο της ζωής του» θυμάται ο σκηνοθέτης. «Κάθε περίοδος είναι καλή περίοδος για να ξεκινήσεις μια καινούργια θρησκεία ή ένα πνευματικό κίνημα, αλλά η πιο γόνιμη στιγμή είναι ακριβώς μετά από έναν πόλεμο. Μετά από τόσο θάνατο και καταστροφή, οι άνθρωποι αναρωτιούνται τα δύο πιο σημαντικά ερωτήματα: ‘Γιατί άραγε;’ και ‘Πού πάνε οι νεκροί;’» αναφέρει.
Παρ’ όλο που πολύς λόγος έχει γίνει για το γεγονός ότι ο Πολ Τόμας Άντερσον εμπνεύστηκε από την εξάπλωση της Σαϊεντολογίας (λέγεται, μάλιστα, ότι το φιλαράκι του και πρωταγωνιστής στο Μανόλια, Τομ Κρουζ, έφυγε ιδιαίτερα ενοχλημένος από ιδιωτική προβολή της ταινίας ακριβώς λόγω της μεγάλης συνάφειας μεταξύ του Λάνκαστερ Ντοντ και του ιδρυτή της Σαϊεντολογίας, Λ. Ρον Χάμπαρντ.
Και όχι άδικα. Τόσο ο ήρωας του Master, όσο και ο Χάμπαρντ έχουν εγκαταλείψει το Ναυτικό, προκειμένου να ασχοληθούν με τη συγγραφική τους καριέρα.
Τόσο στον Λάνκαστερ Ντοντ, όσο και στον Χάμπαρντ αρέσουν τα σκάφη και οι μοτοσικλέτες. Και οι δύο τρέφουν μια απέχθεια για την Αμερικανική Φαρμακευτική Ένωση. Ο Χάμπαρντ ζητά από τους οπαδούς του να είναι «καθαροί», ο Ντοντ από τους δικούς τους να αναπτύξουν τη δική τους προσωπική τελειότητα. Και το βασικότερο από όλα: και τα δύο κινήματα αναπτύχθηκαν ταχύτατα στη σκιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Τον Πολ τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η ιδέα του τι σου προκαλεί ο πόλεμος, και πώς το 1950 όλοι αυτοί οι άντρες γύριζαν στην πατρίδα και έπρεπε να ξαναβρούν το δρόμο τους μέσα στον κόσμο. Ήταν μια εποχή χαμένων ψυχών που έψαχναν απαντήσεις, και οι τρόποι και οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία αυτών των νέων πνευματικών ομάδων συνάρπασαν τον Πολ» αναφέρει η παραγωγός Τζόαν Σέλαρ.
«Φυσικά, δεν ετίθετο ζήτημα του να κάνει μια ταινία τεκμηρίωσης – δεν είναι αυτή η οπτική του. Γι’ αυτό και η έρευνα που έκανε μπορεί να τον επηρέασε στη δημιουργία του The Cause, αλλά η ιστορία τον οδήγησε σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση».
Και συνεχίζει: «Κατάληξε να γίνει η ιστορία του Φρέντι, καθώς ο χαρακτήρας του αντιπροσωπεύει τον κλασικό ξένο που μπαίνει σε μια ομάδα και την αλλάζει».
Για να επιτύχει το σκοπό του, ο Πολ Τόμας Άντερσον χρειαζόταν δύο εξαιρετικούς ηθοποιούς.
«Καθώς δούλευα το σενάριο, ο Χοακίν ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου ως Φρέντι. Εδώ και 12 χρόνια του ζητούσα να πάρει μέρος στις ταινίες μου, κι εκείνος είχε πάντα μια δικαιολογία για ν’ αρνηθεί. Είμαι απλώς ευγνώμων που αυτή τη φορά είπε ‘Ναι’» λέει ο Άντερσον.
Με τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ο σκηνοθέτης είχε ήδη συνεργαστεί δύο φορές (στα Boogie Nights και Μανόλια), οπότε ο ηθοποιός υπήρξε φυσική επιλογή. Εξίσου σημαντική ήταν, όμως, η επιλογή της συζύγου του Ντοντ, Πέγκι. Πρόκειται για μία γυναίκα φαινομενικά σεμνότυφη, αλλά στην πραγματικότητα ιδιαίτερα σκληρή. «Η Έιμι παίζει την Πέγκι Ντοντ σαν ένα είδος Λαίδης Μακμπέθ. Είναι η αυθεντική πιστή της ιστορίας» λέει η Σέλαρ.
Χτίζοντας την ατμόσφαιρα
Μια σημαντικότατη αν και ενστικτώδης απόφαση, που επηρέασε την πορεία της ταινίας, ήταν να χρησιμοποιηθεί το σπάνιο, πλέον, φιλμ των 65mm που υπάρχει μόνο σε στοκ.
Έχοντας μελετήσει τα παλλόμενα χρώματα κλασικών ταινιών του ’50 όπως το “Vertigo” και το “North By Northwest”, o Άντερσον θέλησε να καθρεφτίσει αυτή την υπερκορεσμένη θαλερότητα, ενώνοντάς την με έναν «αυστηρό» λυρισμό, δημιουργώντας εικόνες μεθυστικά αργές.
Η ίδια έμφαση στη λεπτομέρεια δόθηκε στη δημιουργία των κοστουμιών και των σκηνικών. Ο σκηνογράφος Τζακ Φισκ ήθελε πάνω απ’ όλα ο κόσμος του Φρέντι να μοιάζει οργανικός και ‘βιωμένος’.
