Όταν θέλουν οι Γυναίκες
Και τώρα που πάμε; Όταν θέλουν οι Γυναίκες… πάμε μπροστά
Το Όταν θέλουν οι Γυναίκες (Et maintenant on va où?) ήταν η επίσημη πρόταση του Λιβάνου για το ξενόγλωσσο όσκαρ. Επίσης, αποτελεί την αραβόφωνη ταινία που γνώρισε την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στο Λίβανο. Ένα ευχάριστο μίγμα λαογραφικής κωμωδίας και αντιπολεμικού δράματος, με και λίγα μουσικά διαλείμματα με light Bollywood χορογραφίες ή τραγούδι συνθέτουν τη βασική μορφή του. Η προσεγμένη σκηνοθεσία είναι της Nadine Labaki η οποία πρωταγωνιστεί και συνυπογράφει το σενάριο κι εδώ, όπως και στο προηγούμενο της Caramel (2007). Το μεγάλο ατού του έργου είναι το πολύ καλό, έξυπνο και άρτια δεμένο σενάριο. Οι προσεγγμένες κουβέντες και ατάκες που ακούγονται θίγουν με καταπληκτικό τρόπο ένα πρόβλημα που υφίσταται ακόμα στο σύγχρονο Λίβανο.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα να μικρό χωριό που μουσουλμάνοι και χριστιανοί έχοντας τις μικροδιαφορές τους ζούν πλέον ειρηνικά. Μόνο τους παράπονο ότι δεν έχουν τηλεόραση. Όταν από ψευτοπαρεξηγήσεις αρχίζουν μικροσυμπλοκές και η απειλή για μια γενικότερη σύρραξη γίνεται εντονότερη, οι γυναίκες του χωριού για να σταματήσουν να θρηνούν θύματα, αποφασίζουν ενωμένες να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους για να επαναφέρουν την ειρηνική συμβίωση στο χωριό τους αλλά και να σώσουν τους ανθρώπους που αγαπούν.
Το “Underground” του Λιβάνου:
Στην ουσία της, η ταινία έχει ζηλέψει στοιχεία από την μεγάλη εμπορική επιτυχία του Εμίρ Κουστουρίτσα, χωρίς φυσικά να αγγίζει το πικάντικο χιούμορ του ή τις σουρεάλ μεταφυσικές αναζητήσεις του. Από την άλλη, όμως σαν μια ταινία που προοριζόταν όχι μόνο για τα όσκαρ και εμάς στο εξωτερικό, αλλά και για εσωτερική κατανάλωση στη χώρα, ο πιο απλοϊκός τρόπος παρουσίασης της είναι νομίζω πιο εύστοχος για να την καταλάβει κι ο απλός (ίσως σε μερικές περιπτώσεις και αγράμματος) λαός.
Η δειγματοληπτική παρουσίαση ενός χωριού μοιρασμένου στη μέση σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, με το μιναρέ ακριβώς απέναντι από την εκκλησία και το καφενεδάκι ως τόπο συγκέντρωσης όλων, είναι μια μικρή απεικόνηση της κοινωνίας του Λιβάνου. Οι κάτοικοι ξεκινούν μονιασμένοι, περιτριγυρισμένοι από συρματοπλέγματα και διαμάχες ολόγυρά τους. To πολεμικό κράνος γίνεται κράνος για το δίκυκλο του νεαρού παιδιού, οι νάρκες που πατάνε οι κατσίκες του χωρικού αφορμή για γλέντι. Θυμίζει λίγο το γαλάτικο χωριό του Αστερίξ. Όμως το πρόβλημα δεν έχει εξαλειφθεί, απλά κοιμάται και πολύ εύκολα μια σπίθα μπορεί να μετατρέψει το χωριό σε εμπόλεμη ζώνη.
Πολύ ωραία δοσμένη η παρομοίωση της τηλεόρασης. Όσο το χωριό ήταν απομονωμένο οι κάτοικοι δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν. Μόλις φτάνει η τηλεόραση στον τόπο τους γίνεται άμεσα η σύνδεση με την υπόλοιπη χώρα, με τα νέα από τις εχθροπραξίες σε άλλα μέρη και οι κάτοικοι αρχίζουν να παθιάζονται, να ταυτίζονται και να ξυπνά το μίσος μέσα τους. Αιτίες ή προφάσεις; Μικρές προκλήσεις ή ακόμα και απλές παρεξηγήσεις μπορούν να γίνουν μια χιονοστιβάδα που κυλάει. Η σκηνοθέτης δε χαρίζεται σε κανέναν, ούτε στους εκπροσώπους της τοπικής διοίκησης, όπως τον δήμαρχο, ούτε στους εκπροσώπους των δυο Θεών. Δεν ξεσηκώνουν τα πλήθη, είναι ενωτικοί, πέραν από τους ανθρωπιστικούς λόγους και για έναν ακόμα -όπως παραδέχονται, διότι αν συνεχίσουν οι εχθροπραξίες στο τέλος δεν θα τους μείνει ποιμνίο για να έχουν! Σε τελευταία ανάλυση φαίνονται ανήμποροι να σταματήσουν τον ξεσηκωμένο όχλο.
