tiff60: Ωδή στο μοντάζ και δυο σκύλους από τα παλιά
Γράφοντας για σινεμά οι περισσότεροι ασχολούμαστε με τη σκηνοθεσία, το σενάριο τις ερμηνείες και συχνά ξεχνάμε να αναφέρουμε άλλα εξίσου σημαντικά συστατικά που παίζουν καθοριστικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα και την ταυτότητα μιας ταινίας.
Το μοντάζ δεν είναι απλώς ένα εξ αυτών, δεν είναι απλά το δέσιμο κάθε σκηνής με την άλλη ή η αλληλουχία, ούτε μόνο ο αφηγηματικός ρυθμός αλλά ένας μάεστρος που βάζει σε τάξη τα μουσικά του όργανα, την εικόνα και τον ήχο και τη μουσική και τα διατάζει να παίξουν. Το μοντάζ είναι κι ένα από τα πιο υποτιμημένα και αδικημένα, ιδιαίτερα στη χώρα μας, ενώ σε άλλες χώρες του δίνουν τη δεύτερη βαρύτητα μετά τη σκηνοθεσία.
Τονίζω τη χώρα μας, διότι έχουμε την τιμή να διαθέτουμε έναν από τους καλύτερους παγκοσμίως και πιο περιζήτητο μοντέρ, τον Γιώργο Μαυροψαρίδη. Ως τώρα κατάφερα να δω δυο από τις τρεις δουλειές του που φιλοξενούνται στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (μου λείπει το κυπριακό η Πολιορκία στην Οδό Λιμπέρη για να συμπληρώσω, για την οποία άκουσα αρκετά καλά σχόλια) που έρχονται να επιβεβαιώσουν τον τίτλο που επάξια κέρδισε, τους Monos από την Κολομβία όπου είναι ένας εκ των τριών μοντέρ και το δανέζικο Αυτόχειρα Τουρίστα.

Ο Αυτόχειρας Τουρίστας (Suicide Tourist ή Selvmordsturisten) είναι μάλιστα η ταινία που φαίνεται ξεκάθαρα η τέχνη του Γιώργου Μαυροψαρίδη, καθώς το μοντάζ κλέβει συχνά την “παράσταση” και γίνεται ο κεντρικός πρωταγωνιστής, σε μια αρκετά αξιόλογη ταινία ψυχολογικού θρίλερ που φέρνει στο νου Ντέιβιντ Λιντς στα καλύτερα του ή το Spider του Κρόνεμπεργκ.
Ωραία, μεστή και ώριμη ερμηνεία από τον Νικολάι Κόστερ Βαλντάου, που εδώ παίζει και με τα δυο χέρια και όχι με το ένα κομμένο όπως στη δημοφιλή σειρά που Game of Thrones, ενώ αφήνει κι αυτός μουστάκι και του πάει, όπως και ο Ρόμπερτ Πάτισον για το Lighthouse (Ο Φάρος). Ο Κόστερ Βαλντάου δείχνει ότι όπου ο ρόλος του επιτρέπει (όπως και στο Second Chance (2014), μπορεί να σηκώσει εξαιρετικά και δραματικούς ρόλους. Εδώ ενσαρκώνει έναν άντρα, ασφαλιστή στο επάγγελμα, που πάσχει από μια άκρως επιθετική μορφή όγκου στον εγκέφαλο. Το τελευταίο διάστημα, παρά τη στήριξη της γυναίκας του δεν μπορεί να εργαστεί, ενώ οι τελευταίες εξετάσεις του δείχνουν ότι δεν του μένει πολύς χρόνος πριν η ασθένεια τον χτυπήσει ανεπανόρθωτα. Προσπαθεί να θέσει τέλος στη ζωή του με αποτυχία. Τελικά αποφασίζει να πάει σε ένα πολυτελές θέρετρο που βοηθούν ανθρώπους να θέσουν τέλος στη ζωή τους.
Ένα υπέροχο θέρετρο όπως αυτό της Νιότης (Youth) του Σορεντίνο ή του Αστακού (Lobster) του Λάνθιμου, παρέχει στους θαμώνες κάθε λογής πολυτέλεια και άνεση, αρκεί αυτοί να ακολουθήσουν το προκαθορισμένο πρόγραμμα, από το οποίο δεν μπορούν να παρεκλίνουν. Ο έρωτας του πρωταγωνιστή για τη γυναίκα του και η αγάπη του για τη ζωή έρχονται να κοντράρουν την προκαθορισμένη πορεία τέλους που ο ίδιος επέβαλλε στον εαυτό του. Ίσως τελικά ο εαυτός του να είναι και ο μεγαλύτερος εχθρός που θα έχει να αντιμετωπίσει.
Κάπου μεταξύ δικαιώματος του ανθρώπου στη ζωή και το θάνατο, συζητήσεων περί ευθανασίας και την πιθανή εμπορικής εκμετάλλευσης της διεύρυνσης αυτής της ιδέας κινείται η ταινία, μη παραβλέποντας να μπει σε εφιαλτικούς δαιδαλώδης διαδρόμους της ψυχής και της καρδιάς που φοβούνται το θάνατο ακόμα κι αν πριν από λίγα δευτερόλεπτα τον αποζητούσαν, της ανάγκης για λύτρωση και ελευθερία, καθώς και του (τελικά) βαθιά ριζομένου ζωόδους ενστίκτου επιβίωσης. Εκεί κρύβεται η μαγεία της ταινίας, που θα σας πάει από τον Αστακό του Λάνθιμου στο Jacob’s Ladder του Άντριαν Λιν και πάλι πίσω, κλείνοντας υπέροχα με ένα τέλος που επιδέχεται τουλάχιστον δυο ερμηνείες. Αυτές είναι ταινίες, όχι “μασιμένη τροφή”, να σε βάζουν σε σκέψεις και να θες να τις συζητήσεις μετά.

