Το Κόκκινο Σπουργίτι (Red Sparrow)
Το πολυαναμενόμενο Κόκκινο Σπουργίτι, αποδεικνύεται μάλλον πληγωμένο από αστοχίες και δε μπορεί να πετάξει ψηλά. Μπερδεμένη εποχή και σενάριο χωρίς ξεκάθαρο στόχο, σκηνοθεσία χωρίς όραμα, μια Τζένιφερ Λόρενς μονίμως εκτός ρόλου και σπατάλη υλικού που μένει αχρησιμοποίητο στο υπόλοιπο καστ.
H Τζένιφερ Λόρενς ξανασυνεργάζεται με τον τον Φράνσις Λόρενς (Constantine, I Legend, Water for Elephants) σκηνοθέτη που ανέλαβε τις τρεις από τις τέσσερις ταινίες των Αγώνων Πείνας, ταινίες (όλες εκτός της πρώτης) που ανάδειξαν την ηθοποιό. Αυτή τη φορά υποδύεται την πρίμα μπαλαρίνα των Μποσλόι, Ντομινίκα Εγκόροβα, που χάρη στο ταλέντο της καταφέρνει να ζήσει την ίδια και την άρρωστη μητέρα της μετά το χαμό του πατέρα της. Ένας σοβαρός τραυματισμός όμως τερματίζει άδοξα την καριέρα της και μένει στο έλεος του θείου της που δουλεύει για την κυβέρνηση και της ζητά μια χάρη, να αποπλανήσει ένα σημαντικό στόχο. Τα πράγματα όμως δεν πάνε όπως θα ήθελε κι έτσι γίνεται άθελα της μάρτυρας σε ένα μυστικό που δε πρέπει να διαρρεύσει. Μονόδρομος για να επιβιώσει είναι να ενταχθεί στη μυστική υπηρεσία των «Σπουργιτιών», υπομένοντας μια σαδιστική εκπαίδευση που μετατρέπει νεαρά άτομα σε ερωτικές και πολεμικές μηχανές για το καλό της χώρας. Η Ντομινίκα, χωρίς επιλογές, μπλέκεται όλο και πιο βαθιά και σύντομα θα της ανατεθεί μια αποστολή υψίστης σημασίας, απέναντι σε έναν έμπειρο πράκτορα της CIA.
Στα αρνητικά, δε μπορεί να παραβλέψει κανείς την αποτυχία αποτύπωσης εποχής. Το βιβλίο του συνταξιοδοτημένου της CIA, Τζέισον Μάθιους, κυκλοφόρησε το 2013 και για να είμαι ειλικρινής δεν το έχω διαβάσει. Φαίνεται όμως ότι διαδραματίζεται κάπου στα 90s. Αντ’ αυτού βλέπουμε από τα οχήματα, το ρουχισμό και τα κινητά τηλέφωνα, να τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή. Αυτό βέβαια θέτει σε άλλη βάση όλο το πολιτικό υπόβαθρο του ψυχροπολεμικού κλίματος που η ταινία προσπαθεί να χτίσει. Κι απάνω που πάμε κάπως να το συνηθίσουμε, βλέπουμε σε μια ανταλλαγή πολύτιμων πληροφοριών, τα απόρρητα στοιχεία να είναι αποθηκευμένα σε μπόλικες δισκέτες 1,44 Mb! Ούτε CD ούτε στικάκια USB, ούτε κάτι πιο ευφάνταστο. Είναι, αν όχι η μόνη, σίγουρα η πιο τρανταχτή 90’s αναφορά που θα βρείτε, που μοιάζει πρόχειρα πεταγμένη και σε πλήρη αντίθεση με όλη την υπόλοιπη ταινία. Δεν είναι τυχαίο που στις συζητήσεις μετά την προβολή πολύς κόσμος παραδεχόταν ότι για πάνω από μισή ώρα δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε τι εποχή διαδραματιζόταν η ταινία.
