Η ρωγμή ανάμεσά τους
Μπορεί μία συνηθισμένη απροσεξία να έχει ολέθριες και άκρως επώδυνες συνέπειες; Στην τελευταία ταινία του Asghar Farhadi (σε σενάριο του ίδιου) με τίτλο THE SALESMAN, βλέπουμε ότι μπορεί.
Αν το στοίχημα για κάθε δημιουργό του σινεμά είναι ν’αφηγηθεί μια ιστορία με αλησμόνητο τρόπο, ο Farhadi το κερδίζει με κάθε ταινία του. αυτή εδώ, όπως και οι προηγούμενες,αποτελεί υπόδειγμα απλότητας και διεισδυτικής ματιάς στο σύγχρονο Ιράν. Το καλογραμμένο σενάριο και οι φυσικότατες ερμηνείες των ηθοποιών του, κατορθώνουν να κλονίσουν τον θεατή, όπως ο εκσκαφέας κλονίζει την πολυκατοικία που μένουν ο Εμάντ και η Ράνα, νεαρό ζευγάρι ,φαινομενικά χωρίς τις αγκυλώσεις της Ιρανικής, σεξιστικής κοινωνίας απ΄την οποία αμφότεροι προέρχονται. Το ότι το νεαρό ζευγάρι είναι και ερασιτέχνες ηθοποιοί που ανεβάζουν στο θέατρο το πασίγνωστο Ο Θάνατος Του Εμποράκου του Άρθουρ Μίλερ, έχει τη σημασία του, την καθόλου προφανή και κλισέ περί διασύνδεσης Τέχνης-ζωής, σημασία. Γιατί το μείζον ζήτημα της ταινίας είναι άλλο, και η διαπλοκή Τέχνης-ζωής η εύσχημη αφορμή : το μείζον θέμα της είναι ο συσχετισμός δυνάμεων/ σχέση θύτη μίας άδικης πράξης και θύματος αυτής.Το ότι ο Εμάντ και η Ράνα (εξαίρετοι οι Shahab Hosseini, Taraneh Alidoosti) αναγκάζονται να εγκαταλείψουν εσπευσμένα το διαμέρισμά τους λόγω σοβαρών ζημιών, είναι το συμβάν που σαν το κρίσιμο κομμάτι στο ντόμινο προκαλεί διαδοχικά συμβάντα- ανατροπές της ζωής τους: αν δεν έφευγαν απ’ το διαμέρισμά τους, δεν θα έψαχναν για καινούργιο σπίτι. Αν δεν έψαχναν,δεν θα παρακινούσαν τον συνάδελφό τους στο θέατρο, Μπαμπάκ, να τους υποδείξει ένα άδειο διαμέρισμα. Αν δεν μετακόμιζαν σ’αυτό το διαμέρισμα, ίσως αυτό που συνέβη στην (πανέμορφη) Ράνα και είδε τον ουρανό σφοντύλι, να μην συνέβαινε. Ή μήπως θα συνέβαινε; Ενώ σε προηγούμενες δουλειές του Farhadi, οι γυναικείοι χαρακτήρες σαφώς υφίστανται μία αδικία, σαφώς είναι θύματα, στη συγκεκριμένη ταινία, αν παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την τραγωδία που πλήττει το ζευγάρι, ίσως καταλήξει στο…ενοχλητικό συμπέρασμα πως η γυναίκα, η Ράνα, συνπροξένησε την πράξη που τελέστηκε σε βάρος της: σα ν’αφήνεις ορθάνοιχτη την τσάντα σου με λεφτά σε δημόσιο χώρο, και να φωνάζεις μετά ότι σ’ εκλεψαν.
Σοφά όμως, ο Farhadi δεν παίρνει θέση κατά της γυναίκας− και λέω σοφά, διότι κάτι τέτοιο ίσως παρέσυρε τον θεατή σε σκέψεις αποενοχοποίησης του δράστη. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι κανείς, ούτε καν ο Εμάντ, απ’ όσους γνωρίζουν τι συνέβη στη Ράνα, δεν της επιρρίπτει ευθέως ευθύνες, κάποιος άλλος ίσως, σε κάποια άλλη ταινία, ίσως την κατσάδιαζε : « καλά, τόσο ηλίθια ήσουν; τόσο απρόσεκτη;». Εδώ όμως κανείς, ποτέ, δεν επιπλήττει τη σοκαρισμένη Ράνα.
