Στα χρόνια της βίας
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Νέα Υόρκη είναι ένα σκληρό μέρος για να ζει κανείς. Τα περιστατικά βίας έχουν αυξηθεί και οι δρόμοι κυριαρχούνται από συμφέροντα και συμμορίες. Σε αυτό το πλαίσιο ο Άμπελ Μοράλες και η σύζυγός του, προσπαθούν να κλείσουν ένα οικόπεδο για να επεκτείνουν την επιχείρηση τους (μεταφέρουν και πωλούν καύσιμα). Κι ενώ περιμένουν ένα δάνειο για να κλείσουν τη συμφωνία, έχουν να αντιμετωπίσουν τις συχνές κλοπές των φορτηγών τους, καθώς και μία εκτεταμένη έρευνα για σειρά εγκληματικών ενεργειών που ξεκινά ο εισαγγελέας της περιοχής.
Θέλοντας να φτιάξει μία ταινία που να μοιάζει με τις γκανγκστερικές ταινίες της δεκαετίας του 1970 (όπως ο Νονός), ο σκηνοθέτης Τζ.Σι Τσάντορ παρουσιάζει τους εμπόρους καυσίμων στις αρχές του 1980 ως κάτι λιγότερο από μαφιόζους: τοκογλύφους, εκβιαστές, κλέφτες, τραμπούκους. Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που έχει βγει λες από το Goodfellas: οι ανταγωνιστές του Άμπελ μαζεύονται σε ένα εστιατόριο για να συζητήσουν. Είναι σαν τις φαμίλιες των Νονών που προσπαθούν να ανατρέψουν η μία την άλλη.
Το Στα Χρόνια της Βίας δεν είναι, όμως, μία γκανγστερική ταινία και μοιάζει σχεδόν υπερβολική η παρουσίασή της ως τέτοια. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας του Τζ.Σ.Τσάντορ είναι ότι είναι υπερβολικά σοβαροφανής. Σκοτεινή φωτογραφία, καταθληπτική μουσική, ήρωες στα πρόθυρα της καταστροφής δίνουν έναν υπερβολικά αυστηρό τόνο σε μία ταινία που μοιάζει να λυγίζει από το βάρος της προσπάθειάς της να φανεί σοβαρή.
Ίσως γι’ αυτό το λόγο το Στα Χρόνια της Βίας προσπαθεί πολύ σκληρά να κάνει φανερά πράγματα που θα μπορούσε απλά να υπονοεί. Κάθε φορά που ο κεντρικός ήρωας της ταινίας ανοίγει το ραδιόφωνο ακούγεται άλλο ένα έγκλημα, άλλος ένας φόνος, άλλη μία επίθεση, άλλο ένα στοιχείο για την αύξηση της εγκληματικότητας. Και αν κάποιος δεν το κατάλαβε, το λέει ξεκάθαρα και ο εισαγγελέας του Ντέιβιντ Ογιέλογουο, καθώς και ο τίτλος: αυτή είναι μία ταινία για τα πιο βίαια χρόνια της Νέας Υόρκης. Αν το πούμε αρκετά συχνά στο κοινό ίσως εξηγήσουμε για ποιο λόγο οι ήρωες φέρονται σαν γκάνγκστερ.
Ο Άμπελ είναι ο ηθικός ήρωας ή αυτός που θέλει να είναι ηθικός ή που κλείνει τα μάτια μπροστά στις λανθασμένες αποφάσεις: μερικές φορές δεν πειράζει να γίνονται κάποια πράγματα, αρκεί να μην τα γνωρίζει ο ίδιος. Ο Όσκαρ Άιζακ δίνει μία πολύ καλή ερμηνεία, αν και θυμίζει υπερβολικά τον Αλ Πατσίνο και αυτά που εκείνος έκανε με τους ρόλους του τη δεκαετία του 1970.
Αυτή που είναι εξαιρετική είναι η Τζέσικα Τσαστέιν. Φωτίζει πραγματικά την οθόνη στον ρόλο της δυναμικής συζύγου του Άμπελ. Μου θύμισε κάπως την Τζένιφερ Λόρενς, αλλά έπαιξε τον ρόλο της πολύ καλύτερα (σε σημείο που αναρωτιέσαι μήπως έχασε την υποψηφιότητα για Β’ Γυναικείο Ρόλο επειδή θύμιζε πολύ την Λόρενς). Άλλη μία ενδιαφέρουσα ερμηνεία δίνει και ο Ντέιβιντ Ογιέλογουο (ο οποίος μάλλον θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον).
Εξαιρετικό το φινάλε της ταινίας, η τροπή που παίρνουν τα πράγματα. Ο Τζ.Σι Τσάντορ (Margin Call, Όλα Χάθηκαν) τα καταφέρνει καλά στα δυνατά φινάλε και αυτή η ταινία αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα.
Τελικά να τη δω;
Το Στα Χρόνια της Βίας διαθέτει καλές ερμηνείες και θυμίζει καλό σινεμά της δεκαετίας του 1970. Παίρνει, όμως, υπερβολικά σοβαρά τον εαυτό της, με αποτέλεσμα το σενάριο να μοιάζει προσποιητό.