«Πιστεύω ότι η σκηνογραφική πρόκληση μιας ταινίας τόσο φυσικής όσο το “The Master”, είναι το να μη μοιάζει κατασκευασμένη. Πρέπει να αφαιρέσεις κάθε περιττό στοιχείο που θα αποσπάσει την προσοχή του κοινού από τις ανθρώπινες σχέσεις». Έτσι, για το πλοίο του Ντοντ χρησιμοποίησαν το ιστορικό πλοίο USS Potomac που χρησιμοποιούσε ο Ρούζβελτ ως Προεδρικό σκάφος την περίοδο 1936-1945, στη συνέχεια αγοράστηκε από τον Έλβις Πρίσλεϊ και αργότερα δωρίστηκε σε φιλανθρωπία. Σήμερα είναι μουσείο και βρίσκεται στο Όκλαντ.
Στο Βαγιέχο, η σκηνογραφική ομάδα επέλεξε το επέλεξε το σπίτι της οργάνωσης. Ο Φισκ ήθελε ένα κάπως παραδοσιακό σπίτι, μέσα στο οποίο μπορεί να εκτυλιχθεί ένα αφανές δράμα. «Γνωρίζω καλά πόσο βαθιά ψάχνουν οι άνθρωποι απαντήσεις και νόημα στη ζωή τους», λέει ο σκηνογράφος. «Ψάξαμε πολλά κτίρια τα οποία έχουν καταλάβει μικρές θρησκευτικές οργανώσεις, για να έχουμε μια ιδέα του πώς μπορεί να είναι τα μέρη αυτά, και πραγματικά εξεπλάγην από τις ομοιότητές τους με το κτίριο που φτιάξαμε για το αρχηγείο του The Cause».
Όσο για τα κουστούμια, ο υπεύθυνος Μαρκ Μπρίτζες εξηγεί: «Η δεκαετία του’50 είχε τεράστιες αλλαγές στη μόδα και την κουλτούρα. Έτσι έχεις πολλά στοιχεία ακόμα από το ’40, όπως τα ρούχα με βάτες, αλλά η καινούργια μόδα σου χτυπάει την πόρτα».
Και ενώ ο Χόφμαν ντύνεται συνήθως με επιβλητικά χρώματα (οι κόκκινες πιτζάμες, το πράσινο κοστούμι), ο Φοίνιξ μοιάζει στην αρχή να ασφυκτιά στα ρούχα του, τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα προσεγμένα. Καθώς ανεβαίνει στην ιεραρχία του The Cause, τόσο πιο εκλεπτισμένη γίνεται η γκαρνταρόμπα του.
Ο Τζόνι Γκρίνγουντ, κιθαρίστας των Radiohead, συνέθεσε και πάλι τη μουσική της ταινίας, μετά τη συνεργασία του με το σκηνοθέτη στο “There Will Be Blood”. Έτσι γεννήθηκε μια παρόμοια αντιστικτική συνεργία μεταξύ των νέτων, ηχηρών εικόνων του Άντερσον και των πλούσιων παραφωνιών του Γκρίνγουντ, αλλά με εντελώς καινούργιους τρόπους.
«Δούλεψα με βάση την αισιοδοξία της περιόδου εκείνης: αυτή η χαρισματική φιγούρα, η αίσθηση ότι υπήρχαν νέοι τρόποι να γιατρευτεί η ‘αρρώστια’, και όλοι αυτοί οι ενθουσιώδεις οπαδοί, στάθηκαν η έμπνευση», λέει ο συνθέτης.
Συνθέτης και σκηνοθέτης μίλησαν πολύ γύρω από τη μουσική του Ότο Λουένινγκ, που στη δεκαετία του ’50 υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής και ανακάλυψε πρωτάκουστους ήχους, κάνοντας πειραματισμούς με μαγνητικές ταινίες και μικρόφωνα. «Κάποιες από τις μουσικές της ταινίας ηχογραφήθηκαν με την ίδια τεχνολογία», εξηγεί ο Γκρίνγουντ. «Παίξαμε με τις ταχύτητες της μαγνητικής ταινίας, τις κατευθύνσεις της, και με απίθανες μικροφωνικές τεχνικές».
Τα ερωτηματικά
Οι ταινίες του Άντερσον είναι συνήθως γεμάτες με μικρά αινίγματα. Γιατί ο Master τραγουδάει στον Φρέντι στην τελευταία τους συνάντηση; Γιατί ο Φρέντι επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις του The Master; Γιατί η ταινία κλείνει με το πλάνο της παραλίας; Είναι η σκηνή που βλέπει ο Φρέντι τις γυναίκες γυμνές πραγματικότητα ή φαντασία;
Η ταινία θέτει τα ερωτήματα και -παρά τα όποια προβλήματά της- σε προκαλεί να βρεις τις απαντήσεις, κάνοντας κάθε φορά διαφορετικές διασυνδέσεις.
Οι κομμένες σκηνές
Πρόσφατα ο Άντερσον παρουσίασε 20 λεπτά κομμένων σκηνών. Αυτές περιλαμβάνουν και τμήματα σκηνών που μπήκαν στην ταινία, αλλά αρχικά ήταν μεγαλύτερα. Συζητήσεις ανάμεσα στους δύο άνδρες, περισσότερες σκηνές από το συνέδριο του The Cause, μία συνάντηση του Φρέντι με την αγαπημένη του Ντόρις, εικόνες από την εποχή που υπηρετούσε στο Ναυτικό…
Οι σκηνές αυτές αναμένεται να συμπεριληφθούν στο DVD, καθώς για λόγους κινηματογραφικής οικονομίας κόπηκαν από την τελική βερσιόν του φιλμ.