Τιμπουκτού
Η κατάληψη της πόλης του Τιμπουκτού στο Μάλι από τζιχαντιστές, οι αντιδράσεις των κατοίκων αλλά και οι συνέπειες της εφαρμογής του νόμου του Ισλάμ. Η υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας του Αμπντεραχμάν Σισσακό επιχειρεί να κινηματογραφήσει την σκληρή πραγματικότητα της καθημερινότητας των ανθρώπων που υπακούν στην δυναστεία των τζιχαντιστών αλλά και εκείνων που θέλουν να πιστεύουν ότι έχουν καταφέρει να ξεφύγουν.
Η ταινία ξεκινάει με πλάνα μιας καταδίωξης. Ένα φορτηγάκι με υπερασπιστές του Τζιχάντ κυνηγάνε ένα ελάφι. Η εντολή που ακούγεται είναι να μην το σκοτώσουν, απλά να το κουράσουν. Την ίδια ώρα, στο Τιμπουκτού η ζωή μοιάζει ειρηνική με τους ανθρώπους να ασχολούνται με οτιδήποτε καθημερινό και απαραίτητο. Μέχρι την εμφάνιση μιας ομάδας Τζιχαντιστών οι οποίοι θα αρχίσουν να περιφέρονται στα σοκάκια και να δίνουν εντολές, για τα ρούχα και την συμπεριφορά των κατοίκων. Άλλες στιγμές ακούγονται και εντολές από μεγάφωνα, όπως για την επιβολή της ποινής θανάτου με λιθοβολισμό σε περίπτωση μοιχείας. Οι κραυγές διαμαρτυρίας υπάρχουν, δεν υποτάσσονται όλοι αδιαμαρτύρητα στην επιβολή των νόμων, όμως η βαναυσότητα των τιμωριών είναι εκείνη που τελικά τους γονατίζει.
Μια γυναίκα δίνει με προθυμία τα χέρια της στο Τζιχαντιστή να της τα κόψει, μιας και θεωρεί ότι ο εξαναγκασμός των γυναικών να φορούν γάντια είναι υπερβολικός και θα την εμποδίσει στην εργασία της. Μια άλλη γυναίκα θα μαστιγωθεί γιατί απλά τραγουδούσε και κανένας δεν θα την υπερασπίσει, το μόνο που της μένει είναι να συνεχίσει το τραγούδι κατά την διάρκεια επιβολής της τιμωρίας της. Ο ίδιος ο Ιμάμης θα κάνει προσπάθειες να εξηγήσει στον αρχηγό των Τζιχαντιστών ότι άμα δίνεις τέτοιες ακραίες εντολές πρέπει να εξηγείς και τον λόγο, ενώ νωρίτερα τους έχει απαγορεύσει επιδρομή στο χώρο της προσευχής. Προσθήκη σ’ αυτές τις φωνές η τρελή του χωριού που δεν υπακούει στους νόμους αλλά και οι νόμοι μοιάζουν να την αγνοούν. Ακόμα και οι ίδιοι οι τζιχαντιστές μοιάζουν να αποκλίνουν από τις απαιτήσεις τους προς τους άλλους, όπως η συζήτηση για τις επιδόσεις του Μέσι.
Η οικογένεια του Κιντάν ζει σε μια σκηνή μακριά απ’ όλα αυτά. Έτσι έχει την δυνατότητα και να τραγουδά μαζί με την γυναίκα και την κόρη του χωρίς να κρύβεται, και οι γυναίκες του να μην φοράνε μπούρκα. Το δράμα του Κιντάν, όμως, ξεκινά με τον θάνατο μίας από τις αγελάδες του, την αγαπημένη της κόρης του, την GPS (λέξη συνυφασμένη με τον προσανατολισμό και την εύρεση ή ίσως την απώλεια του). Και πλέον η σκληρότητα του Τζιχάντ μεταφέρεται από το γενικό στο ειδικό, η ιστορία ρίχνει το βάρος της πάνω στον ανεξάρτητο μέχρι εκείνη την στιγμή Κιντάν, όπου και εκείνος τελικά θα υποταχθεί στην υπερβολικά σκληρή τιμωρία σε σχέση με το κατά λάθος έγκλημα που πραγματοποιήθηκε.
Η έκταση των θεμάτων που θίγει το Τιμπουκτού είναι τεράστια και η κάθε μια σκηνή του αποτελεί αφορμή για προβληματισμό. Μια ταινία που στόχος της είναι να μη σε αφήσει αμέτοχο στα ζητήματα που την απασχολούν. Επιπλέον, όταν διαχειρίζεσαι μια τόσο σοβαρή θεματολογία περιμένεις η ζυγαριά να γέρνει αντίθετα από την πλευρά του επιπέδου σύνθεσης κάδρων και φωτογραφίας, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην περίπτωση του Τιμπουκτού. Ορισμένα πλάνα, ενισχυόμενα και από την φυσική ομορφιά των τοπίων, μοιάζουν να αποτελούν κομμάτια ζωγραφικού πίνακα (χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή μετά το τέλος της διαμάχης του Κιντάν με τον ψαρά και την αντιδιαμετρική τοποθέτηση των ηρώων) και εμπνευσμένες σκηνοθετικά σκηνές όπως αυτή που τα παιδιά παίζουν «ποδόσφαιρο» θέτουν βαθύτερα το θέμα του τι τελικά είναι ψευδαίσθηση.
Η ταινία τελειώνει και το ελάφι επανέρχεται στην οθόνη, ίσως τελικά ο στόχος του Τζιχάντ δεν είναι να σκοτώνει αλλά να εξοντώσει τους λαούς και τελικά να τους τιθασεύσει.
Και μια σημείωση…..Αν και ο συναγωνιστής του στην διεκδίκηση του Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας Ιστορίες για Αγρίους έχει κερδίσει την θέση του στην προτίμηση μου εξαιτίας της οξυδέρκειας του και του αυθεντικού μαύρου χιούμορ που προσφέρει, είδος ιδιαίτερα δύσκολο να είναι επιτυχημένο χωρίς να ξεφύγει, το Τιμπουκτού ήρθε να αφήσει κατά πολύ πίσω τα υπαρξιακά δράματα Leviathan και Ida, με ήρωες εγκλωβισμένους σε προσωπικά πάθη και επιθυμίες. Το Τιμπουκτού αν και έχει κεντρική πρωταγωνιστική οικογένεια, περιφέρεται περίτεχνα γύρω από τους κατοίκους μιας πόλης καταδικασμένη να υπακούει στις παράφρονες απαιτήσεις, των πολύ καλά γνωστών και στην Δύση, Τζιχαντιστών. Μια ματιά εκεί που η καταπάτηση οποιουδήποτε δικαιώματος, στην έκφραση, στην επιθυμία, στην διασκέδαση, στην ένδυση ή πιο απλά του δικαιώματος στην επιλογή είναι καθημερινότητα.