Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου
Ο Ράινταλ είναι ένας αμερικανός απατεωνίσκος που βρίσκεται στην Ελλάδα και εργάζεται ως ξεναγός. Γνωρίζει τον Τσέστερ και την Κολέτ ΜακΦάρλαντ, ένα ζευγάρι που βρίσκεται στην Ελλάδα για διακοπές και έλκεται κατευθείαν τόσο από την όμορφη σύζυγο, όσο και από τον σύζυγο που δηλώνει ότι του θυμίζει τον πατέρα του με τον οποίο είχε μια προβληματική σχέση. Ένας θάνατος, όμως, θα περιπλέξει την κατάσταση και θα ξεκινήσει ένα κυνηγητό σε Ελλάδα, Κρήτη και Κωνσταντινούπολη.
Βασισμένη σε μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ, η ταινία του Χοσεΐν Αμινί, σεναριογράφου του Drive και των Φτερών του Έρωτα, είναι ένα χιτσκοκικών καταβολών ανθρωποκυνηγητό, αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο και με χαρακτήρες που διαθέτουν βάθος, αλλά των οποίων η πορεία μοιάζει να είναι προδιαγεγραμμένη από την αρχή.
Αν και είναι μάλλον προβλέψιμο ως υπόθεση, η ταινία του Αμινί –το σκηνοθετικό του ντεμπούτο- κρατά τον θεατή καθηλωμένο στη θέση του, καθώς παρακολουθεί τις περιπέτειες του απατεώνα Τσέστερ και τη φυγή του με τη σύζυγό του και τον νεαρό ξεναγό στην Κρήτη, μετά από τον θάνατο ενός άνδρα.
Κλειστοφοβικά και υπέροχα φωτογραφημένα, Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου βασίζονται σε πολύ καλά σκιαγραφημένους χαρακτήρες: οι Ράινταλ και Τσέστερ αποτελούν τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Καθώς ο Ιανουάριος είναι ο μήνας του απολογισμού, αλλά και των νέων ξεκινημάτων, οι δύο ήρωες -όπως αφήνει να εννοηθεί και ο τίτλος- συμβολίζουν το παρελθόν (γι’ αυτό ο Τσέστερ συγκρίνεται με τον πατέρα και γι’ αυτό σε μία σκηνή ο Ράινταλ λέει ότι ο Τσέστερ είναι πατέρας του), αλλά και το μέλλον (ο Τσέστερ βλέπει στον Ράινταλ τον εαυτό του).
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κολέτ δεν είναι μία κούκλα-τρόπαιο: είναι μια γυναίκα που σπαράσσεται ανάμεσα στα δύο, ανάμεσα στον σύζυγό της που δεν έχει να προσφέρει τίποτα παρά μόνο θλίψη και τον Ράινταλ έναν τύπο που της θυμίζει τον σύζυγό της που αγαπά, αλλά της προσφέρει τη δυνατότητα της προοπτικής.
Ο Αμινί χτίζει υπέροχα το σασπένς. Η σκηνή στο πούλμαν όπου ο θεατής περιμένει να δει αν κάποιος αναγνώρισε την Κολέτ, εκείνη στο αεροδρόμιο της Αθήνας ή το κυνηγητό στα δρομάκια της Κωνσταντινούπολης κρατούν τον θεατή καθηλωμένο στη θέση του. Ακόμα και κάτω από τον υπέροχο ελληνικό ήλιο, τα πράγματα φαίνονται απειλητικά.
Υπάρχουν αρκετές σκηνές ανθολογίας στην ταινία: η λαμπερή σκηνή στην Ακρόπολη, η κατάβαση στην Κνωσό, το κυνηγητό στην Κωνσταντινούπολη. Για τους ήρωες της ταινίας, το ειδυλλιακό σκηνικό των διακοπών μετατρέπεται σε εφιάλτη, όπου κυριαρχεί ο φόβος της αναγνώρισης, όπου με κάθε βήμα οι ανησυχίες μεγαλώνουν και τα λάθη μοιάζουν να μην διορθώνονται.
Τελικά, ακόμα και την προβλεψιμότητα του σεναρίου μπορεί κανείς να την αποδώσει εκεί. Μερικές φορές ο δρόμος μας είναι ήδη καθορισμένος και οι πράξεις μας αποδεικνύουν ότι είμαστε πιόνια ενός σύμπαντος που με τελεολογική ακρίβεια θα μας οδηγήσει εκεί που θέλει αυτό.
Βρήκα εξαιρετική την ερμηνεία του Βίγκο Μόρτενσεν, την κούραση, αλλά και την δύναμη στα μάτια του. Μου θύμισε έναν τύπο Χέμινγουεϊ, έναν τύπο που έχει ζήσει στη ζωή του πολύ περισσότερα από όσο αντέχει, που προσπαθεί και ακυρώνεται. Η Κίρστεν Ντανστ δίπλα του είναι και αυτή πολύ καλή. Μια κουρασμένη ύπαρξη που προσπαθεί να διατηρήσει τη ζωντάνια της. Κατώτερο βρήκα τον Όσκαρ Άιζακ σε έναν ρόλο που κατά τη γνώμη μου δεν του ταιριάζει ιδιαίτερα και βρίσκεται πολύ μακριά από την ερμηνεία του στο Inside Llewyn Davis.
Η φωτογραφία του Μάρσελ Ζίσκιντ αποκαλύπτει θριαμβευτικό το φως της Μεσογείου, αναδεικνύοντας ακόμα και τα σκοτεινά σημεία της, τις σκιές στα πρόσωπα, ενώ δίνει τον καλύτερό της εαυτό στον ημιφωτισμένο λαβύρινθο της Κνωσού. Και μία αναφορά στη μουσική του Αλμπέρτο Ινγκλέσιας: Αν και η σύνθεση είναι πολύ καλή, η συνεχής χρήση της, ένας μόνιμος θόρυβος στα αυτιά του θεατή, είναι μάλλον εκνευριστική. Μερικές φορές less is more.
Τελικά να τη δω;
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις της κινηματογραφικής εβδομάδας, γυρισμένη (και) στην Ελλάδα, κάτω από το υπέροχο αττικό φως, η ταινία του Χοσεΐν Αμινί αποτελεί μια γοητευτική -αν και μάλλον προβλέψιμη- δημιουργία. Περιέχει, όμως, σκηνές ανθολογίας, όμορφη αναβίωση της εποχής, ωραία φωτογραφία και μία πολύ καλή ερμηνεία από τον Βίγκο Μόρτενσεν. Ιδανική για θερινό όπου θα κοιτάτε την Ακρόπολη εντός και εκτός οθόνης.