Όταν ο διάολος έσπασε το ποδάρι του
Δεν υπαρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν σκηνοθέτη που ίσως έχει τυποποιηθεί ως αυτος που κάνει ταινίες γλυκές, νοσταλγικές, συναισθηματικές κ.λ.π, απ΄το να δοκιμάζεται σ’ ενα διαφορετικό είδος (ή μόνο κατά τα φαινόμενα, τέτοιο ) με συναρπαστικά αποτελεσματα για τους θεατές.
Αυτο πιστεύω ότι συμβαίνει με τον Giuseppe Tornatore ,ο οποίος στο δικό μου μυαλό ήταν μέχρι πρότεινος ταυτισμένος με το Cinema Paradiso και μόνο. Τόσα ήξερα το ζώον, τοσα έλεγα. Φέτος ειχα την ευτυχία να δω άλλες δύο ταινίες του, το φοβερό θρίλερ LA SCONOSCIUTA με την εξαιρετικη Ksenya Rappoport ,και προσφάτως την ταινία του (1994) με τίτλο UNA PURA FORMALITA (A SIMPLE FORMALITY) , μ’ ενα εκρηκτικό δίδυμο πρωταγωνιστών: τον υπέροχο- ναι κι ας μην είναι ηθοποιός ο άνθρωπος- Roman Polanski στο ρόλο του κυρίου Επιθεωρητή της Αστυνομίας που ερυνα μία ανθρωποκτονία, και τον θηριώδη, με ύφος “δε με χέζετε όλοι σας λεω γω; ” Gerard Depardieu στο ρόλο ενός καραδιάσημου συγγραφέα.
Θέλετε ταινία να σας κρατήσει στην τσίτα; Λατρεύετε τον Χίτσκοκ αλλά εχετε εξαντλησει τη φιλμογραφία του και αναζητάτε κάτι διαφορετικό αλλά ισάξιο; Αγαπάτε την καταγγελία του Κώστα Γαβρά; Λατρεύετε τις Καφκικής έμπνευσης καταστάσεις; Τότε αυτή η ταινία που συγκεντρώνει θεωρώ, όλα τα παραπάνω, θα σας καλύψει απόλυτα σαν ζεστή κουβέρτα. Με δαιμονισμένη μουσική εγχορδων απ΄τον Ennio Morricone φυσικά ( το τραγουδι των τίτλων τέλους μάλιστα με τιτλο ” Ricordare” σε μουσική Andrea & Ennio Morricone ερμηνεύει ο Depardieu παρακαλώ) να ντύνει την εμφραγματική εναρκτήρια σεκάνς, με το μυστήριο να τη διαποτίζει απ ΄την αρχή ως το “σκοτεινο” φινάλε, με φοβερή σκηνοθεσία να καθοδηγεί τους δύο εκπληκτικούς μονομάχους ( ; ) , οι οποίοι γεμιζουν κάθε πλάνο , το οποίο “μυρίζει” παράλογο και απειλή, την εκνευριστική ασταματητη βροχή να μουσκεύει όλη την ταινία , ατμοσφαιρική φωτογραφία απ ΄τον Blasco Giurato κι ένα ετυπωσιακό οίκημα περασμένων αιώνων να χρησιμευει ως το βασικό σκηνικό του δράματος, και ιδού μιά εξαιρετική ταινία -αστυνομικό θρίλερ και υπαρξιακό ξεψάχνισμα που σπαζει μεθοδικά τα νεύρα του θεατή όπως και του πρωταγωνιστή της.
Ποιός είναι ο κύριος Ονώφ; Τί δουλειά έχει μεσα στο δάσος , μέσα στον κατακλυσμό τετοια ώρα; Τί θέλει σ’αυτο το τρισάθλιο αστυνομικό τμήμα που κινδυνέυει να βυθιστει σαν αύτανδρο καράβι, επειδή η βροχή διαπερνάει τα ταβάνια του; Το ιντριγκαδορικο μ’αυτη την ταινια είναι πως συνδυάζει πολύ έξυπνα το αστυνομικό δράμα με την βιβλιολατρεία, τη φύση της διασημότητας καί τη στάση των θαυμαστών απέναντί της, μεσα από μία πρωτότυπη ιστορία: ένας επιθεωρητής της Αστυνομίας είναι φανατικός αναγνωστης των έργων του διασημου συγγραφέα Ονώφ. Γνωριζει , λέει περήφανος, τα πάντα γιαυτόν, έχει διαβάσει επανειλλημένως τα βιβλία του, ξέρει το βιογραφικό του απ΄εξω κι ανακατωτά.
