Η Λέσχη της Κομψής Αλητείας (The Riot Club)
Υπάρχει κάτι που μου αρέσει πολύ στο σινεμά της Λόνε Σέρφιγκ. Δεν ξέρω τι ακριβώς, μιας και δεν είναι ότι οι ταινίες της είναι αριστουργήματα. Το σινεμά της είναι μάλλον απλό, συχνά αναμενόμενο. Η ίδια, όμως, καταφέρνει να «κρύψει» μέσα στο αναμενόμενο το αναπάντεχο και το πραγματικό. Και νομίζω ότι γι’ αυτό μου αρέσει.
Από το τρυφερό Wilbur Wants to Kill Himself, στο αριστοτεχνικό Μια Κάποια Εκπαίδευση, στο λίγο μελό αλλά με υπέροχους χαρακτήρες Μία Ημέρα… και καταφέρνει και κάνει το ίδιο και στη Λέσχη της Κομψής Αλητείας.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου είναι μαζεμένα τα καλύτερα μυαλά της Βρετανίας –και όχι μόνο. Ανάμεσα στους φοιτητές είναι και οι προνομιούχοι, η ανώτερη τάξη, γόνοι πλουσίων οικογενειών, λόρδων και πολιτικών. Οι «καλύτεροι» από αυτούς είναι ενταγμένοι σε μία λέσχη, τη λεγόμενη The Riot Club, που στόχος της είναι να χαρίζει εμπειρίες ξεγνοιασιάς στους μελλοντικούς υπουργούς της Βρετανίας. Δύο νεαροί φοιτητές καλούνται να μπουν στις τάξεις της λέσχης: και οι δύο διαθέτουν τα προσόντα και το υπόβαθρο, αλλά έχουν πολλοί διαφορετικές απόψεις σε σχέση με την μεσαία και κατώτερη τάξη.
Η ταινία ανήκει στο είδος εκείνο των ταινιών που ασχολείται με μυστικές λέσχες, με τη δύναμή τους και με έναν συνήθως αθώο εμπλεκόμενο που ανακαλύπτει περισσότερα από ότι θα ήθελε. Σε αντίθεση, όμως, με αδιάφορες περιπέτειες, τύπου The Skulls, η Σέρφινγκ κάνει τους χαρακτήρες της ανθρώπινους και αφήνει τον θεατή να κατανοήσει την αλήθεια πίσω από λέσχες τέτοιου τύπου: την υπεροψία, την επιθυμία να ανήκεις κάπου να μοιράζεσαι την αίσθηση ανωτερότητας, αλλά και τις «αμαρτίες».
Η εν λόγω λέσχη είναι εμπνευσμένη από το Bullingdon Club, του οποίου μέλη ήταν ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον και ο Τζορτζ Όσμπορν.
Χωρίς να έχουμε δει το θεατρικό της Λόρα Γουέιντ, Posh, το οποίο υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές στη Βρετανία, ακούμε ότι η μεταφορά μάλλον είναι αρνητική για την ταινία. Η σάτιρα έχει χαθεί, το ρομάντσο έχει βρει χώρο να ανθίσει. Και είναι αλήθεια. Η ταινία είναι σάτιρα μόνο σε λίγες σκηνές, στη σκηνή του δείπνου για παράδειγμα όταν το ένα μετά το άλλο τα παράλογα επιχειρήματα αυτών των ωραίων –αλλά κουφιοκέφαλων- αγοριών που νομίζουν ότι είναι το κέντρο του κόσμου εκτοξεύονται. Και μαζί οι προσβολές προς ό,τι δεν είναι αυτοί.
Θα μπορούσε να κερδίσει εάν βασιζόταν λιγότερο στις κινηματογραφικές παραδόσεις για αυτό το είδος των ταινιών. Πάντως, καταφέρνει να ξεχωρίσει από τον σωρό παρόμοιων προσπαθειών, προσπαθώντας να κατανοήσει τους θεσμούς και τους χαρακτήρες που εντάσσονται σε αυτούς.
Όσον αφορά το καστ, οι νεαροί πρωταγωνιστές στέκονται όλοι στο ύψος των περιστάσεων. Με τα ωραία πρόσωπά τους φαίνεται να καλούν τον θεατή να αποδεχθεί αυτό που καταγγέλλουν. «Θα θέλατε να είστε εγώ, μόνο που δεν μπορείτε» λέει ένας από τους ήρωες στον ιδιοκτήτη μιας παμπ. Και οι περισσότεροι στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Προσωπικά ξεχώρισα τον Μπεν Σνέντσερ που παίζει τον έλληνα γιο εφοπλιστή Δημήτρη (γιατί το χρήμα δεν γνωρίζει σύνορα), ενώ βρήκα πολύ καλό και τον Μαξ Άιρονς, τον γιο του Τζέρεμι Άιρονς. Η νέα γενιά της βρετανικής υποκριτικής είναι εδώ και παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Τελικά να τη δω;
Δεν θα σας αλλάξει τη ζωή, αλλά θα την παρακολουθήσετε με ενδιαφέρον. Κάποιες από τις ερμηνείες ξεχωρίζουν, ενώ παρά το γεγονός ότι λείπει η ανελέητη σάτιρα που θα την αποθέωνε, διατηρεί την κριτική ματιά της και τον ρεαλισμό προς τους χαρακτήρες της.