Οι Monos, επίσημη πρόταση της Κολομβίας για Όσκαρ, έχει αρκετά κοινά σημεία με τη γαλλική φετινή πρόταση, το εξαιρετικό Οι Άθλιοι, ιδίως ως προς το ρεαλισμό και τη ωμή βία. Πρωταγωνιστές πάλι παιδιά, όπως και στα γκέτο των Άθλιων, αποτελούν αυτή τη φορά μια ομάδα ανταρτών, που έχουν εγκατασταθεί από την οργάνωση τους σε ένα υψίπεδο οροπέδιο με αποστολή να φυλάνε μια αμερικανίδα αιχμάλωτο που κρατείται όμηρος. Όταν ο πόλεμος γίνεται παιχνίδι, επιχειρεί μια κάθοδο αντίστοιχη αυτής του Αποκάλυψη Τώρα ή του Ο άρχοντας των μυγών (Lord of the Flies). Υπάρχουν σημεία που υπάρχει ξεκάθαρη πλοκή, αφήνουν να δούμε τους τρυφερούς ή σκληρούς από τις συνθήκες παιδικούς χαρακτήρες και το δράμα της αιχμάλωτης αλλά και σημεία που η παράνοια παίρνει τον πρώτο λόγο, χάνεται μέσα στο απέραντο του βουνού, στα βάθη της ζούγκλας ή την ένταση της εκπαίδευσης.
Τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των παιδιών όπου η παιδικότητα σβήνεται και βλέπεις ουσιαστικά μια αγέλη από άγρια θηρία, το βουητό που συχνά αποτελεί το μουσικό μοτίβο, κάνουν ξεκάθαρο ότι δεν επιδιώκει να είναι μια ταινία ξεκούραστη, ανάλαφρη και ευχάριστη στη θέαση και πιθανώς τα 102′ λεπτά της να σας φανούν κουραστικά. Προς το τέλος όμως, όταν πια μας έχει συστήσει τους χαρακτήρες των παιδιών και παρακολουθεί περισσότερο την έφηβη αντάρτισσα με το ψευδώνυμο Ράμπο, αποκτά περισσότερη συνοχή.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, δυστυχώς δεν μπόρεσε να παρεβρεθεί στην προβολή του, το φεστιβάλ όμως συνδέθηκε μέσω Skype call μαζί του ώστε το κοινό να του απευθύνει ερωτήσεις. Έτσι, παρά κάποιων πρώτων προβλημάτων επικοινωνίας ακολούθησε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, όπου μεταξύ άλλων ο σκηνοθέτης τόνισε ότι δεν ήθελε να είναι ξεκάθαρη τοπικά, αλλά μέσα από αυτή να απευθύνει διεθνώς ένα αντιπολεμικό μήνυμα και ένα μήνυμα κατά της εκμετάλλευσης και στρατολόγησης μικρών παιδιών, στα οποία δίνουν όπλα αντί να τα αφήσουν να παίξουν ή τα πιο μεγάλα να ερωτοτροπήσουν ελεύθερα.

Εγώ είμαι από τους πρώτους που αποζητώ στα κινηματογραφικά φεστιβάλ να παρακολουθήσω όλες τις νέες, φρέσκιες ταινίες, τη λεγόμενη νέα σοδειά, να δω τα νέα ρεύματα και τις τάσεις. Αξίζει όμως μερικές φορές να κάνουμε μια μικρή παύση για να κοιτάμε και στις λαμπρές σελίδες του παρελθόντος, ανακαλύπτοντας σπουδαία διαμάντια που μπορεί να μας διέφυγαν ή αν τα έχουμε ξαναδει παλαιότερα να επιχειρήσουμε μια δεύτερη απολαυστική ανάγνωση τους. Αυτό και συνέβη με εμένα και το καθηλωτικό Άρρωστα Σκυλιά (Plague Dogs) του 1982, που προβλήθηκε σε πλήρως αποκατεστημένη κόπια στην αίθουσα του Παύλου Ζάννα. Ένα καταιγιστικό και βίαιο κυνηγητό (αυστηρά για μεγάλους ή μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά), όπου ο άνθρωπος έχει το ρόλο του κακού και πρωταγωνιστές δυο υπέροχους σκύλους, που αποδρούν από τα βασανιστήρια ενός κυβερνητικού ερευνητικού κέντρου και προσπαθούν να ζήσουν ελεύθερα στη φύση, επαναφέροντας την άγρια φύση τους στο προσκήνιο για να ξαναμάθουν να κυνηγούν, αλλά και να σωθούν από τον ανελέητο θηρετή τους, τον άνθρωπο.
Υπέροχος ήχος και κινούμενο σχέδιο, με καρέ που θα μπορούσαν να αποτελούν πίνακα ζωγραφικής, συνθέτουν αυτό το αριστούργημα του Μάρτιν Ρόζεν, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Άνταμς – η δεύτερη συνεργασία τους, μετά το Watership Down. Φοβερή σπουδή πάνω στη ψυχοσύνθεση του σκύλου, που θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα οι φιλόζωοι, ενώ η επιλογή των διαλόγων της παράλληλης πλοκής, δίνουν ταυτόχρονα τον ανθρώπινο παραλογισμό και χαρίζουν στους τετράποδους πρωταγωνιστές τους συγκινητικά φιλοσοφικούς και ποιητικούς σε σημεία διαλόγους. Μέχρι το συγκλονιστικό τέλος θα μπορούσαμε μεταφορικά να πούμε ότι οι δύο φίλοι αναδύονται εις τους ουρανούς χέρι χέρι προς την αιωνιότητα ή την αιώνια φυγή από αυτή.