ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Τα Χρυσά μας Χρόνια (Trois souvenirs de ma jeunesse)

trois_souvenirs_001

one-half-popcorn

Ο σκηνοθέτης Αρνώ Ντεπλεσέν στα «Χρυσά μας Χρόνια» παρακολουθεί ξανά τον κινηματογραφικό του ήρωα  Πολ Ντενταλύς, όπως στις ταινίες «My Sex Life… or How I Got Into an Argument / Comment je me suis disputé… (ma vie sexuelle)» (1996) και «Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία / Un conte de Noël» (2008), σχηματίζοντας έτσι μια άτυπη τριλογία. Εδώ επιχειρεί μια ελεγεία στη νεότητα, με το κοντράστ δυο χρόνων, στο παρόν, που τον Πολ ενσαρκώνει ξανά ο συνήθης συνεργάτης του Ματιέ Αλμαρίκ και στο παρελθόν των παιδικών αναμνήσεων.

Από τη μια, λοιπόν, ο σύγχρονος Πολ Ντενταλύς, συνέχεια των προηγούμενων ταινιών, εγκλωβισμένος στο παρόν του, αλλά και στις αναμνήσεις του, που τον στιγμάτησαν ανεξίτηλα, έχει μια συνέχεια από τις προηγούμενες ταινίες, ένα ενδιαφέρον πέπλο μυστηρίου και σχετικά πιο αργό ρυθμό. Από την άλλη, οι αναδρομές στο παρελθόν της παιδικής ηλικίας του Πολ Ντενταλύς, είναι γεμάτες πλοκή και γεγονότα διαφορετικού μεταξύ τους ύφους. Ξεκινούν από τα ξεσπάσματα της μητέρας του, το δυνατό δέσιμο με τον αδερφό του, αργότερα το ταξίδι στην κομμουνιστική Ρωσία, εφηβική επανάσταση και περιπέτεια, καταλήγοντας και μένοντας στο ρομαντισμό, αλλά και το έντονο δράμα του πρώτου μεγάλου έρωτα στο πρόσωπο μιας προβληματικής κοπέλας, της Έστερ. Αισιόδοξο και πολύπλοκο, λοιπόν σενάριο, το οποίο ανήκει σχεδόν εξ’ολοκλήρου επίσης στον Ντεπλεσέν, δεν επιδιώκει να επικεντρώσει θεματολογικά την εστίαση του, αλλά επιχειρεί να δώσει μια ευρύτερη κινηματογραφική γεύση στο θεατή, μεταδίδοντάς του την εμπειρία ανακατεμένη και ωμή, όπως ακριβώς γίνεται και στην πραγματική ζωή. Το πόσο επιτυχημένο είναι το αποτέλεσμα έγκειται στον τελικό θεατή.

trois_souvenirs_002

Στο χωροχρόνο της άτυπης τριλογίας τα «Χρυσά μας Χρόνια» αποτελεί ταυτόχρονα prequel του «Η σεξουαλική μου ζωή» του 1996, αλλά ταυτόχρονα παρατηρεί και τον ήρωα του στο παρόν, χωρίς να εξελίξει περισσότερο την ιστορία του προς τα μπροστά. Έτσι, παρότι το παρόν και η παρουσία του Ματιέ Αλμαρίκ κρατά το ενδιαφέρον, ίσως και περισσότερο από το παρελθοντικό μέρος, το κομμάτι αυτό μοιάζει περισσότερο να μπήκε χάρη στην καλή σχέση του σκηνοθέτη με τον ηθοποιό. Aλλά και στη δομή του, τελικά εξυπηρετεί περισσότερο ως ενίσχυση του παρελθοντικού μέρους, των αναμνήσεων που τελικά στοιχειώνουν τον χαρακτήρα και στο τώρα, τόσα χρόνια μετά. Πετά έτσι ξανά το μπαλάκι στο παρελθόν, προσθέτοντας του μεγαλύτερο βάρος, καθώς περιμένουμε να δούμε τα γεγονότα που σωρρευτικά θα στοιχειώσουν τον ήρωα.

