Μια τυχαία συνάντηση
Η Έλσα είναι μια επιτυχημένη συγγραφέας και βρίσκεται στην πόλη της Ρέν για μια από τις μεγαλύτερες εκθέσεις βιβλίου. Στο πάρτι που ακολουθεί το τέλος της έκθεσης ο εκδότης της της γνωρίζει τον φίλο του Πιέρ, ένα από τους πιο γνωστούς ποινικολόγους του Παρισιού. Ένας αναπτήρας που αλλάζει χέρια, νευρικά γέλια και τα σκιρτήματα που προκαλεί η πιθανή έναρξη μιας ερωτικής ιστορίας. Όμως η ζωή του Πιέρ είναι αφιερωμένη στην οικογένεια του: στα παιδιά του και στην γυναίκα του Αν που τον αγαπάει χωρίς να υπολογίζει την ρουτίνα και τον χρόνο που περνάει. Από την πλευρά της η Έλσα προσπαθεί να φτιάξει την ζωή της μετά από ένα δύσκολο διαζύγιο και μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στην συγγραφή, στην αντιμετώπιση της δύσκολης εφηβείας της κόρης της, τα προβλήματα των φιλενάδων της και μια ανάλαφρη ερωτική ιστορία με ένα νεαρό συγγραφέα τον Ουγκό. Για αυτήν μια ερωτική ιστορία με ένα παντρεμένο είναι ταμπού ή ακόμα χειρότερα ένα λάθος. Θα καταφέρουν να ξεκινήσουν την ερωτική τους ιστορία ή θα μείνει μια φαντασίωση ;
H σκηνοθέτης και σεναριογράφος Λίζα Αζουελός επιμένει στο πνεύμα μιας εκμοντερνισμένης ρομαντικής κωμωδίας και δοκιμάζεται στο δύσκολο έργο του να εικονοποιήσει μια απίθανη ιστορία διάστικτη από χαμένα ραντεβού και φαντασιώσεις. Σε σχέση με την πληθώρα των ταινιών η ταινία της Αζουελός έχει το πλεονέκτημα του επανασχεδιασμού του περιγράμματος της οικογένειας του εικοστού πρώτου αιώνα. Ήρθε το τέλος των κανονικών ζευγαριών, σειρά έχουν τώρα οι διαζευγμένοι, τα παιδιά που ζούνε και μεγαλώνουν ανάμεσα σε δύο σπίτια και οι σχέσεις δίχως αύριο, δηλαδή προβάλλεται ένα εναλλακτικό κοινωνικό πρότυπο. Η συνάντηση των δύο χαρακτήρων γίνεται η αιτία για να συγκρουστούν τα δύο μοντέλα οικογένειας: το παραδοσιακό και το εναλλακτικό. Η τέλεια οικογενειακή ζωή του Πιέρ συγκρούεται επί οθόνης με την ελευθερία της ζωής της Έλσα της διαζευγμένης μητέρας τριών εφήβων που περνάει χρόνο με τις φίλες της και έχει μια ελεύθερη σχέση με έναν άντρα πολύ νεότερο της. Το παιχνίδι ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τρόπους ζωής μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την αξία των πλεονεκτημάτων αλλά και των ελαττωμάτων αυτών των δύο τρόπων ζωής. Και εδώ έγκειται το πρόβλημα της ταινίας. Το μοντέλο παραμένει η αστική τάξη, λευκή και ετεροφυλόφιλη, και η μη ολοκλήρωση του έρωτα των δύο χαρακτήρων. Η ταινία θέλει να είναι μοντέρνα αλλά η νοοτροπία της είναι μικροαστική και βαθύτατα συντηρητική. Ο έρωτας πρέπει να ολοκληρώνεται και να μην κατακρίνεται, πρέπει να θυμίζει κομψοτέχνημα και όχι κλιπάκια φαντασιώσεων.
Η δυσκολία της σκηνοθέτη βρίσκεται επίσης στην δοσολογία που πρέπει να βρει ανάμεσα στην ηθικολογία και την γέννηση ενός έρωτα. Επιλέγοντας να διαχειριστεί το πάθος του Πιέρ και της Έλσα μέσω της φαντασίας η Αζουελός θέλει να κρατήσει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Υπάρχουν στιγμές που είναι πολύ όμορφες όπως αυτή, που χάρη στην δουλειά που γίνεται πάνω στον φωτισμό, η Έλσα βρίσκεται στο συζυγικό κρεβάτι ή η άλλη όπου ο Πιερ βλέπει το πρόσωπο της Έλσα σε όλες τις μελαχρινές που συναντά. Η πραγματικότητα και η φαντασία τέμνονται στην οθόνη και το αποτέλεσμα είναι πολύ ωραίο. Δυστυχώς αυτές οι σκηνές πνίγονται ανάμεσα στις κλισέ σκηνές των δείπνων με τις φιλενάδες όπου θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι οι γυναίκες περνούν τον χρόνο τους σε δείπνα με τις φίλες τους και αραδιάζουν σαχλαμάρες σχετικά με τον πρίγκηπα πάνω στο άσπρο άλογο. Οι σκηνές των φαντασιώσεων μοιάζουν με διαφήμιση αρώματος και τα σύγχρονα τεχνάσματα στην σκηνοθεσία μοιάζουν πλέον παρωχημένα όπως η αμήχανη χρησιμοποίηση της οθόνης του Skype και τα μηνύματα που εμφανίζονται στην οθόνη. Να επισημάνουμε την υπερβολική χρήση της μουσικής που βρίσκεται σχεδόν σε κάθε πλάνο. Αυτή η ακουστική επίθεση μοιάζει να θέλει να μας επιβάλλει τα συναισθήματα που πρέπει να νοιώσουμε και σαν να θέλει να μας πει ότι η σκηνοθέτης δεν έχει εμπιστοσύνη στο ταλέντο των ηθοποιών για να μας τα μεταφέρουν. Και έχει απολύτως άδικο γιατί το δίδυμο των ηθοποιών είναι ότι καλύτερο έχει να μας δώσει η ταινία. O πολύ καλός ηθοποιός Φρανσουά Κλουζέ είναι εξαιρετικός στον ρόλο του άντρα που ερωτεύεται ξανά και από το βλέμμα και το χαμόγελο του μέχρι τις άκρες των δακτύλων αποπνέει την αμηχανία αλλά και την χαρά του να ξαναζείς το κορυφαίο συναίσθημα του έρωτα. Η Σοφί Μαρσό είναι εκθαμβωτική. Ακριβής και στην εκφορά του λόγου αλλά και στην κίνηση είναι φυσική, χαμογελαστή με άλλα λόγια ακαταμάχητη και θα πρέπει να είσαι ο πιο μισογύνης και πληγωμένος άντρας του κόσμου για να μην την ερωτευτείς. Δίνει με την χάρη της πραγματική ομορφιά και αισθησιασμό σε μια ταινία που προσπαθεί να τα αποφύγει.
Συμπέρασμα λοιπόν; Μια ταινία που θέλει να μιλήσει για τον έρωτα χωρίς πάθος. Και έρωτας χωρίς πάθος είναι φαγητό χωρίς αλάτι, μπορεί το πιάτο να φαίνεται νόστιμο αλλά να είναι άγευστο.