Το θύμα της πράξης, παραμένει θύμα μέχρι τέλους, και αυτό ακριβώς είναι που κάνει ακόμα πιό εξοργιστική και περίεργη τη στάση της Ράνα έναντι της πράξης, αλλά κυρίως έναντι του δράστη της. Ο Εμάντ βεβαίως, ήδη την επαύριο του συμβάντος (για το οποίο ο θεατής δεν έχει ποτέ, σαφή εικόνα του τι ακριβώς συνέβη, όσα ξέρουμε γι’ αυτό είναι αποτέλεσμα μαρτυριών των άλλων− δεν υπάρχει κανένα πλάνο στην ταινία με την πράξη καθεαυτή) θέτει το δίλημμα : «ή πάμε στην Αστυνομία,ή ξεχνάμε αυτή την ιστορία εντελώς», και βεβαίως η εξέλιξη κάθε άλλο παρά συνέπεια της εσκεμμένης λησμονιάς είναι.
Στην συγκλονιστική (και πιστεύω,καλύτερη σεκάνς όλης της ταινίας) αντιπαράθεση θύτη-Ράνα βλέπουμε όλη την αντίφαση και τις ολέθριες συνέπειες της μη καταφυγής στις αρμόδιες διωκτικές Αρχές. ‘Η θα καταγγείλεις το έγκλημα ή θ’αποδόσεις δικαιοσύνη κατ’ ιδίαν, μέσω της ιδιωτικής διευθέτησης της κατάστασης, και η όλη συμπεριφορά του Εμάντ που είχε προτείνει αν δεν καταγγείλουν την πράξη,να την ξεχάσουν, αναιρεί κάθε προσπάθεια λησμονιάς. το σώμα αλλά και ο νούς θυμούνται, ακόμα κι αν με κάποιο τρόπο απαλειφθούν οι αναμνήσεις ενός συμβάντος απ΄το μυαλό μας, απ ΄το σώμα μας δεν απαλείφονται. Η άδικη πράξη σε βάρος της Ράνα μολύνει την καθημερινότητα του ζευγαριού, και διαβρώνει τη σχέση τους. Η, εικάζω, βαθιά σοκαρισμένη Ράνα απ΄αυτό που έπαθε, αντιδρά όπως πολλά θύματα επιθέσεων: προσπαθεί να ξεχάσει ό,τι της συνέβη, και να ξαναπιάσει τη ζωή της από κεί που διεκόπη προσωρινά.
Το περίεργο όμως εδώ και ανησυχητικό, δεν είναι μόνο η πράξη που μένει ατιμώρητη (επισήμως τουλάχιστον), το ανησυχητικό είναι η αντίδραση της Ράνα που προτιμάει το κουκούλωμα της πράξης. «Αν το μάθει η οικογένειά του, εμείς τελειώσαμε» απειλεί τον Εμάντ η Ράνα.
Ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος που ασκεί η (μικρο)κοινωνία της οικογένειας πάνω στο άτομο, μοιάζει πιό οδυνηρός και απευκταίος από μία, φερειπείν ποινή φυλάκισης. Η Ράνα μοιάζει με καθρέφτη του συντηρητικού Ιράν, ο κλονισμός που υπέστη απ’ την πράξη σε βάρος της συνδυασμένος με κάποια ενοχή άραγε ; για πιθανή συνυπαιτιότητά της σ’αυτό που έπαθε, την ωθούν να επιδείξει αυτή την εξοργιστική συμπεριφορά.
Το ότι ο δράστης γλιτώνει την επίσημη δίωξη, δεν έχει καμία σημασία εν προκειμένω, γιατί η ίδια η ζωή τον τιμωρεί. Η ευφυία του σεναρίου φαίνεται ακριβώς στην μη αναμενόμενη διασύνδεση Τέχνης-ζωής, που είναι καλά κρυμμένη σε μία λεπτομέρεια η οποία μόνο μετά την τραγική κατάληξη, μας οδηγεί στο να κάνουμε τον απαραίτητο συσχετισμό: δεν είναι όλοι οι θάνατοι άδικοι…