Transformers 4: Εποχή αφανισμού
Ο μηχανικός και εφευρέτης Κέιντ Γίγκερ δίνει όλα του τα λεφτά για παλιά μηχανήματα που προσπαθεί να τα μεταμορφώσει σε οικιακά ρομπότ που κάνουν την καθημερινή ζωή πιο εύκολη. Η κόρη του Tέσα, κουρασμένη από όλες αυτές τις ιστορίες, προσπαθεί να πείσει τον πατέρα της να σταματήσει να αγοράζει παλιοσίδερα καθώς κινδυνεύουν με έξωση από το ράντσο τους. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Κέιντ αγοράζει ένα παλιό φορτηγό που αποδεικνύεται ότι είναι ο πανίσχυρος Όπτιμους Πράϊμ,ο αρχηγός των Ότομποτς των ρομπότ συμμάχων των ανθρώπων. Αυτή η ανακάλυψη θα αλλάξει την ζωή τους καθώς μια κυβερνητική οργάνωση, που συνεργάζεται με τα ρομπότ που επιθυμούν το τέλος της ανθρωπότητας, και ένας εκκεντρικός εκατομμυριούχος, που θέλει να δημιουργήσει την καλύτερη γενιά ρομπότ, τους κυνηγούν για να εξοντώσουν τον Όπτιμους. Η μάχη των ρομπότ για την τύχη της ανθρωπότητας ξαναρχίζει…
Υπάρχει μια σχέση κοινού και ταινίας που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σαν μια “αναστολή της δυσπιστίας” που συμβαίνει κάθε φόρα που μπαίνει κάποιος σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Ο θεατής αφήνει έξω από την αίθουσα την λογική και είναι έτοιμος να πιστέψει το απίστευτο: ότι οι άνθρωποι έχουν κλωνοποιήσει δεινόσαυρους που τους έχουν κλεισμένους σε ένα θεματικό πάρκο, ότι υπάρχουν μάγοι,μαθητευόμενοι και μη,που τριγυρίζει στην Αγγλία ή τέλος υπάρχουν αυτοκίνητα που γίνονται ρομπότ τριών μέτρων με σκοπό να ανακαλύψουν την Σπίθα, μια δύναμη που λειτουργεί σαν ψυχή και τα κάνει παντοδύναμα. Όλα αυτά τα απίστευτα σας κάνουν να μπείτε στον κόσμο της ταινίας και να την απολαύσετε. Όλα αυτά λειτουργούν μόνο όταν η εσωτερική λογική της ταινίας λειτουργεί σωστά και βγάζει ένα νόημα που κρατάει τον θεατή στην σφαίρα του ψεύδους κάτι το οποίο δεν συμβαίνει με την εν λόγω ταινία. Ανάρμοστα μεγάλης διάρκειας για ταινία δράσης,με χείριστες υποπλοκές που περισσότερο σε κάνουν να βαριέσαι παρά να νιώθεις συμπάθεια για τους ανθρώπινους ήρωες. Οι διάλογοι είναι επιπέδου σχολικής εορτής,οι χαρακτήρες κακοδουλεμένοι λειτουργούν περισσότερο σαν στερεότυπα κακών διαφημίσεων παρά σαν κινηματογραφικοί ήρωες: ο αυστηρός μπαμπάς που δεν θέλει η κόρη του να έχει σχέσεις,η κόρη που είναι η τυπική ξανθιά αμερικανίδα που τα έχει, κρυφά από τον αυστηρό μπαμπά,με ένα νεαρό οδηγό αυτοκίνητων κούρσας που μοιάζει βγαλμένος από διαφήμιση αρρενωπού αποσμητικού. Τα ρομπότ ξεστομίζουν εξίσου γελοίες ατάκες με τους ανθρώπους καθώς στην προσπάθεια τους να τα κάνουν πιο προσιτά οι σεναριογράφοι τους αποδίδουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά: ο μπρούτος πολεμιστής που καπνίζει κάτι που μοιάζει σε ρομποτικό πούρο,ο χαριτωμένος και ευέξαπτος Μπαμπλμπί, ο σοφός σαμουράι και ο αποφασιστικός ηγέτης. Ο κακός συνδυασμός όλων αυτών των συστατικών σε κάνει να φτάνεις στην νευραλγική σκηνή της ταινίας,που ο Όπτιμους ξυπνάει τα δεινοσαυρομπότ, εξαντλημένος από την κακή σεναριακή πλοκή,την οπτική βαρυστομαχιά από το ατελείωτο μακελειό των ειδικών εφέ,τις κακές προσπάθειες δημιουργίας χαρακτήρων και ένα μπαράζ τοποθετήσεων προϊόντων. Η αναίτια διάσπαση της πλοκής που επιμηκύνει και την διάρκεια της ταινίας περισσότερο εκνευρίζει τον θεατή παρά τον παρασύρει σε ένα μαγικό κόσμο.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Μάικλ Μπέι ότι είναι από τους λίγους σκηνοθέτες που αξιοποιούν τις δυνατότητες του 3D καθώς το βάθος πεδίου είναι ευδιάκριτο και σε πολλές σκηνές ο θεατής βυθίζεται μέσα στην ταινία. Το πρόβλημα έγκειται στο περιεχόμενο και στον ρυθμό. Οι σκηνές στο ράντσο παραπέμπουν σε διαφήμιση με την υπέροχη φωτογραφία τους και τα καλογυμνασμένα μαυρισμένα κορμιά των μοντέλων που προσπαθούν να το παίξουν ηθοποιοί. Δυστυχώς η επιλογή να γυριστεί το δεύτερο μισό της ταινίας στην Κίνα για να προσελκύσουν το κινέζικο κοινό βαραίνει την διάρκεια της ταινίας καθώς ο θεατής κουράζεται από την συνεχή επανάληψη των σκηνών δράσης. Σε επίπεδο ηθοποιίας ο καλός ηθοποιός Ντόνι Γουόλμπεργκ δεν καταφέρνει να δώσει υπόσταση σε ένα κακογραμμένο χαρακτήρα που αρκείται σε μαθήματα ηθικής και ανταλλαγή ματσό διαλόγων με τον υποψήφιο γαμπρό του και η Νίκολα Πέλτζ έχει την ατυχία να είναι η γυναίκα της υπόθεσης και να εκφέρει απλώς τα λόγια της χωρίς καμιά πειστικότητα. Ο μόνος που σώνεται από την πανωλεθρία των χαρακτήρων είναι ο Στάνλει Τούτσι, που συνεχίζει την παράδοση των Τζόν Τορτούρο και Τζόν Μάλκοβίτς, στο ρόλο του εφευρέτη επιχειρηματία και δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία ιδιαίτερα στις σκηνές στο Χονγκ Κονγκ όπου με την υστερική του συμπεριφορά προκαλεί το γέλιο και ξεκουράζει τα μάτια μας από τον ορυμαγδό των τσακισμένων λαμαρινών,των σπασμένων γυαλιών και των γκρεμισμένων σπιτιών.
Συμπέρασμα λοιπόν; Είναι καλοκαίρι και είναι σχεδόν εγκληματικό να κλείσετε τα παιδιά σας σε μια αίθουσα για να δούνε αυτοκίνητα που μεταμορφώνονται σε φονικές μηχανές. Αν πάλι τους αρέσει, εμείς σηκώνουμε τα χέρια ψηλά.