Women have the Power:
Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας -“όταν θέλουν οι γυναίκες”, είναι περισσότερο συνυφασμένος με την υπόθεση, ενώ ο αρχικός -“που πάμε από δω και πέρα”, αφήνει ένα δυνατό κοινωνικό σχόλιο στο κλείσιμο του έργου. Πάντα θα υπάρχουν πράγματα να διχάζουν τον λαό, διαφορές και αφορμές για φανατισμούς. Αυτό που πρέπει να αλλάξει δεν είναι να νικήσει η μεν πλευρά ή η άλλη αλλά είναι η νοοτροπία του λαού. Αλλιώς ο φαύλος κύκλος της αδικιολόγητης αιματοχυσίας απλά θα επαναλαμβάνεται.
Πέρα από την κωμική διάθεση του έργου παρατηρούμε πόσο προσεχτικά έχουν φτιαχτεί οι οικογένειες του χωριού. Κάθε σπίτι έχει θρηνήσει θύματα, σε κάθε οικογένεια μια γυναίκα φοράει μάυρα και πενθεί κάποιο αδικοχαμένο παιδί, αδερφό, σύντροφο. Το νεκροταφείο, μοιρασμένο κι αυτό στη μέση από τον κεντρικό διάδρομο, διαχωριστική γραμμή των δυο θρησκευμάτων , είναι γεμάτο από νεαρούς άντρες, ζωές που σπαταλήθηκαν άδικα σε μια ανούσια μάχη. Η θέση της γυναίκας στο σύγχρονο Λίβανο μπορεί να μην είναι τόσο υποβαθμισμένη όσο σε άλλες αραβικές χώρες, δεν είναι βέβαια ισότιμη με των αντρών. Η ταινία το κοντράρει αυτό, όχι μόνο με την ενεργή θέση των γυναικών, αλλά και με το πως τις παρουσιάζει. Οι άντρες σαν άμυαλα μωρά παιδιά κοκκορομαχούν όλη την ώρα, ετοιμοπόλεμοι και ευερέθιστοι. Οι γυναίκες πιο ψύχραιμες και πιο σοφές παρουσιάζονται πιο έξυπνες και πιο διπλωματικές από τους άντρες. Από την άλλη φαίνεται και το οξύμωρο ότι όσο πιο πολύ οι σχέσεις των αντρών δυσχεραίνονται, τόσο πιο δεμένες μεταξύ τους παρουσιάζονται οι γυναίκες σε μια αναγκαστική συμμαχία επιβίωσης.
Μπορεί η κοινωνία του Λιβάνου να μην είναι έτοιμη για να θιχθεί το θέμα του σεξ ώστε να φτάσουμε σε μια σύγχρονη μεταφορά της Λυσιστράτης του Αριστοφάνη! Οι γυναίκες της ταινίας πάντως βρίσκουν αρκετούς έξυπνους τρόπους να ελιχθούν, κάτι που δίνει πολλά extra credits στο σενάριο. Το χιούμορ είναι ένα μέσο για να αλαφρύνει το κλίμα από ένα δακρύβρεχτο δράμα που θα ήταν βαρύ για τους περισσότερους. Πολλές φορές αν ζούμε ένα πρόβλημα δεν έχουμε κανένα λόγο να πάμε να το δούμε και στο σινεμά. Αν όμως το έργο έχει να μας δώσει μια αισιόδοξη, ή κωμική προσέγγιση, τότε αυτό μπορεί να βοηθήσει να μαλακώσει ο θρησκευτικός φανατισμός που πλήττει τη χώρα, αλλά και να μεταδώσει τρόπο σκέψης και για άλλα προβλήματα ανα τον κόσμο. Αποφεύγει να επικεντρωθεί στο ρομάντσο ή για να θυμίσει έντονα παλιά δακρύβρεχτα δείγματα ελληνικού κινηματογράφου 60’s. Αποφεύγει, επίσης, να επικεντρωθεί στην κωμωδία για να χάσει τα νοήματα του, καθώς με τους κατοίκους του χωριού θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει σε μια χλιαρή λαογραφικη κωμωδία. Είναι, λοιπόν, σαν τη Νήσο του Χρήστου Δήμα, αλλά με νόημα!
