Άνεμοι θα μας πάρουν
« ‘Οπου υπάρχει φόβος και άγχος φυσάνε οι ‘άνεμοι’ ». αυτή η φράση που διαβάζει η τρομοκρατημένη, πρώην φοιτήτρια Ιατρικής Σιντέχ, σ’ ένα βιβλίο για τις δεισιδαιμονίες των νότιων περιοχών του Ιράν, είναι ίσως το κλειδί για να κατανοήσουμε την πολύ καλή ταινία- σκηνοθετικό ντεμπούτο του Babak Anvari με τίτλο UNDER THE SHADOW , η οποία τοποθετεί τη δράση στο Ιράν του 1988, όταν ακόμα μαινόταν ο πόλεμος με το Ιράκ.
Μπορεί η εισβολή (κυριολεκτικά) ενός πυραύλου σε μία πολυκατοικία να επηρεάσει τόσο κλονιστικά τους ενοίκους της ώστε να πιστέψουν ότι η κατοικία τους καταλήφθηκε από δαιμονικά πνεύματα; Μπορεί η ματαίωση της προσωπικής αυτο-εκπλήρωσης να δηλητηριάσει τόσο βαθιά τον ψυχισμό κάποιου ώστε να νομίζει πως καταδιώκεται από πνεύματα που θέλουν να τον βλάψουν; Η εξαιρετική δουλειά- ψυχολογικο/πολιτικό θρίλερ του Ιρανού Anvari απαντάει και δεν απαντάει στα παραπάνω ερωτήματα, συνδυάζοντας πολύ έξυπνα και ιντριγκαδόρικα την θέση της γυναίκας στο Ιράν, την ασφυκτική/πολεμική/τρομακτική καθημερινότητα που βιώνουν οι πολίτες εκεί, και τις λαϊκές δεισιδαιμονίες. Το Τζίνι αναφέρεται συχνά-πυκνά σ’αυτή την ταινία, αυτή η οντότητα που απαντάται στην Αραβική, Ισλαμική μυθολογία και θεολογία, τ’ αναφέρει και το Κοράνι, και παίζει σημαντικό ρόλο εδώ, μία παρουσία με εξέχουσα αλληγορική σημασία, αν λάβουμε υπόψη μας όλα τα δεδομένα της ιστορίας : η νεαρή Σιντέχ, πρώην φοιτήτρια Ιατρικής μ’ έντονη πολιτική δράση, πληροφορείται απ΄τον δ/ντή της Σχολής ότι αποκλείεται η επιστροφή της στα πανεπιστημιακά έδρανα επειδή « τα λάθη έχουν συνέπειες».Και δεν φτάνει αυτό, η Σιντέχ έχει και μία μικρή κόρη, την Ντόρσα, με όσα εκνευριστικά και κουραστικά καθήκοντα συνεπάγεται και πρέπει να διαχειριστεί την βαθιά θλίψη και οργή της βλέποντας να την αποκλείουν απ΄το μέλλον της και ταυτόχρονα να φροντίσει το παιδί της. Προσωπικές ανασφάλειες, απωθημένες διαφορές ανάμεσα στο ζευγάρι των Σιντέχ ( η πολύ καλή Narges Rashidi) και Ιράντ ( ο Bobby Naderi), η εκνευριστική μικρή που μετά την μερική καταστροφή της πολυκατοικίας τους απ΄τον πύραυλο και τη μετάθεση του γιατρού πατέρα της στο μέτωπο, παρουσιάζει υψηλό πυρετό κι αποκτά μία (αδικαιολόγητη άραγε; ) εμμονή με την κούκλα της την Κίμια αλλά και ο παραλογισμός του Ιρανικού καθεστώτος, κυρίως απέναντι στις γυναίκες ( η σκηνή όπου η Σιντέχ για κακή της τύχη συναντάει τη νύχτα, άνδρες- «Θεματοφύλακες της Ηθικής» είναι χαρακτηριστικότατη), διαπλέκονται πολύ πετυχημένα και σαρκώνονται σ’αυτό το μυστηριώδες, κουκουλωμένο με μπούργκα πνεύμα που καταδιώκει τις φοβισμένες Σιντέχ και Ντόρσα.
Είναι άραγε στοιχειωμένη η πολυκατοικία τους, ή μήπως το διαλυμμένο νευρικό σύστημα αμφότερων απ΄τον 8ετή πόλεμο , τους παίζει κακόγουστες φάρσες; Αντί να διολισθήσει στο κλισέ του δαιμονισμένου παιδιού που έχουμε δεί δεκάδες φορές σε ταινίες, ο Anvari, νομίζω πως εστιάζει τελικά στην πολιτικο-κοινωνική καταπίεση που μοιάζει να συμβολίζει αυτό το τζίνι που μαρκάρει το σπίτι τους.
Ο ατρόμητος άνθρωπος, ο ήρεμος ψυχικά δεν είναι εύκολη λεία της δεισιδαιμονίας. ο ασθενής όμως, ο εξαντλημενός, πικραμένος, απογοητευμένος, είναι το πιο λαχταριστό θύμα της. Δεν μας λυτρώνει το φινάλε αυτής της ταινίας, εντελώς. Όπως όλα τα θρίλερ που επιδιώκουν να στοιχειώσουν τη μνήμη του θεατή, αφήνει «παράθυρα» ανοιχτά στην αμφιβολία για το αν αυτό που έβλεπαν οι δυό γυναίκες ήταν υπαρκτό ή προϊον του σοκαρισμένου νού τους.
Τυραννικό καθεστώς, ίσως τυραννική μητέρα, υπονομευτικός σύζυγος, και προσωπική ματαίωση έξωθεν επιβαλλόμενη : δεν χρειάζεται κανένα υπερφυσικό πνεύμα να ταλαιπωρήσει τη Σιντέχ, η πραγματικότητα μέσα στην οποία αγωνίζεται να υπάρξει, αρκεί…
Η υποβλητικότατη μουσική της ταινίας είναι των G.Cullen και W. McGillivray.