War Machine
Storyline: Ο στρατηγός Γκλεν ΜακΜάχον φημίζεται για τα επιτεύγματά του και του αναθέτουν τη διοίκηση του αμερικανικού πολέμου στο Αφγανιστάν. Αποφασισμένος να κερδίσει τον «ακατόρθωτο» πόλεμο μία και καλή και μέσω μια ριζοσπαστικής νέας προσέγγισης, ο στρατηγός, το επιτελείο αξιωματικών του και οι σύμβουλοι του τύπου ξεκινούν μια κούρσα ανά τον πλανήτη βάζοντας πλώρη τις ευαίσθητες διεθνείς συμμαχίες, το πεδίο μάχης της πολιτικής στην Ουάσιγκτον, την αδηφάγα όρεξη των ΜΜΕ και την καθημερινή διαχείριση του ίδιου του πολέμου, ενώ την ίδια ώρα πολεμάει για να μείνει σε άμεση επικοινωνία με τους άντρες και τις γυναίκες εντός των πεδίων μαχών.
Το συνδρομητικό Netflix έχει δεχτεί πολλά πυρά για το γεγονός ότι αρνείται να προβάλλει τις ταινίες του στις κινηματογραφικές αίθουσες και σύμφωνα με αρκετούς σινεφίλ, δεν μπορεί επουδενί να αντικαταστήσει τον κινηματογράφο. Ωστόσο, διαθέτει μια ενδιαφέρουσα γκάμα πρωτότυπων παραγωγών, δίνοντας το πράσινο φως σε ιδέες που είχαν ήδη απορριφθεί ως ασύμφορες από τα κινηματογραφικά στούντιο. Τέτοια περίπτωση είναι και το «War Machine», μια ταινία με προϋπολογισμό 60 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο του Μάικλ Χάστινγκς «The Operators: The Wild and Terrifying Inside Story of America’s War in Afghanistan» και προσπαθεί να παρουσιάσει με μια σατιρική διάθεση τον σύγχρονο πόλεμο, βασισμένο πάνω σε αληθινά γεγονότα. Η ταινία βασίζεται στην ειρωνεία που σε κάποια σημεία είναι αρκετά προφανής και που θα σε κάνει να προβληματιστείς πάνω σε θέματα που αφορούν τον πόλεμο και την αμερικανική νοοτροπία απέναντι σε αυτόν. Η ροή της ταινίας είναι πολύ στατική, ενώ στα αρνητικά στοιχεία θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι ο αφηγητής που δίνει όλες τις πληροφορίες ακολουθεί τον Πιτ και ο ίδιος εμφανίζεται σε ελάχιστες σκηνές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης δεν μοιάζει να είναι πολύ σίγουρος για το πώς θα συμπεριλάβει τον χαρακτήρα αυτόν στην ιστορία.
Ο Ντέιβιντ Μισόντ, μετά από τα πολύ καλά «The rover» και «Το χρίσμα», επέλεξε να δημιουργήσει κάτι εντελώς διαφορετικό, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Πολύ μέτρια σκηνοθεσία, με «νωθρά» και κακομονταρισμένα πλάνα, που τείνουν να επαναλαμβάνονται. Σεναριακά, όμως, η ταινία δεν είναι τόσο κακή. Αν και οι χιουμοριστικές ατάκες που υπάρχουν δεν προκαλούν γέλιο, το γενικότερο στήσιμο του ειρωνικού χαρακτήρα είναι πολύ πετυχημένο.
Όσον αφορά τους ηθοποιούς, ο Μπραντ Πιτ και ο Μπεν Κινγκσλεϊ δίνουν εξαιρετικές ερμηνείες, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούν αρκετά να στηρίξουν τον ρόλο τους και οι περισσότεροι το κάνουν με επιτυχία.
Το «War Machine» είναι μια μέτρια ταινία που παρ’όλα αυτά πετυχαίνει να παρουσιάσει άβολες αλήθειες δίχως να μπαίνει σε καλούπια. Ίσως θα λέγαμε ότι είναι από τις λίγες ταινίες όπου η Αμερική κάνει την αυτοκριτική της. Και ίσως να ήταν ένας από τους λόγους που τα στούντιο δεν έδωσαν έγκριση για την παραγωγή της. Τι νομίζετε;