Για να αποδώσει τη χρονικότητα στη διχοτόμηση της ταινίας του, ο Ντεπλεσέν θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρωτοτυπεί, επιλέγοντας να έχει πιο φωτεινό το παρελθόν και πιο σκοτεινό το παρόν του χαρακτήρα του, μιας και συνήθως οι σκηνοθέτες επιλέγουν το ανάποδο. Εδώ όμως, η επιλογή του αιτιολογείται απόλυτα, μιας και το παρελθόν κουβαλά την αισιοδοξία και το κέφι της νιότης, ενώ το παρόν κουβαλά το βάρος της ηλικίας και μια βαθιά θλίψη για όσα έχουν ήδη γίνει. Αν αφήσουμε στην άκρη τα σεναριακά προβλήματα και κάποιες φλυαρίες και αναζητήσουμε το σκηνοθέτη, θα βρούμε ορισμένα ωραία πλάνα και αφηγηματικό ύφος που μεταλλάσσεται καθώς αλλάζουν οι δομές του έργου του. Παράλληλα με τον Ματιέ Αλμαρίκ, που είναι σταθερά καλός ερμηνευτικά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σε αντίστοιχους προβληματικούς χαρακτήρες, τα εύσημα αξίζουν και οι νεαροί πρωταγωνιστές, που με αυτή την ταινία κάνουν στην πλειοψηφία τους το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο.

trois_souvenirs_003

Οι σκηνοθέτες συχνά αναβιώνουν στις ταινίες του αναμνήσεις ή προσωπικές νεανικές ιστορίες μπλεγμένες και με φανταστικά στοιχεία και ακούμε πάντοτε τους όρους «τρυφερή ταινία», «ρομαντική ματιά», κοκ. με ταινίες όπως τα «Χρυσά μας Χρόνια» του Ντεπλεσέν ή τις τελευταίες ταινίες του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (την τριλογία του Πριν και Μετά το Ηλιοβασίλεμα, Boyhood, Όλοι θέλουν από Λίγο). Βλέποντας τες όμως, συχνά πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν οι ίδιοι έχουν εξελιχθεί όλα αυτά τα χρόνια ως πως το πως βλέπουν και χειρίζονται αυτές τις αναμνήσεις. Σαν μια ιστορία που έχει ειπωθεί τόσες φορές που γίνεται καραμέλα, όμως αλλοιώνεται και χάνει τη γεύση της, αν δεν πάει ένα βήμα παρακάτω. Κάπως έτσι είναι στην ταινία η ιστορία του Πολ και της Έστερ, ο πρώτος μεγάλος και δυνατός έρωτας, ο πόνος της ερωτικής απογοήτευσης ή της ζήλειας, η σεξουαλική απελευθέρωση και οι αλλαγές συντρόφων που επιβάλει η εφηβία, αλλά και ο θρυματισμός των ονείρων με την σταδιακή ενηλικίωση. Αφού μένει «ανοιχτό» σαν εκκρεμότητα, θα περίμενε κανείς ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος να το κλείσει τουλάχιστον στο παρόν, μιας που επιλέγει το τέχνασμα των δυο χρόνων. Αντίθετα ο χαρακτήρας στο παρόν μοιάζει να έχει ρίξει άγκυρα, προσκολλημένος σε ένα παρελθόν όπου στοιχειώνει μια σχέση, που θα μπορούσε τελικά να χαρακτηριστεί αρρωστημένη.

arnaud deplechin press conf 016aΤελικά να τη δω; Η συνήθης απάντηση σε τέτοιες ταινίες όταν λες ότι δε σου άρεσαν είναι ότι δεν την κατάλαβες. Τι συμβαίνει όμως αν κατάλαβες ακριβώς τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης και παρόλα αυτά το τελικό αποτέλεσμα δε σε γέμισε;

Fun Trivia: H ταινία «Τα Χρυσά μας Χρόνια» επιλέχθηκε ως ταινία λήξης του περσινού 56ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκηςόπου και την είδαμε πρώτη φορά. O ίδιος ο σκηνοθέτης ήταν ανάμεσα στα τιμώμενα πρόσωπα, με αφιέρωμα στο έργο του και παρεβρέθηκε στο φεστιβάλ, πραγματοποιώντας παράλληλα ένα ενδιαφέρον Masterclass. Νωρίτερα, η ταινία απέσπασε το βραβείο SACD στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών. Η ταινία επίσης, χάρισε στον σκηνοθέτη το πρώτο του Σεζάρ σκηνοθεσίας (και συνολικά άλλες 10 υποψηφιότητες).

>> Διαβάστε τη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε ο σκηνοθέτης για την ταινία στο 56ο ΦΚΘ
>> Διαβάστε τις σημειώσεις από το Masterclass του Αρνώ Ντεπλεσέν από το 56o ΦΚΘ

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *