Η Δασκάλα
Στη Μπρατισλάβα της δεκαετίας του 1980, μία φαινομενικά ευγενική δασκάλα μπαίνει στην σχολική αίθουσα και ζητάει από τους μαθητές να σηκωθούν όρθιοι και να πουν το όνομά τους. Στη συνέχεια, τους ζητά να μάθει το επάγγελμα των γονιών τους. Σύντομα γίνεται κατανοητό ότι η δασκάλα δεν ρωτά να μάθει από ανθρώπινο ενδιαφέρον, αλλά γιατί έχει έναν δικό της σκοπό: να ζητά από τους γονείς να της κάνουν χάρες με αντάλλαγμα τη βοήθεια των παιδιών τους στο σχολείο. Καθώς η δασκάλα είναι και στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος λίγοι μπορούν να αντισταθούν.
Οι χάρες μοιάζουν μικρές: από κάποιους ζητά να της φτιάξουν μια λάμπα ή να της ψωνίσουν κάποια πράγματα. Ωστόσο, γίνεται φανερό ότι όσοι τολμούν να αντιδράσουν έρχονται αντιμέτωποι με την οργή της και με… κακούς βαθμούς ή εξευτελισμούς για τα βλαστάρια τους.
Ο Γιαν Χρέμπεκ ενώνει και πάλι τις δυνάμεις του με τον σεναριογράφο Πετρ Γιαρκόφσκι (οι δυο τους είχαν κάνει το «Παιχνίδια Διαχασμού και Εγκυμοσύνης») για να αφηγηθούν μια πραγματική ιστορία που ο Γιαρκόφσκι γνώριζε από τη δεκαετία του 1980. Με μπόλικη ειρωνεία και δόσεις χιούμορ, η ταινία τους μιλά για τον φόβο και την ανάγκη για αξιοπρέπεια. Οι απειλές της δασκάλας είναι πάντα καλυμμένες πίσω από ένα πέπλο ευγένειας, ενώ μονίμως έχει μια σειρά από «ακόλουθους» που τη στηρίζουν (ίσως γιατί γνωρίζουν ότι τα παιδιά τους δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν διαφορετικά σε έναν δύσκολο κόσμο).
Είναι λεπτή η γραμμή ανάμεσα στον τρόμο της καθημερινότητας και τη γελοιότητα της υπερβολής που βαδίζει ο Χρέμπεκ, αλλά με το χρώμα και το λεπτοδουλεμένο σενάριο καταφέρνει και το μήνυμά του να περάσει και τον θεατή να διασκεδάσει.
Η Ζουζάνα Μαουρέρι μοιάζει με μια «διαβολική» Μαίρη Πόπινς και φυσικά πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην ερμηνεία της, ενώ εξίσου καλός είναι ο Πέτερ Μπέμπγιακ στον ρόλο ενός επιστήμονα που έρχεται αντιμέτωπος με το φορτικό «κόρτε» της δασκάλας.