Το άλλο πρόβλημα έρχεται από την υποτονική ατμόσφαιρα. Το σενάριο δεν έχει ιδιαίτερη δράση, θα ήθελε να είναι περισσότερο κατασκοπικό, που σημαίνει δυνατοί χαρακτήρες και μυστήριο στην πλοκή, ενώ στη γραφή του υπάρχει έντονος αισθησιασμός, έστω και αρρωστημένος, που τελικά δε βγαίνει στην οθόνη. Τα «σπουργίτια» που λειτουργούσαν ως πόρνες-πράκτορες δίνουν αφορμή για να μια μίνι βουτιά στην υποτιθέμενη διεστραμμένη εκπαίδευση και τα βίτσια, για κανά εικοσάλεπτο. Παρόλα αυτά, όλο αυτό δε βγαίνει καθόλου προς τα έξω, μένει μετέωρο και τελικά αχρησιμοποίητο. Το όλο εγχείρημα έτσι όπως παρουσιάζεται είναι κουραστικό για το θεατή και η αποτυχία δημιουργίας ατμόσφαιρας που θα του κρατήσει το ενδιαφέρον χρεώνεται στη σκηνοθεσία, που είναι αρκετά αποστειρωμένη και δυσκίνητη. Τα της πλοκής, βαραίνουν το σενάριο, που είναι ξεκάθαρο ότι είναι φτιαγμένο από κάποιον που θέλει να υπερτονίσει τα αρνητικά της Σοβιετικής Ρωσίας και ταυτόχρονα να αγιοποιήσει το αντίπαλον δέος των ΗΠΑ. Πέραν της όποιας εμπάθειας, σε παιχνίδια κατασκόπων το να είναι τόσο ξεκάθαροι οι ρόλοι καλού και κακού μειώνει κατακόρυφα το ενδιαφέρον.
Τέλος περνάμε στις ερμηνείες, όπου η Τζένιφερ Λόρενς έχει μάλλον μια κακιά στιγμή. Συνεχίζοντας με την ίδια απάθεια και αφελή παιδικότητα στο βλέμμα από το Mother! αποτυγχάνει να μας κάνει να δεθούμε με το χαρακτήρα της. Τρία επίθετα μας έδινε το αρχικό πόστερ για το χαρακτήρα της, αποπλανητική, παραπλανητική, θανάσιμη (deceptive, deadly). Η Ντομινίκα έχει μια ψυχρότητα, που υποθέτω ότι η ηθοποιός θεωρεί ότι διαθέτουν οι Ρώσοι και μένει άκαμπτη τόσο σε σκηνές δράσης, όσο σε σκηνές που πρέπει να μας δείξει ότι το πολυμήχανο μυαλό της στροφάρει ασταμάτητα, ή να βγάλει θηλυκότητα στα σημεία που απαιτεί το σενάριο. Η ερμηνεία της μαζί με το ρόλο της, βγάζουν μια ανισορροπία μιας άτυπης ψευτό-φεμινιστικής προσέγγισης, σε έναν τελικά αντι-φεμινιστικό ρόλο. Δεν γνωρίζω αν είναι μια γενικότερη κόπωση από τους πιεστικούς ρυθμούς και τις απανωτές δουλειές των τελευταίων χρόνων που κάνουν την ηθοποιό να φαίνεται αποπροσανατολισμένη και είναι αυτός ένας από τους λόγους που δήλωσε ότι θα ήθελε για δώσει στον εαυτό της «ρεπό» από την υποκριτική για έναν ολόκληρο χρόνο.
Διαβάστε περισσότερα: «Ρεπό» από την υποκριτική για χάρη του ακτιβισμού παίρνει η Τζένιφερ Λόρενς
Ένα γενικότερο πρόβλημα που βλέπουμε και στη Λόρενς αλλά και το υπόλοιπο καστ είναι οι προφορές, που μια γίνονται βαριές για να θυμίζουν ρώσικα, μια χάνονται στην αμερικάνικη ή βρετανική χροιά. Στο υπόλοιπο καστ, έχουμε πραγματική «σπατάλη υλικού», αφού μεγάλα ονόματα και καλοί ηθοποιοί μένουν αχρησιμοποίητοι με μικρά περάσματα που δε προσδίδουν κάτι παραπάνω στην ταινία. Ματίας Σένερτς, Σάρλοτ Ράμπλινγκ, Σιαράν Χίντς και Τζέρεμι Άιρονς κάνουν περισσότερο ένα πέρασμα, χρησιμοποιούνται περισσότερο ως γνωστές φάτσες παρά λόγω των υποκριτικών δυνατοτήτων τους, αφού το σενάριο δε τους δίνει δυνατότητες να κάνουν πολλά περισσότερα.