Τι ανέλπιστο δώρο λοιπόν να εμφανιστει μπροστά του ο τρανός ,maestro όπως τον αποκαλεί, και να εχουν μιά πολύωρη κι εκτεταμένη γνωριμία. Και τι επωδυνη (και κυριολεκτώ) ατυχία για τον δύστυχο δημιουργό, να μην γίνει αμέσως πιστευτή η ταυτότητά του απ ΄τους αστυνομικούς συμπεριλαμβανομένου του Επιθεωρητή, επειδή εχει ξεχάσει την ταυτότητά του. Χωρίς χαρτια, νομικά δεν υπάρχεις. Το ίδιο το όνομά του άλλωστε, ηχητικά συμβολίζει μιά κατάσταση ύπαρξης και ταυτοχρονα ανυπαρξίας ( on-off).
Το εξαιρετικό σενάριο περνάει επιδέξια απ΄την ποινική προδικασία, στην τραγελαφική σχέση διασημοτητας- θαυμαστή, στην Τέχνη και τους δημιουργούς της (που πολλες φορές ειναι κατώτεροι του έργου τους), τη βιβλιοφιλία, τον έρωτα, ακόμη και την προσβολη πνευματικής ιδιοκτησίας. Το “debate” μεταξύ Επιθεωρητή και Ονώφ ειναι απολαυστικότατο. Η επίμονη, στριγγή φωνή του ανακριτή, οι εκρήξεις νέυρων του ανακρινόμενου με απρόβλεπτες συνέπειες και η αμφιταλάντευση λες, του επιθεωρητή ανάμεσα στην τηρηση της διαδικασίας και τη λατρεία του για “τον δημιουργό του κοσμου στον οποίο αγαπω να ζω” όπως δηλώνει περιχαρής στον εξατλημένο Ονώφ, δημιουργούν μιά άκρως τεταμένη ατμόσφαιρα.
Ειναι τοση η λατρεία του επιθεωρητή που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει περικοπές απο τα βιβλία του Ονώφ, εναντίον του, προκειμένου να λύσει το έγκλημα που διερευνά, κάνοντας τον εξαντλημενο ανακρινόμενο να πεί το αμίμητο: “αν ήεξεραν οι συγγραφείς πιά στόματα θα απάγγειλαν τα έργα τους θα εκοβαν τα χέρια τους”.
Το εμπνευσμένο σεναριο , το φρενήρες μοντάζ, οι πανεξυπνοι διαλογοι ιδίως μεταξύ Ονώφ-Επιθεωρητή, το Ακατανόητο που σέρνεται καθ’ όλη τη διάρκεια, σαν το νερό της βροχής που ύπουλα γεμίζει το πάτωμα του άθλιου γραφείου, η συνεχής εναλλαγή ρόλων ερωτόντος-ερωτώμενου [άπαιχτες οι σκηνές που ο Ονώφ απηυδησμενος απ΄τη στέρηση των δικονομικών δικαιωμάτων του, χρησιμοποιεί μια συμβουλή του νακριτή προς αυτον ως όπλο, όπως κι αυτες που “ανακριτής ” γιενται προς στιγμήν ο συγγραφέας. Ειναι πολυ μεγάλος ο πειρασμός ν’αποκαθηλώσεις ό,τι λατρεύεις, να διασύρεις ό,τι θαυμάζεις , κι ο επιθεωρητής που “ποτέ μου δεν ήμουν μεγάλος και τρανός”, με την εκνευριστική φωνη του και τη βιβλιολατρεία του, μολις κι αντιστέκεται τώρα που βρίσκεται κυριολεκτικά μούρη με μούρη με το είδωλό του.
Μία έξοχη ταινία, που με την σιβυλλική ατάκα του γηραιού υπαλλήλου του τμήματος στο φινάλε, προκαλεί ερωτηματα και θετει υπό νέο πρισμα το ποιόν αυτού του ανακριτή.
Τι ειναι αυτο επιτέλους που δεν γνωρίζει ούτε ο παραιτημένος πλέον Ονώφ, ούτε οι υπάλληλοι του τμήματος, ούτε κι ο ίδιος ο Επιθεωρητής; Είναι όντως επιθεωρητής αυτος ο τύπος;
Νομίζω πως ο Σκορτσέζε του SHUTTER ISLAND θα είχε πολλα να συζητήσει με τον κύριο Giuseppe.
Η μεγαλύτερη και πιό ύπουλη παγίδα ως γνωστον, είναι το μυαλό μας.
* Στον Μάκη.