Τα δεινά του Λιβάνου:
O Λίβανος, όπως εξάλλου και η Συρία, ανήκαν στο λεγόμενο French Mandate. Από το 1914 μέχρι και το 1944 ήταν υπο ουσιαστικά γαλλική διακυβέρνηση. Αυτός είναι και ο λόγος που θα ακούσετε αρκετές σκόρπιες γαλλικές λέξεις ή προτάσεις στο έργο κι όχι μόνο επειδή είναι γαλλική συμπαραγωγή. Ο πληθυσμός του Λιβάνου αυτή τη στιγμή είναι σχεδόν 4 εκατομμύρια, εκ των οποίων το 59,7% είναι μουσουλμάνοι (διαφόρων δογμάτων) και το 39% χριστιανοί (επίσης πολλών διαφορετικών δογμάτων). Επίσημα αναγνωρίζονται 17 διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα. Ο θρησκευτικός διχασμός της χώρας έχει προκαλέσει πάμπολλα προβλήματα και έχει κοστίσει πολλές ανθρώπινες ζωές.
Στις 13 Απριλίου 1975 ξέσπασε στο Λίβανο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ φαλαγγιτών (δεξιών χριστιανών) και αριστερών Μουσουλμάνων Παλαιστινίων που κράτησε ως τις 18 Οκτωβρίου 1976, οπότε υπογράφτηκε ανακωχή στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Οι συνέπειες του πολέμου αυτού, που επιδεινώθηκε με την επέμβαση συριακών και άλλων αραβικών δυνάμεων που υποστήριζαν τους Φαλαγγίτες, ήταν δυσμενείς. Ο πόλεμος αυτός κόστισε 6.000 νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και καταστροφή πόλεων. Τον Ιούνιο του 1982 έγινε εισβολή Ισραηλινών, που κατέλαβαν το νότιο τμήμα της χώρας με σκοπό την εξόντωση των Παλαιστινίων. Οι ισραηλινές δυνάμεις αποχώρησαν το 2000. Ο Λίβανος βρισκόταν υπό συριακή κατοχή μέχρι το 2005, όταν ο συριακός στρατός αποχώρησε. Πρωθυπουργός του Λιβάνου έγινε ο Φουάντ Σινιόρα. Μία οργάνωση που έχει μεγάλη ισχύς εντός του Λιβάνου είναι η Χεζμπολλάχ. Το καλοκαίρι του 2006, η Χεζμπολλάχ απήγαγε δύο Ισραηλινούς στρατιώτες, προκαλώντας την έκρηξη ενός πολέμου ανάμεσα στο Ισραήλ και την οργάνωση ο οποίος διήρκεσε αρκετούς μήνες και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. (Πηγή: Wikipedia)
Διακρίσεις:
H ταινία πάντως στο Λίβανο αποτελεί την πιο επιτυχημένη εγχώρια δημιουργία, ενώ έρχεται δεύτερη εισπρακτικά, μετά τον Τιτανικό και το Avatar.
Μιας που άργησε να φτάσει στη χώρα μας, η ταινία έκανε τον κύκλο της και σύλλεξε διακρίσεις. Έτσι, εκτός από την υποψηφιότητα ξενόγλωσσης ταινίας για τα όσκαρ το 2012, έχει αποσπάσει βραβεία σχεδόν όπου πήγε. Κέρδίσε το βραβείο ειδικής μνείας επιτροπής στις Κάννες (Ecumenical Jury – Special Mention) και τα βραβεία κοινού σε Όσλο, Σαν Σεμπαστιάν και Τορόντο, ενώ στη Στοκχόλμη πήρε δυο, μουσικής και σεναρίου.
Το soundtrack της ταινίας όπως και στο Caramel ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου στον Αρμενιό-Λιβανό συνθέτη Khaled Mouzanar και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, καθώς εκτός από πετυχημένος μουσικός και συνθέτης είναι και ο σύζυγος της σκηνοθέτριας/πρωταγωνίστριας Nadine Labaki. Πάντως, βραβεύτηκε για τις συνθέσεις του στην ταινία, με το βραβείο καλύτερης μουσικής στο Stockholm International Film Festival (2011).